Οι New York Times για κάποιον που έσωσε η τύχη του κι ένας εχθρός του / Η Repubblica για έναν ζωολόγο μας έμαθε πολλά / To BBC για ένα δίλημμα ζωής ή θανάτου / Και (ξανά) το BBC…

New York Times

Ιστορία/ Το ασύλληπτο σχέδιο δολοφονίας του Αραφάτ

«Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το Ισραήλ προγραμμάτισε αρκετές επιθέσεις εναντίον πολιτικών αεροσκαφών με σκοπό να σκοτώσει τον Γιασέρ Αραφάτ». Ο ισχυρισμός ανήκει στον ισραηλινό δημοσιογράφο Ρονέν Μπέργκμαν και διατυπώνεται σε ένα βιβλίο, το συγκλονιστικό περιεχόμενο του οποίου μεταφέρουν οι New York Times.

Τουλάχιστον πέντε φορές μεταξύ του Νοεμβρίου 1982 και του Ιανουαρίου 1983,  λέει ο Μπέργκμαν, τέσσερα μαχητικά αεροσκάφη του εβραϊκού κράτους θα απογειωθούν με την εντολή να καταρρίψουν αεροπλάνα στα οποία υπέθεταν ότι βρισκόταν ο παλαιστίνιος ηγέτης, αλλά κάθε φορά η εντολή  ακυρώθηκε. Σε μια περίπτωση, το αεροπλάνο μετέφερε -από την Αθήνα!- τριάντα παιδιά, τραυματίες από τη σφαγή της Σάμπρα και της Σατίλα, και η εντολή να το καταρρίψουν προερχόταν από τον Αριέλ Σαρόν, τότε υπουργό Άμυνας και μετέπειτα πρωθυπουργό.

Η αφορμή για την επιχείρηση δόθηκε από μια τρομοκρατική επίθεση των Παλαιστινίων στη Ναχαρίγια και το θάνατο δύο παιδιών, που είχε σοκάρει το Ισραήλ. Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Σαρόν και το δεξί του χέρι, Ραφαέλ Εϊτάν, ήθελαν να βομβαρδίσουν το στάδιο στη Βηρυτό, όπου ολόκληρη η ηγεσία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης προετοιμαζόταν να γιορτάσει την επέτειο της πρώτης στρατιωτικής της ενέργειας  κατά του Ισραήλ, αλλά ένας αξιωματικός κατάφερε να αποτρέψει την τελευταία στιγμή  τον πρωθυπουργό Μεναχίμ Μπέγκιν: «Ολος ο κόσμος θα στραφεί εναντίον μας» του είπε.

Ο Σαρόν, γράφει ο Μπέργκμαν, ήθελε μια κλιμάκωση που θα οδηγούσε στη μαζική απέλαση των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης στην Ιορδανία και ο θάνατος του Αραφάτ ήταν ένα κεντρικό στοιχείο του σχεδίου. «Τον έσωσαν δύο πράγματα: η τεράστια τύχη του και εγώ», δήλωσε ο Ούζι Νταγιάν, επικεφαλής της Task Force με το όνομα «Παστά Ψάρια».

Ακόμη κι έτσι γράφεται η ιστορία.

Φωτό: Ο Αραφάτ σε γκραφίτι στη Λωρίδα της Γάζας. Πηγή: EPA/MOHAMMED SABER

La Repubblica (εντυπη έκδοση)

Επέτειος/ «Τότε κι εμείς είμαστε μεγάλα ζώα»

Ο Ντέσμοντ Μόρις έχει διπλά γενέθλια. Αφενός, ο φημισμένος ζωολόγος γίνεται φέτος 90 ετών. Και αφετέρου, ο «Γυμνός Πίθηκος», το βιβλίο του που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και μπορεί να διαβάσει κανείς στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος, έκλεισε μισό αιώνα ζωής.

Με αφορμή αυτήν την διπλή επέτειο, ο Μόρις έγραψε ένα σημείωμα για την επανέκδοση του βιβλίου στα ιταλικά. Δεν πιστεύει, λέει στο απόσπασμα που  αναδημοσιεύει η Repubblica, ότι πέρασαν πενήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του «Γυμνού Πιθήκου». Αλλά ακόμη περισσότερο δεν πιστεύει ότι ο ίδιος είναι ακόμη ζωντανός και ότι μπορεί να γιορτάζει αυτήν την επέτειο. Αλλά τι είχε για τον ίδιο εκείνο το βιβλίο για να προκαλέσει τόσο θόρυβο στην εποχή του;

«Για μένα, απαντά, δεν είχε τίποτε απολύτως. Αυτό που έκανα δεν ήταν τίποτε άλλο από το να πω την αλήθεια για τα ανθρώπινα όντα έτσι όπως την αντιλαμβανόμουν. Καθώς ως ζωολόγος είχα περάσει πολλά χρόνια μελετώντας τη συμπεριφορά των άλλων ζώων, δεν μπορούσα παρά να ασχοληθώ με εκείνο το ασυνήθιστο είδος θηλαστικού που είναι ο Homo Sapiens».

Κάπως έτσι αποφάσισε να επικεντρωθεί σε εκείνα τα στοιχεία της συμπεριφοράς μας που είναι κοινά με αυτά άλλων ζώων. Και κάπως έτσι, κάποιοι είπαν ότι θα συνιστούσε κατάπτωση για τον άνθρωπο να μιλάει κάποιος για αυτόν σαν να είναι ζώο. «Για μένα συνέβαινε το αντίθετο: εξύψωνα το ανθρώπινο ζώο στο επίπεδο των ζώων που τόσο εκτιμούσα» συνεχίζει ακάθεκτος ο Μόρις. «Είχα μεγαλώσει στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Και δεν καταλάβαινα πώς οι άνθρωποι μπορούσαν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, στις εκθέσεις του σχολείου τους περιέγραφα ως πιθήκους με άρρωστο μυαλό».

Για να διαφύγει από τον τρόμο του λεγόμενου πολιτισμού έστρεψε την προσοχή του στα ζώα. Βάτραχοι, φίδια και αλεπούδες του φαίνονταν πιο ενδιαφέροντα όντα από εκείνο το ον με τα όπλα και τις βόμβες. Ο πόλεμος τον έκανε ζωολόγο. Και πέρασαν πολλά χρόνια για να πιστέψει ότι και ο άνθρωπος είχε κάποια στοιχεία που άξιζε να μελετηθούν.

«Όταν δεν βασανίζει, δεν σφάζει, δεν τρομάζει ο ένας τον άλλον, ο άνθρωπος είναι σχεδόν συγκινητικός. Είναι μοναδικό ον από την άποψη της σεξουαλικής συμπεριφοράς, από τον τρόπο που μεγαλώνει τα μικρά του, αλλά και εκείνον που μηχανεύεται παιχνίδια.  Κι αυτό με έκανε να αρχίσω να συμπαθώ το ανθρώπινο είδος. Εξάλλου, από τις πρώτες μου έρευνες στα ψάρια, είχα περάσει στα πουλιά και μετά στα θηλαστικά, μέχρι που έφτασα στους χιμπατζήδες. Το επόμενο βήμα δεν μπορούσε παρά να είναι ο άνθρωπος».

Όταν κυκλοφόρησε ο «Γυμνός πίθηκος» το 1967, ο Μόρις δέχθηκε επίθεση από τρία μέτωπα: τους ακαδημαϊκούς γενικά, τους ανθρωπολόγους ειδικά και την Εκκλησία. Κι αυτός είναι ο μνημειώδης διάλογος που είχε με  στην τηλεόραση με έναν επίσκοπο: «Εχουν οι άνθρωποι ψυχή;» τον ρώτησε ο επίσκοπος. «Εχουν ψυχή οι χιμπατζήδες;» αντιγύρισε ο ζωολόγος. Ο επίσκοπος το σκέφτηκε: εάν έλεγε «ναι», θα εξόργιζε τους πιο συντηρητικούς από τους υποστηρικτές του, ένα «όχι» θα θύμωνε στο ποίμνιό του εκείνους που αγαπούν τα ζώα. «Η ψυχή τους είναι μικρή» απάντησε τελικά. «Τότε κι εμείς είμαστε μεγάλα ζώα».

Φωτό: Πηγή: alchetron.com

BBC

Θανάσιμες ασθένειες/ Να ξέρει κανείς ή να μην ξέρει;

Εάν θα μπορούσε κάποιος να μάθει ποιο θα είναι το μέλλον του, θα ήθελε να το γνώριζε; Ακόμη κι όταν, όπως στην περίπτωση της Τζάκι Χάρισον, αυτό σημαίνει ότι θα γνωρίζει ότι έχει 50% πιθανότητα να προσβληθεί από μια θανάσιμη ασθένεια; Εκείνη που σκότωσε τη μητέρα της, τον θείο και τον παππού της;

«Δεν περνά ούτε μια μέρα που να μην αναρωτιέται η Τζάκι αν έχει κληρονομήσει το γονίδιο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη της νόσου του Χάντιγκτον», γράφει το BBC. Πρόκειται για μια νευροεκφυλιστική ασθένεια που επηρεάζει τον συντονισμό των μυών και οδηγεί σε γνωστική εξασθένηση και ψυχολογικά προβλήματα, χωρίς καμία πιθανότητα ίασης.

Η Τζάκι είναι 51 ετών και ζει στο Μπριγκχάουζ, μια μικρή βιομηχανική πόλη στο Ουέστ Γιορκσάιρ, με τον σύντροφό της και τον μικρότερο αδελφό της. Όταν ήταν 12 ετών, η μητέρα της, Τζιν, δασκάλα στο επάγγελμα, πέθανε από την ασθένεια αυτή στην ηλικία των 48 ετών. Ο πατέρας της ανέθεσε στη γιαγιά της, την 78χρονη Έντιθ,  να την μεγαλώσει, η οποία είχε ήδη χάσει τον σύζυγό της από τη νόσο του Χάντιγκτον.

«Δεν είχα μια φυσιολογική ζωή, μου είχαν αφαιρεθεί τα πάντα. Δεν ξέρω τι σημαίνει να έχεις μια μητέρα και έναν πατέρα, τι σημαίνει να έχεις σταθερότητα», λέει, υπενθυμίζοντας τις δυσκολίες συντήρησης ενός σπιτιού, των σπουδών της, και του  αδελφού της, Μάρκ, ο οποίος σύντομα αρρώστησε. «Ήμουν βοηθός πλήρους απασχόλησης, από το να τον πηγαίνω στο μπάνιο έως στην οργάνωση των οικονομικών».

Η Τζάκι δεν θέλησε ποτέ να κάνει το τεστ Χάντιγκτον: «Αν προκύψει ένα θετικό αποτέλεσμα, θα ήταν σαν να έχω καταδικαστεί με μια θανατική ποινή. Θα ήθελα να πηδήξω από το λεωφορείο; Δεν ξέρω».

Φωτό: Ζουν ανάμεσά μας. Πηγή: Shutterstock

BBC

Ανταλλαγές/ Τη λύση την έδωσαν τα παιδιά

Θα μπορούσε να είναι σενάριο από κινηματογραφική ταινία του Μπόλιγουντ. Δύο παιδιά, γεννημένα λίγα λεπτά το ένα από το άλλο, αλλά από πολύ διαφορετικό υπόβαθρο – το ένα από μία ινδουιστική οικογένεια και το άλλο από μουσουλμανική – ανταλλάσσονται στις βρεφικές κούνιες. Επειτα από μια μακρά μάχη με τις αρχές, το DNA επιβεβαιώνει το λάθος. Αλλά οι μικροί Τζονάιτ και Ριάιαν αρνούνται να αφήσουν τους γονείς που τους δόθηκαν.

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν να κάνουν οι γονείς μετά την αποκάλυψη του λάθους ήταν να το διορθώσουν αμέσως ανταλλάσσοντας τα παιδιά τους ώστε να πάρει η κάθε μία το βιολογικό της. Τελικά, όμως, η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο. Κι εκεί, ενώπιον του δικαστή, τα παιδιά αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τους γονείς με τους οποίους μεγάλωναν: «Εκλαιγαν και ο δικαστής είπε ότι έτσι θα τα βλάπταμε, διότι ήταν πολύ μικρά για να καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Στη συνέχεια ρώτησε αν οι θρησκευτικές διαφορές θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόβλημα. Όλοι συμφωνήσαμε: “Ένα παιδί είναι ένα παιδί, ένα δώρο, όχι ινδουιστής ή μουσουλμάνος. Όταν μεγαλώσουν, μπορούν να επιλέξουν μόνοι τους πού και με ποιον θα ζουν” ».

Προς το παρόν, γράφει το BBC, οι οικογένειες συναντώνται συχνά για να «γίνουν μέρος της ζωής των βιολογικών παιδιών τους». Και καλά κάνουν – έχουν μάθει ήδη τόσα από εκείνα.

Φωτό: Σημασία έχει ποιος σε μεγαλώνει. Πηγή: BBC