Στη μικρού μήκους ταινία «London Can Take It» («Το Λονδίνο μπορεί να το αντέξει») της βρετανικής προπαγάνδας, που προβλήθηκε τον Νοέμβριο του 1940, ο πολεμικός ανταποκριτής των ΗΠΑ Κουέντιν Ρέινολντς ακούγεται να δηλώνει: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει πανικός, φόβος, απόγνωση στην πόλη του Λονδίνου. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά αποφασιστικότητα, αυτοπεποίθηση και υψηλό φρόνημα μεταξύ των κατοίκων του νησιού του Τσόρτσιλ». Ηταν ο τρίτος μήνας της επιχείρησης «Blitz» («αστραπή») της ναζιστικής Λουφτβάφε, που βομβάρδιζε ανελέητα το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ταινία διακήρυττε την ιερή ιδέα ενός ακαταπόνητου «πνεύματος του blitz», μιας στωικής αλλά εύθυμης περιφρόνησης του βρετανικού λαού, που άνοιξε τον δρόμο για την τελική ήττα του φασισμού, σημειώνει στο άρθρο του στο BBC ο Μαρκ Αλισον με αφορμή την προβολή του ιστορικού δράματος «Blitz» (2024) του Στιβ ΜακΚουίν, που παίζεται τώρα στους κινηματογράφους των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, και από τις 22 Νοεμβρίου θα προβάλλεται στο Apple TV+.
Η πολιτική και πολιτιστική αξία αυτού του αφηγήματος έχει αποδειχθεί ακαταμάχητη σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Οπως γράφει ο συγγραφέας και ιστορικός Ανγκους Κάλντερ στο βιβλίο του «The Myth of the Blitz» (1991), «τα μυθικά γεγονότα του 1940 θα γίνονταν αντικείμενο ιστορικής νοσταλγίας τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά».
Εκτοτε το blitz εξελίχθηκε σε αναπόσπαστο κομμάτι της βρετανικής εθνικής ψυχοσύνθεσης, που το επικαλούνται σε περιόδους κρίσης, ενώ παρέχει επίσης ένα ασαφές αλλά καθησυχαστικά οικείο σκηνικό για τα επεισόδια της σειράς «Doctor Who», που εξακολουθεί να παίζεται στο BBC από το 1963 μέχρι σήμερα, ή sitcom όπως το «Dad’s Army» (1968-1977) και το «Goodnight Sweetheart» (1993-1999), γράφει ο δημοσιογράφος του BBC.
Ο ίδιος σημειώνει πως όταν ο Τζον Μπούρμαν γύρισε την ταινία «Ελπίδα και Δόξα» (1987), δραματοποιώντας την παιδική του ηλικία την εποχή του blitz, έγραψε σε μια εισαγωγή στο σενάριό του: «Πόσο υπέροχος ήταν ο πόλεμος… Ολες οι αβεβαιότητές μας για την ταυτότητα, οι εκτοπίσεις, μπορούσαν να βυθιστούν στο κοινό καλό, ενάντια στο Κακό, σε έναν ολάνθιστο, ηχηρό πατριωτισμό, που σου έκοβε την ανάσα και σου προκαλούσε μυρμήγκιασμα στη σπονδυλική στήλη».
Ο θρύλος που περιβάλλει αυτό το κεφάλαιο της βρετανικής ιστορίας συχνά κρύβει το τεράστιο μέγεθος όσων συνέβησαν εκείνους τους σκοτεινούς μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 1940 έως τον Μάιο του 1941, όταν περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατομμύρια άλλοι έμειναν άστεγοι σε πόλεις και χωριά σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο.
Τώρα ο σερ Στίβεν ΜακΚουίν βάζει και πάλι εκείνη την ιστορική περίοδο στο επίκεντρο. Το «Blitz» ακολουθεί τον εννιάχρονο Τζορτζ (Ελιοτ Χέφερναν) στην οδύσσειά του σε ένα βομβαρδισμένο Λονδίνο, καθώς ψάχνει να βρει τη μητέρα του Ρίτα (Σίρσα Ρόναν). Το ταξίδι του αυτό μας προσφέρει μια αψεγάδιαστη, εκπληκτική ματιά, τόσο στον τρόμο όσο και στον ανθρωπισμό του «blitz».
Η πραγματικότητα του «πνεύματος του blitz»
Σύμβουλος του ΜακΚούιν ήταν ο Τζόσουα Λεβίν, ιστορικός και συγγραφέας του «The Secret History of the Blitz». Λέει στο BBC: «Στους ανθρώπους αρέσει να απλοποιούν το οδυνηρό παρελθόν για να το αποδέχονται. Το blitz εξυπηρέτησε τον σκοπό του για το βρετανικό έθνος εκείνη την εποχή. Επιλέχθηκε ως εργαλείο προπαγάνδας, αλλά και για να φέρει τους Αμερικανούς στο πλευρό της χώρας. Κυριάρχησε, λοιπόν, μια υπεραπλουστευμένη ιστορία του “πνεύματος του blitz”.
»Πιο πρόσφατα υπήρξε μια αντίδραση σε αυτό –“το πνεύμα του blitz ήταν η απόλυτη ανοησία, οι άνθρωποι δεν ένωσαν τις δυνάμεις τους, ήταν σοκαριστικό και όλοι συμπεριφέρονταν άσχημα”– και σίγουρα κανείς δεν θα εκπλαγεί αν τίποτε από αυτά δεν είναι απολύτως αληθινό. Σίγουρα υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας, όμως τα πράγματα είχαν πολύ περισσότερες αποχρώσεις, ήταν πολύ πιο περίπλοκα και πολύ πιο ενδιαφέροντα» εξηγεί.
Ο βρετανός ιστορικός παρατηρεί ακόμη ότι «ο Στιβ ΜακΚούιν είναι εικαστικός καλλιτέχνης, αλλά ήθελε πολύ να κάνει μια ταινία που να είναι σωστή και να δείχνει σωστή. Είναι μεγάλη πρόκληση να κάνεις μια ταινία τόσο εξαιρετική τη στιγμή που προσπαθείς να έχει ακριβείς πληροφορίες, και το έκανε».
Ωστόσο, παρά την έμφαση που δίνει στην ακρίβεια, ο πολυσχιδής καλλιτέχνης (ο ΜακΚουίν είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτης, καθώς επίσης γλύπτης και φωτογράφος) δεν βλέπει την ταινία του ως συνειδητή προσπάθεια να διορθώσει το ιστορικό αρχείο. «Δεν με ενδιαφέρει να διορθώσω τίποτα» είπε στο BBC στη διάρκεια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου. «Είμαι καλλιτέχνης, μου αρέσει να δουλεύω πάνω σε πράγματα που σημαίνουν κάτι για μένα. Το πολύ ενδιαφέρον για μένα σε αυτό το φιλμ είναι ότι αφορά μια οικογένεια της εργατικής τάξης. Είναι ένα οικογενειακό δράμα και ταυτόχρονα ένα ιστορικό έπος».
Εστιάζοντας στις κοινότητες του Ανατολικού Λονδίνου, που υπέστησαν το μεγαλύτερο βάρος της εναέριας επίθεσης του Χίτλερ, ο Μακ Κουίν αποφεύγει τις μεγάλες στρατιωτικές και πολιτικές προσωπικότητες, που συχνά τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας στις βρετανικές πολεμικές ταινίες. Η Ρίτα μεγαλώνει μόνη το παιδί της. Την ημέρα εργάζεται σε εργοστάσιο πυρομαχικών και τη νύχτα είναι εθελόντρια σε ένα καταφύγιο που διευθύνει ο Μίκι Ντέιβις (Λι Γκιλ), πραγματικό πρόσωπο και γνωστή φιγούρα της εποχής.
Ο Ντέιβις, γνωστός στοργικά ως «Mickey the Midget» (Μίκι ο Νάνος), ήταν ένας πάρα πολύ κοντός άνδρας, εξαιτίας ελαττώματος στη σπονδυλική στήλη, αλλά ένας πραγματικός γίγαντας για την κοινότητα, ένας ήρωας της εποχής των βομβαρδισμών. Ηταν οπτικός στο επάγγελμα και αντιδήμαρχος του Στέπνεϊ στο Ιστ Εντ του Λονδίνου, ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση και τη διοίκηση ενός καταφυγίου στο υπόγειο του Spitalfields Fruit & Wool Exchange. Ο Μίκι και η σύζυγός του Ντόρις έμεναν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα του κτιρίου, που στέγαζε την πανίσχυρη λονδρέζικη λαχαναγορά.
Ενώ η κυβέρνηση του Τσόρτσιλ είναι ανίκανη να πάρει αποφάσεις για την παροχή καταφυγίων, αναλαμβάνουν αυτοί να οργανώσουν την τοπική κοινότητα, να παρέμβουν ώστε να στηρίξουν ο ένας τον άλλον, παρατηρεί στο άρθρο του στο BBC ο Μαρκ Αλισον.
«Βασικά, με ενδιαφέρει το πώς μπορεί να λάμψει η αγάπη σε αυτές τις συγκεκριμένες στιγμές. Είναι μια ταινία για την Α-Γ-Α-Π-Η. Είναι το μόνο πράγμα για το οποίο αξίζει να ζεις και το μόνο για το οποίο αξίζει να πεθάνεις» τονίζει ο ΜακΚούιν. «Οσο κι αν πολεμάμε τους εχθρούς και τους εαυτούς μας, η αγάπη είναι αυτό που τα υποστηρίζει όλα αυτά».
Αυτή η έμφαση στην κοινοτική αλληλεγγύη θυμίζει πολεμικά δράματα όπως το «Millions Like Us» (1943) των Σίντνεϊ Γκίλιατ και Φρανκ Λόντερ, για τη συμβολή των γυναικών στην πολεμική προσπάθεια. Αναγνωρίστηκε εκείνη την εποχή ότι οι προσπάθειες και οι θυσίες της εργατικής τάξης καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έπρεπε να ανταμειφθούν με μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, κάτι που οδήγησε το 1942 στην Εκθεση του Μπέβεριτζ για την αποκατάσταση των κοινωνικών ανισοτήτων και στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της μεταπολεμικής κυβέρνησης των Εργατικών, που έθεσε τις βάσεις του διευρυμένου κράτους πρόνοιας καθολικής κάλυψης.
Τονίζοντας τις αλήθειες
Ο Στιβ ΜακΚουίν υπερασπίζεται την ανθρώπινη γενναιοδωρία που γεννιέται όταν πέφτουν βόμβες, χωρίς ωστόσο να αποκρύπτει κάποιες πιο σκοτεινές αλήθειες. Ο Στίβεν Γκρέιαμ και η Κάθι Μπερκ υποδύονται, αντίστοιχα, τον Αλμπερτ και την Μπέριλ, ένα ζευγάρι εκβιαστών που διευθύνει μια επιχείρηση κλοπής τιμαλφών από βομβαρδισμένα σημεία. Η έκταση της διαφθοράς τους έρχεται σε αντίθεση με το στερεότυπο των θρασύδειλων μαυραγοριτών που απεικονίζονται στην κωμική σειρά του BBC1 «Dad’s Army» ή στην ταινία «Μάγισσες και Σκουπόξυλα» (1971).
(Δείτε το trailer του «Hunger» με το οποίο μας συστήθηκε ο Στιβ ΜακΚουίν)
Αλλά δεν ήταν μόνο η εγκληματικότητα που απείλησε τη συναίνεση τον καιρό του πολέμου. Ο ΜακΚούιν διερευνά επίσης τους βαθύτερους κοινωνικούς διαχωρισμούς της εποχής. Ο Τζορτζ, ο νεαρός πρωταγωνιστής, είναι μιγάς και η οπτική γωνία του προσφέρει μια εικόνα για τις προκαταλήψεις και τις απόψεις του ιμπεριαλιστικού Ηνωμένου Βασιλείου. Στην πορεία, τη φροντίδα του αναλαμβάνει ο Ιφε, ένας νιγηριανός πολιτοφύλακας αεροπορικών επιδρομών – ρόλος βασισμένος σε πραγματικό πρόσωπο, τον Ιτα Εκπένιον, νιγηριανό δάσκαλο που πήγε στο Λονδίνο να σπουδάσει Νομικά.
Οταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εκπένιον ήταν πολύ μεγάλος για να καταταγεί στον στρατό, μπήκε λοιπόν στην ομάδα πολιτοφυλακής της αεροπορίας, ARP, και ήταν ο μόνος μαύρος φρουρός. Οι εμπειρίες του, δε, για την καταπολέμηση της ξενοφοβίας σε αντιαεροπορικά καταφύγια είχαν προβληθεί στο ντοκιμαντέρ «Blitz Spirit with Lucy Worsley» (2021) του BBC. Α
πό αυτή την άποψη, παρατηρεί ο Αλισον στο BBC, το «Blitz» λειτουργεί ως προέκταση των πέντε ταινιών «Small Axe» (2020), μια συμπαραγωγή των BBC και Amazon Studios που περιγράφει τις εμπειρίες μαύρων Βρετανών από τη δεκαετία του 1960 έως εκείνη του 1980.
Να σημειωθεί ότι ο Στιβ ΜακΚουίν, βρετανός video artist με καταγωγή από τη Γρανάδα, γεννημένος το 1969, που έχτισε το όνομά του στο σινεμά με τολμηρές ιστορικο-πολιτικές ταινίες όπως το «Hunger», με το οποίο μας συστήθηκε το 2008, είναι ο πρώτος μαύρος σκηνοθέτης που κέρδισε ποτέ Οσκαρ καλύτερης ταινίας – με το «12 Χρόνια Σκλάβος» του 2013. (Δείτε το trailer)
Αυτή η αλλαγή οπτικής που προσφέρει το «Blitz» αποκλίνει από τις τυπικές απεικονίσεις της Βρετανίας του 1940. «Είναι ταινίες με αφεντικά, όπως η κωμωδία “Διαβατήριο για το Πίμλικο” (1949), είναι υπέροχες ταινίες, αλλά δεν έχω δει ποτέ αυτό το παιδί σε καμία από αυτές τις ταινίες» λέει στο BBC ο ηθοποιός Στίβεν Γκρέιαμ. «Δεν έχω δει ποτέ παιδί μεικτής φυλής σε πολεμική ταινία που διαδραματίζεται την περίοδο του blitz».
Πράγματι, το γεγονός ότι η Βρετανία εν καιρώ πολέμου, και συγκεκριμένα το Λονδίνο, ήταν η μητρόπολη μιας τεράστιας, παγκόσμιας αυτοκρατορίας συχνά απουσιάζει από τις σύγχρονες συζητήσεις για τον Β’ ΠΠ, υπογραμμίζει ο Μαρκ Αλισον στην κριτική του στο BBC για το «Blitz». Δεν υπάρχει τίποτα το αναχρονιστικό στο ποικιλόμορφο όραμα του ΜακΚούιν για το Λονδίνο εκείνης της περιόδου, αλλά ούτε και είναι κάτι εντελώς πρωτοφανές, παρατηρεί ο βρετανός δημοσιογράφος.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου η κυβερνητική προπαγάνδα τόνιζε με χαρά ότι η Βρετανία είχε συμμάχους στον αγώνα. Ταινίες όπως οι μικρού μήκους «From the Four Corners» (1941) και «West Indies Calling» (1943) παρουσίαζαν τη συμβολή ανδρών και γυναικών που είχαν έρθει στο Ηνωμένο Βασίλειο από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά τον πόλεμο, αποκρύφτηκε, ελαχιστοποιήθηκε ή παραποιήθηκε η συμμετοχή των μη λευκών στον αγώνα κατά των Ναζί.
Οπως γράφει ο κριτικός κινηματογράφου Ρέιμοντ Ντάργκαντ στο βιβλίο του «A Mirror for England: British Movies from Austerity to Affluence» του 1970 («Ενας καθρέφτης για την Αγγλία: Βρετανικές ταινίες, από τη λιτότητα στην ευημερία»), «εξαιτίας του πολέμου ενάντια στον ναζισμό, μπήκαν για λίγο στην άκρη οι φυλετικές προκαταλήψεις».
«Κατ’αρχάς, υπήρχαν θύλακες του Λονδίνου που ήταν πάντα διαφορετικοί, ιδιαίτερα γύρω από τις αποβάθρες, όπου υπήρχαν μαύρα nightclub, όπως ακριβώς απεικονίζονται στην ταινία, και η Τσαϊνατάουν ήταν στο Λαϊμχάουζ εκείνη την περίοδο» λέει ο ιστορικός Τζόσουα Λεβίν. «Επειτα, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έρχονταν άνθρωποι από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας για να βοηθήσουν. Υπάρχει η λαμπρή ιστορία του Μπίλι Στράτσαν, αεροπόρου από την Τζαμάικα, ο οποίος πούλησε το σαξόφωνο και το ποδήλατό του για να έρθει εδώ και να γίνει μέλος της RAF. Επιπλέον, υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες από την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη. Για παράδειγμα, συνοικίες του Τσίσγουικ στο Δυτικό Λονδίνο έγιναν ξαφνικά βελγικές».
Εκείνη την εποχή «το Λονδίνο δεν ήταν η διεθνής μεγαλούπολη που έγινε αργότερα. Από την άλλη, πάλι, υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ποικιλομορφία από όση του έχουμε αποδώσει ποτέ, οπότε νομίζω ότι αυτή η απεικόνιση είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα και καθυστερημένη» εξηγεί ο βρετανός ιστορικός.
Εστιάζοντας σε χαρακτήρες και ιστορίες που συχνά έχουν αγνοηθεί, το «Blitz» περνάει στα γρήγορα δεκαετίες μεταπολεμικής νοσταλγίας, για να ζωντανέψει την ανθρώπινη εμπειρία του ναζιστικού βομβαρδισμού. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία ασχολείται απλώς με την κατάρριψη μύθων ή την απομυθοποίηση της πατριωτικής αφήγησης του πνεύματος του blitz, σημειώνει ο Μαρκ Αλισον στο BBC.
Αντίθετα, ο Στιβ ΜακΚούιν σκάβει βαθιά κάτω από τα κλισέ για να βρει το πραγματικό εύρος και την πολυπλοκότητα της ζωής στη διάρκεια του blitz, αποτυπώνοντας τόσο την εχθρότητα που χώριζε τους ανθρώπους όσο και την αγάπη που τους έφερνε κοντά.
«Αμέσως μετά τον πόλεμο ακούστηκαν οι πιο δυνατές φωνές και επικράτησε η επίσημη άποψη: “Η Βρετανία μπορεί να το αντέξει”. Χαρούμενοι πυροσβέστες, όλοι έπαιζαν με τη φωτιά, κουνώντας τις γροθιές τους στον αιμοσταγή Αδόλφο. Και μετά αυτό αμφισβητήθηκε, και σε ορισμένους κύκλους υπήρχε η τάση να πιστεύουν ότι όλα ήταν τρομερά» λέει ο Λεβίν.
«Τώρα, ένα πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να έχουμε μια ευρύτερη άποψη συνολικά. Μπορούμε να δεχτούμε πως ήταν μια εποχή σχεδόν αφάνταστης έντασης και ότι οι άνθρωποι έκαναν πράγματα που δεν είχαν κάνει ποτέ προηγουμένως. Συμπεριφέρθηκαν υπέροχα, συμπεριφέρθηκαν σοκαριστικά άσχημα, και πάρα πολλοί –πρέπει να το θυμόμαστε αυτό– δεν επιβίωσαν εκείνη την περίοδο. Ολα αυτά τα πράγματα μπορούν να είναι αληθινά ταυτόχρονα. Το blitz ήταν ένα πράγμα μπερδεμένο και δύσκολο να το αντιμετωπίσει κανείς. Νομίζω πως τώρα ίσως είμαστε σε ένα σημείο που μπορούμε να αποδεχτούμε τη δυσκολία».