Για δεύτερη φορά μέσα σε μόλις δύο χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν τις πληροφορίες που είχαν στην κατοχή τους με έναν νέο και ασυνήθιστο τρόπο, μετατρέποντάς τες σε εργαλείο, για να επηρεάσουν μια σύγκρουση. Η ιρανική πυραυλική επίθεση κατά του Ισραήλ τη νύχτα μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής έγινε ακριβώς τις ώρες και με τον τρόπο που δημοσιοποιήθηκε τις προηγούμενες ημέρες από την αμερικανική κατασκοπεία.
Επρόκειτο για μια επανάληψη αυτού που είχε κάνει η Ουάσινγκτον τον Φεβρουάριο του 2022, όταν το Πεντάγωνο κοινοποίησε πληροφορίες για τις κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία, προειδοποιώντας ότι η Μόσχα ετοιμαζόταν να εισβάλει, όπως συνέβη τελικά.
Κατά το παρελθόν οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, όπως και των περισσότερων άλλων χωρών, κρατούσαν απόρρητες, για τον εαυτό τους, τις εμπιστευτικές πληροφορίες που συλλέγονταν από τους πράκτορές τους.
Απέφευγαν, σύμφωνα με έναν από τους βασικούς κανόνες της κατασκοπείας, να αποκαλύπτουν στον εκάστοτε εχθρό όλα όσα γνώριζαν, καταρχάς για να μην εκθέτουν τους πληροφοριοδότες τους στον κίνδυνο να αποκαλυφθούν, αλλά και για να μην προσφέρουν στον όποιο αντίπαλο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τι γνωρίζουν ή δεν γνωρίζουν για τις προθέσεις του. Οι όποιες πληροφορίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να κοινοποιηθούν μέσω διπλωματικών διαύλων σε συμμάχους αλλά σπάνια δημοσιοποιούνταν εκ των προτέρων στις εφημερίδες.
Οπως εξηγεί σε ανάλυσή του ο Ενρίκο Φραντσεσκίνι της ιταλικής Repubblica, η νέα αυτή τακτική οφείλεται σε αυτό που πλέον είναι γνωστό ως δόγμα Μπλίνκεν, από το όνομα του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν, δεξί χέρι του οποίου είναι ο Γουίλιαμ Μπερνς, ο διευθυντής της CIA.
Φέρει το όνομά του γιατί ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ήταν αυτός που έπεισε τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες να δείξουν σε όλους, περιλαμβανομένου του εχθρού, τα χαρτιά που κρατούσαν στα χέρια τους πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μάλιστα ο Μπλίνκεν έδειξε αυτά τα χαρτιά ακόμη και σε συνεντεύξεις για να διαψεύσει τους όποιους ισχυρισμούς του Κρεμλίνου.
Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών άρχισε να αναπτύσσει το δόγμα του πριν από αρκετά, πλέον, χρόνια, από τότε που ήταν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, όπως εξήγησε ο ίδιος σε συνέντευξή του το 2017, στο αμερικανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο PBS, αναφερόμενος σε μια τηλεφωνική συνομιλία στο Οβάλ Γραφείο μεταξύ Ομπάμα και Πούτιν σχετικά με την πρώτη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2014.
«Ο Πούτιν έλεγε ανοιχτά ψέματα, αρνούμενος την παρουσία των δυνάμεών του στην Ουκρανία» είπε ο Μπλίνκεν στη συνέντευξη. «Και ο Ομπάμα απάντησε: “Βλαντίμιρ, δεν είμαστε τυφλοί, έχουμε μάτια, μπορούμε να δούμε”. Ομως ο Πούτιν συνέχισε να μιλάει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αντιλαμβανόμασταν ότι χρειαζόμασταν μια στρατηγική ενάντια στα ψέματά του, αλλά δεν ξέραμε ποια θα μπορούσε να είναι».
Επειτα από μια πενταετία, έχοντας προαχθεί σε υπουργό Εξωτερικών από τον Τζο Μπάιντεν, ο Αντονι Μπλίνκεν βρήκε τη στρατηγική που έψαχνε, έχοντας αντιληφθεί ότι υπάρχει μόνο ένα μέσο κατά των ψεμάτων των δικτατόρων: η αποκάλυψη όλων των στοιχείων εναντίον τους.
Ετσι, την παραμονή της εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι ΗΠΑ αντέκρουσαν τους ισχυρισμούς του Πούτιν ότι τα ρωσικά στρατεύματα απλώς διεξήγαν ασκήσεις κοντά στα σύνορα. Οι δορυφορικές φωτογραφίες που κοινοποιήθηκαν από τις ΗΠΑ κατέδειξαν ότι ο επικεφαλής του Κρεμλίνου έλεγε ψέματα και ταυτόχρονα επέτρεψαν στους Ουκρανούς να μάθουν ποια ήταν τα πραγματικά σχέδιά του. Και οι σχετικές πληροφορίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών συνέβαλαν στη δίωξη του Πούτιν για εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν τα στρατεύματά του στην Μπούτσα και αλλού στην Ουκρανία, ακόμη και όταν ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε ανερυθρίαστα: «Δεν σκοτώνουμε αμάχους».
Η διαφορά στη σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ είναι ότι η Τεχεράνη ανακοίνωσε αμέσως ότι θα απαντούσε στην αεροπορική επιδρομή κατά του προξενείου της στη Δαμασκό, επομένως, σε αντίθεση με τον Πούτιν, δεν έκρυψε ποτέ τις πραγματικές της προθέσεις. Αλλά οι ΗΠΑ, κοινοποιώντας τα σχέδια των Φρουρών της Επανάστασης, πιθανότατα συνέβαλαν στον περιορισμό τους εντός συγκεκριμένων ορίων, με την ιρανική επίθεση να είναι μεν μαζική και άνευ προηγουμένου, αλλά να αποτελεί περισσότερο μια επίδειξη ισχύος παρά μια ουσιαστική προσπάθεια να πληγεί το Ισραήλ.
Στην πρώτη περίπτωση, της Ουκρανίας, η δημόσια χρήση απόρρητων πληροφοριών από τις ΗΠΑ δεν απέτρεψε την εισβολή, αλλά βοήθησε το Κίεβο να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, εκθέτοντας συγχρόνως τη Ρωσία στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης.
Στη δεύτερη περίπτωση, του Ισραήλ, η έγκαιρη κοινοποίηση των ιρανικών σχεδίων ενδέχεται να ανάγκασε την Τεχεράνη να απαντήσει μεν, αλλά με τρόπο ώστε να μην ξεσπάσει ένας ανοιχτός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών.