Το βράδυ της Κυριακής του Ορθόδοξου Πάσχα ήταν σημαδιακό για μια από τις εμβληματικότερες ροκ όπερες του Μπρόντγουεϊ. Η 35χρονη πορεία–ρεκόρ της παράστασης «Το Φάντασμα της Οπερας» έφτασε στο τέλος της. Ο διάσημος πολυέλαιος της τυλίχθηκε με φιόγκο και ο συνθέτης της, Αντριου Λόιντ Γουέμπερ, μίλησε μετά τη συγκινητική τελική παράσταση.
Το «Φάντασμα της Οπερας» ολοκλήρωσε τη μεγαλύτερη διάρκεια παραστάσεων στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ, με μια λαμπερή τελική παράσταση, στην οποία ακόμη και ο πολυέλαιος της παραγωγής, που μόλις είχε πέσει στη σκηνή του Majestic Theater για 13.981η φορά, είχε τη δική του αυλαία, αναφέρει ρεπορτάζ των New York Times.
Το κοινό, που παραβρέθηκε μόνο με προσκλήσεις, ήταν γεμάτο από λάτρεις του Μπρόντγουεϊ, συμπεριλαμβανομένων ηθοποιών που έπαιξαν στο σόου κατά τη διάρκεια της 35χρονης πορείας του, καθώς και πολλών άλλων καλλιτεχνών (μεταξύ αυτών ο μεξικανός σκηνοθέτης Λιν-Μανουέλ Μιράντα και η βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιός Γκλεν Κλόουζ) και θαυμαστές που κέρδισαν μία ειδική κλήρωση.
Κάποιοι ήταν ντυμένοι ως φαντάσματα. Ενας άνδρας ήρθε με την πολυτελή στολή του χαρακτήρα του «Κόκκινου Θανάτου». Η τελική παράσταση, η οποία διεξήχθη από τις 5:22 έως τις 7:56 μ.μ., διακόπηκε επανειλημμένα από χειροκροτήματα, όχι μόνο για τους βασικούς ηθοποιούς, αλλά και για τα αγαπημένα σκηνικά, όπως ένα μουσικό κουτί, καθώς και για σκηνικά στοιχεία, όπως η κωπηλασία μιας γόνδολας μέσα από μια υπόγεια λίμνη, στολισμένη με καντήλια.
Μετά την τελική αυλαία, οι σκηνοθέτες που έκαναν το περίτεχνο θέαμα της παράστασης πραγματικότητα κάθε νύχτα, προσκλήθηκαν στη σκηνή για ένα ηχηρό χειροκρότημα. «Είναι απλά εκπληκτικό, πραγματικά, αυτό που συνέβη», είπε ο συνθέτης, Αντριου Λόιντ Γουέμπερ, ο οποίος έγραψε την στοιχειωμένη μουσική του μιούζικαλ, καθώς αφιέρωνε την παράσταση στον 45χρονο γιο του Νίκολας, που πέθανε πριν από τρεις εβδομάδες.
Ο Λόιντ Γουέμπερ ανέβηκε στη σκηνή μαζί με τον επί χρόνια συνεργάτη του και κύριο παραγωγό της παράστασης, Κάμερον Μάκιντος. Κάλεσαν στη σκηνή πρωταγωνιστές της αρχικής παραγωγής του Μπρόντγουεϊ και πρόβαλαν στον πίσω τοίχο του θεάτρου φωτογραφίες αποθανόντων μελών της αρχικής δημιουργικής ομάδας, συμπεριλαμβανομένου του σκηνοθέτη της, Χαλ Πρινς – καθώς και κάθε ηθοποιού που έπαιξε τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους (το Φάντασμα και την Κριστίν, τη νεαρή σοπράνο για την οποία αναπτύσσει εμμονή).
Προς το τέλος της βραδιάς, ο Μάκιντος απέτισε φόρο τιμής στον πολυέλαιο βάρους ενός τόνου, ο οποίος κατέβηκε από την οροφή μέσα σε χειροκροτήματα, ενώ το πλήθος λουζόταν με χρυσά και ασημί μεταλλικά κομφετί, μερικά από τα οποία κρέμονταν σε κορδέλες από τον πολυέλαιο.
Οι φανατικοί του «Φαντάσματος»
Ωρες πριν από την αυλαία, οι φαν του μιούζικαλ συγκεντρώθηκαν απέναντι από το θέατρο, χαιρετώντας και τραβώντας φωτογραφίες, με την ελπίδα να εξασφαλίσουν ένα εισιτήριο. Ανάμεσά τους ήταν η Λέξι Λερς, 25 ετών, από την Ουάσιγκτον, μέσα σε ένα κοστούμι του Φαντάσματος: μαύρη κάπα, σπιτική μάσκα, συν καπέλο Φεντόρα, γιλέκο και παπιγιόν, καθώς και σκουλαρίκια και κολιέ σε σχήμα μάσκας. «Είμαι εδώ για να γιορτάσω το σόου που σημαίνει τόσα πολλά για εμάς», είπε η Λερς στον ρεπόρτερ των ΝΥΤ.
Ανάμεσά τους και ο Γουάλας Φίλιπς, που δεν ήξερε καν τι ήταν το «Φάντασμα της Οπερας» όταν ντύθηκε ως Φάντασμα σε μια γιορτή Χαλοουίν (αγγλοσαξονικές Απόκριες). Ήταν 10 ετών, μεγάλωσε στο Σίλβερ Σπρινγκ της πολιτείας του Μέριλαντ και απλά του άρεσε το κοστούμι. Η μητέρα του, του έδωσε μια ηχογράφηση του μιούζικαλ και στη συνέχεια, το 2010, τον έφερε μαζί με την αδερφή του να δουν την παράσταση στο Μπρόντγουεϊ.
«Ήταν εντυπωσιακό και μου προκάλεσε δέος», είπε στους ΝΥΤ. «Ενθουσιάστηκα». Ο Φίλιπς είναι τώρα 27 ετών, ζει στη Νέα Υόρκη, όπου μετακόμισε για να σπουδάσει κινούμενα σχέδια στη Σχολή Εικαστικών Τεχνών. Ξεκινά την καριέρα του ως ανεξάρτητος σκηνοθέτης, ενώ παράλληλα εργάζεται ως ταξιθέτης στη νέα επιτυχία του Μπρόντγουεϊ, το μιούζικαλ «Hamilton».
Ο Φίλιπς είναι ένας από τους πολλούς φανατικούς οπαδούς του μιούζικαλ. Στο δημοτικό σχολείο της στο Κέισβιλ της Γιούτα, η Κριστίν Σμιθ έπρεπε να γράψει μια εργασία για την προέλευση του ονόματός της. Οταν ρώτησε τη μαμά της, έμαθε ότι είχε πάρει το όνομά της από την Κριστίν Νταέ, τη νεαρή σοπράνο στην καρδιά του «Φαντάσματος της Οπερας».
«Εγραψα ότι πήρα το όνομά μου από κάποια χαζή τραγουδίστρια της όπερας», θυμάται η Σμιθ. Ο πατέρας της, ο οποίος δούλευε νυχτερινές βάρδιες τακτοποιώντας ράφια παντοπωλείων, άκουγε το soundtrack του «Φαντάσματος της Οπερας» για να περνάει την ώρα του. Η Κριστίν δεν είχε κατάλαβε την γοητεία του, μέχρι που είδε την ταινία.
Αγόρασε το άλμπουμ σε ένα εμπορικό κέντρο, άρχισε να παίζει σε σχολικές παραστάσεις και ονειρευόταν να παίξει την Κριστίν. Η οικογένειά της δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, αλλά παρακολούθησε μια παραγωγή στο Λας Βέγκας, την οποία τελικά είδε έξι συνολικά φορές.
Η 31χρονη Σμιθ, που τώρα ζει στο Μπάουντιφουλ της Γιούτα, τελικά είδε την παράσταση του Μπρόντγουεϊ δύο φορές, μετά την ανακοίνωση του τερματισμού του μιούζικαλ. Τον Οκτώβριο, αυτή και ο σύζυγός της κανόνισαν μια μικρή στάση σε πτήση προς τη Νέα Υόρκη, για να δουν το “Φάντασμα”, και στη συνέχεια, τον Ιανουάριο, κέρδισε έναν διαγωνισμό για να δει την παράστασή της 35ης επετείου.
Τέλος εποχής
Στο Μπρόντγουεϊ, η ροκ όπερα είχε, προφανώς, τεράστια επιτυχία, προσελκύοντας 20 εκατομμύρια ανθρώπους και εισπράττοντας 1,36 δισεκατομμύρια δολάρια από την έναρξη της, τον Ιανουάριο του 1988. Το σόου έχει γίνει διεθνές φαινόμενο, με παραστάσεις σε 17 γλώσσες, σε 45 χώρες (ανάμεσά τους και στην Ελλάδα) εισπράττοντας πάνω από 6 δισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αλλά η πορεία του στο Μπρόντγουεϊ τελικά υπέκυψε στις διπλές επιπτώσεις του πληθωρισμού και της συρρίκνωσης του τουρισμού μετά το κλείσιμο της πανδημίας. Παρόλα αυτά, μόλις ανακοινώθηκε το φινάλε των παραστάσεων τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν, καθώς όσοι αγαπούσαν ήδη το μιούζικαλ συνέρρεαν για να το δουν και οι αναβλητικοί συνειδητοποίησαν ότι ίσως ήταν η τελευταία τους ευκαιρία.
Η αρχική ημερομηνία λήξης του Φεβρουαρίου παρατάθηκε κατά δύο μήνες για να καλύψει τη ζήτηση και η παράσταση έγινε και πάλι η πιο εμπορική στο Μπρόντγουεϊ, παίζοντας μπροστά σε ένα εκστασιασμένο κοινό, απολαμβάνοντας μια λαμπερή φήμη και φέρνοντας πάνω από 3 εκατομμύρια δολάρια την εβδομάδα. «Το να κλείνει μια παράσταση τόσο θριαμβευτικά, είναι σχεδόν ανήκουστο», λέει στους ΝΥΤ ο Μάκιντος.
Μετά την τελική παράσταση, η παρέα της παραγωγής και οι πρώην συντελεστές της συγκεντρώθηκαν για έναν εορτασμό μόνο με προσκλήσεις, στο περίφημο Metropolitan Club της Νέας Υόρκης, με την εμβληματική μάσκα της παράστασης να προβάλλεται σε έναν τοίχο του κλαμπ, δίπλα σε μια μαρμάρινη σκάλα.
Η παράσταση, σε μουσική του Λόιντ Γουέμπερ και στίχους του Τσαρλς Χαρτ, συνεχίζεται ακόμα στο Λονδίνο, όπου το μέγεθος της ορχήστρας, όμως, ελαττώθηκε και το σκηνικό άλλαξε, κατά τη διάρκεια της παύσης λειτουργίας της λόγω της πανδημίας, για να μειωθεί το λειτουργικό κόστος.
Το μιούζικαλ συνεχίζει τις παραστάσεις του, επίσης, επί του παρόντος στην Τσεχία, στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα και στη Σουηδία. Νέες παραγωγές έχουν προγραμματιστεί να ανοίξουν στην Κίνα τον επόμενο μήνα, στην Ιταλία τον Ιούλιο και στην Ισπανία τον Οκτώβριο.
Θα επιστρέψει, όμως, ποτέ ξανά στη Νέα Υόρκη; «Φυσικά, κάποια στιγμή», λέει ο Μάκιντος σε μια συνέντευξη. «Αλλά είναι καιρός να ξεκουραστεί για τώρα».