Την Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022 το Εφετείο του Παρισιού αποφάνθηκε κατά της διαδικασίας έκδοσης δέκα ιταλών πρώην ακροαριστερών τρομοκρατών στην Ιταλία, όπως ζητούσε η Ρώμη, επικαλούμενο τα άρθρα 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλαδή το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Οπότε αυτό σημαίνει πως, σύμφωνα με τη γαλλική Δικαιοσύνη, η Ιταλία είναι μια χώρα που «δεν εγγυάται μια δίκαιη δίκη στους πολίτες της και δεν σέβεται την ιδιωτική τους ζωή» και για αυτό αντιμετωπίζεται «ωσάν μπανανία, στην καλύτερη περίπτωση, ή, στη χειρότερη, ως ένα αυταρχικό κράτος, όπου τα δικαστήρια καταπατούν τα δικαιώματα των πολιτών», γράφει ο Αλεσάντρο Τρότσινο της Corriere della Sera, σχολιάζοντας την απόφαση.
Από αυτή τη σκοπιά θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι η γαλλική Δικαιοσύνη εξέδωσε μια απόφαση υπέρ των πρώην ακροαριστερών τρομοκρατών αλλά και κατά της Ιταλίας, με αποτέλεσμα ο ιταλός δημοσιογράφος να διερωτάται, εύλογα ομολογουμένως, πώς γίνεται δύο από τα ιδρυτικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης να συνυπάρχουν σε ένα υπερεθνικό οργανισμό που πρέπει να έχει κοινούς κανόνες και κοινές νομικές και δημοκρατικές αρχές.
«Είναι μια ιστορία που κρατάει πολλά χρόνια, από τότε που τέθηκε σε ισχύ αυτό που ονομάστηκε “δόγμα Μιτεράν”. Στη δεκαετία του 1980, ο γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν, με βάση τις ιδέες του κυβερνητικού συμβούλου Λουί Ζουανέ και με το πράσινο φως του ιταλού πρωθυπουργού Μπετίνο Κράξι (ο οποίος απαλλασσόταν από ένα πρόβλημα), πρόσφερε φιλοξενία και καταφύγιο σε ιταλούς πολίτες που είχαν καταδικαστεί για πράξεις “πολιτικής” βίας, εφόσον δεν είχαν πλέον δεσμούς με την ένοπλη πάλη», θυμίζει στο άρθρο του ο Τρότσινο.
Οι νόμοι από τα «Μολυβένια Χρόνια»
Οσον αφορά τους λόγους που ώθησαν τον γάλλο πρόεδρο να λάβει την εν λόγω απόφαση, είναι αλήθεια πως τη δεκαετία του 1970 είχαν ψηφιστεί στην Ιταλία κάποιοι αμφιλεγόμενοι νόμοι που παρέτειναν επ’ αόριστον την προληπτική κράτηση, για παράδειγμα, ή απέδιδαν υπερβολική βαρύτητα στις καταθέσεις μετανοημένων τρομοκρατών. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το γεγονός πως εκείνη την περίοδο η Γαλλία είχε βιώσει σε πολύ περιορισμένο βαθμό το φαινόμενο της εσωτερικής τρομοκρατίας, σε αντίθεση με την Ιταλία που αιματοκυλίστηκε κατά τα περιβόητα Anni di Piombo (Μολυβένια Χρόνια), από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘80.
Λόγω των συγκεκριμένων πολιτικών και πολιτιστικών συνθηκών που επικρατούσαν τότε στη Γαλλία αλλά και της κινητοποίησης πολλών επιφανών διανοούμενων της εγχώριας Αριστεράς, η γαλλική κοινή γνώμη κατέληξε να θεωρεί «το ιταλικό φαινόμενο όχι ως τρομοκρατία ενάντια σε ένα δημοκρατικό κράτος, αλλά ως πραγματικό εμφύλιο πόλεμο. Δεν επρόκειτο, σύμφωνα με τη γαλλική διανόηση, για την προσπάθεια μιας μειονότητας στη χώρα να υπονομεύσει τους θεσμούς, αλλά για μια σύγκρουση μεταξύ δύο παρατάξεων, οι οποίες ήταν αμφότερες τρόπον τινά νομιμοποιημένες».
Υπήρχαν, οπότε, δύο πεποιθήσεις που αλληλοενισχύονταν, συνθέτοντας ένα αφήγημα περί ενός ελάχιστα δημοκρατικού κράτους – της Ιταλίας – όπου κυριαρχεί η καταστολή και η Δικαιοσύνη μεροληπτεί και ενός αγώνα που διεξαγόταν με τρομοκρατικά μεν μέσα αλλά ήταν δικαιολογημένος πολιτικά. Η ένσταση ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας παρέμενε εντελώς ξένο και εχθρικό προς την τρομοκρατία είχε ελάχιστη σημασία.
Τοποθέτηση χωρίς νομοθέτηση
Ομως στην πραγματικότητα, το «δόγμα Μιτεράν» δεν επισημοποιήθηκε ποτέ. Αποτελούνταν από μια σειρά προφορικών δηλώσεων του γάλλου προέδρου. «Υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός Ιταλών στη Γαλλία, περίπου τριακόσιοι άνθρωποι. Περίπου εκατό ήρθαν εδώ πριν από το 1981. Εχουν ξεκάθαρα έρθει σε ρήξη με την τρομοκρατία. Εχουν ανοίξει σπιτικό, μένουν εδώ, παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένεια. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ζητήσει να πολιτογραφηθούν… εάν δεν προσκομιστούν στοιχεία για την άμεση εμπλοκή τους σε αιματηρά εγκλήματα, δεν θα εκδοθούν. Θα εκδοθούν όσοι αποδειχθεί ότι φέρουν ευθύνη για αιματηρά εγκλήματα ή όσοι διαφύγουν της παρακολούθησης», είχε εξηγήσει ο ίδιος το 1985, μιλώντας στη Le Monde.
Οπότε, πρόθεσή του δεν ήταν να μετατρέψει τη Γαλλία σε άσυλο ακροαριστερών τρομοκρατών από την Ιταλία. Το μόνο που ζητούσε ήταν αποδεικτικά στοιχεία για την εμπλοκή τους σε αιματηρά εγκλήματα, και, σύμφωνα με τον Αλεσάντρο Τρότσινο, «εδώ βρίσκεται η αντίφαση και η ασάφεια ενός δόγματος που πήρε τη μορφή μιας πλήρους δυσπιστίας για τη δημοκρατικότητα της Ιταλίας».
Μετά την έκδοση του Πάολο Περσικέτι (πρώην μέλους των Ερυθρών Ταξιαρχιών) το 2003 στην Ιταλία, το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι το «δόγμα Μιτεράν» δεν έχει νομική αξία. Στη συνέχεια, πριν από ένα χρόνο, ο γάλλος (από πατέρα και ιταλός από μητέρα) υπουργός Δικαιοσύνης Ερικ Ντιπόν-Μορετί συνέκρινε τους ιταλούς πρώην τρομοκράτες που συνελήφθησαν στη Γαλλία με τους τζιχαντιστές που αιματοκύλισαν το Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015. Ωστόσο οι γάλλοι δικαστές είχαν διαφορετική άποψη και κάπως έτσι το Εφετείο του Παρισιού τάχθηκε κατά της έκδοσής τους.
Οσον αφορά τους πρώην τρομοκράτες, οι υποθέσεις τους διαφέρουν, όπως διαφέρουν και οι ζωές και οι προσωπικότητές τους, αλλά είναι όλοι ηλικιωμένοι ενώ η υγεία κάποιων είναι ιδιαίτερα κλονισμένη.
Δικονομική ασυμβατότητα
Επειτα από την κατάρριψη του «δόγματος Μιτεράν», το μοναδικό εμπόδιο στην έκδοση των πρώην ακροαριστερών τρομοκρατών ήταν η ασυμβατότητα μεταξύ των νομικών συστημάτων της Ιταλίας και της Γαλλίας. «Πολλές από τις δίκες στην Ιταλία έγιναν ερήμην των κατηγορούμενων (επειδή είχαν διαφύγει), θεσμός άγνωστος στη Γαλλία, όπου ένας κατηγορούμενος μπορεί να καταδικαστεί μόνον παρουσία του. Επί χρόνια οι ιταλικές κυβερνήσεις αδιαφορούσαν και οι ιταλοί πρώην τρομοκράτες, άρχισαν μια καινούρια ζωή», παραδέχεται ο Τρότσινο.
Δεν παραλείπει, ωστόσο, να υπενθυμίσει πως η γαλλική Δικαιοσύνη αντιμετώπισε με «απίστευτη σκληρότητα», τους δικούς της, λίγους, εγχώριους τρομοκράτες, τα μέλη της ακροαριστερής οργάνωσης Action Directe, καταδικάζοντάς τους σε ισόβια κάθειρξη, βάσει μαρτυριών μετανοημένων πρώην συντρόφων τους, και, συχνά, έπειτα από χρόνια απομόνωσης.