Αν και έχουν περάσει δεκαετίες από την εποχή που οι φωτογραφίες του Γιώργου Δεληκάρη με την πράσινη φανέλα, του Μίμη Δομάζου και του Τάσου Μητρόπουλου με την κιτρινόμαυρη, ή του Ντούσαν Μπάγεβιτς με την ερυθρόλευκη φόρμα, μπορούσαν να «σοκάρουν» τους φιλάθλους, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Η εικόνα του Στέφανου -«Κλάους»- Αθανασιάδη με άλλη αθλητική περιβολή πλην της ασπρόμαυρης (με την οποία πιστεύαμε ότι… γεννήθηκε), «βγάζει μάτι». Οσο κυνικά επαγγελματικό κι αν έχει γίνει το ποδόσφαιρο, οι ΠΑΟΚτσήδες δυσκολεύονται να συνηθίσουν τα νέα χρώματα του 29χρονου φορ. Κι ας φόρεσε τα πράσινα της Μακάμπι Χάιφα – και όχι του Παναθηναϊκού (όπως, κάποτε, ο Σαλπιγγίδης).
Ο Κλάους ήταν ΠΑΟΚ από πάντα. Από οκτώ ετών παιδάκι, το 1996. Στον πολύ κόσμο συστήθηκε το 2006-2007 που αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στη δεύτερη ομάδα του συλλόγου, ως επαγγελματίας πλέον. Εάν ο Φερνάντο Σάντος δεν τον είχε στείλει δανεικό στον Πανσερραΐκό για μία σεζόν (2009-2010), θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας ένα παλιό ανέκδοτο των γηπέδων: «Τι δεν έχει δει ένα παιδί 11 ετών; Τον Αθανασιάδη με χρωματιστή φανέλα». Αν δεν ήταν ασπρόμαυρος, θα ήταν κατάλευκος ή κατάμαυρος.
Το ίδιο και στις καρδιές των οπαδών του ΠΑΟΚ. Από την εποχή που καθιερώθηκε ως ο βασικός επιθετικός της ομάδας, το 2011-2012, κανένας άλλος ποδοσφαιριστής στην Τούμπα δεν αγαπήθηκε τόσο και -ταυτοχρόνως- δεν μισήθηκε τόσο, όσο εκείνος. Ιδίως όταν άρχισε να «τα βάζει» στον Ολυμπιακό, ο Κλάους έγινε ο «ήρωας» της πόλης. Το δικό του όνομα υπέγραφε, πρώτο, κάθε θρίαμβο. Ακόμη κι αν ο ίδιος δεν είχε σκοράρει. Αλλά και στις αποτυχίες, ήταν ο πρώτος που έφταιγε. Για τις ευκαιρίες που είχε χάσει, για τα γκολ που θα πετύχαινε «αν δεν είχε το μυαλό του στα ξενύχτια και στα τατού» – κι ας είχε τον ΠΑΟΚ ανεξίτηλα χαραγμένο στο κορμί του.
Σπανίως περνούσε απαρατήρητος. Για τον Αθανασιάδη, κάθε ματς στην Τούμπα ήταν μία αποθέωση ή ένα ανελέητο «κράξιμο». Αυτή η διαρκής εναλλαγή των πιο ακραίων συναισθημάτων υποδήλωνε τον μεγάλο έρωτα των οπαδών για τον παίκτη. Αλλά, ήταν και το σκηνικό που ταίριαζε στην αντιφατική του καριέρα. Ο Κλάους είχε το θεϊκό χάρισμα του μεγάλου γκολτζή -ένα του άγγιγμα στην μπάλα αρκούσε για να τη στείλει στα αντίπαλα δίχτυα-, όμως ποτέ δεν δούλεψε για να το καλλιεργήσει. Το όνειρό του ήταν να παίξει στον ΠΑΟΚ. Επαιξε, κι αυτό του έφτανε. Το έλλειμμα φιλοδοξίας υπήρξε η οροφή του ταλέντου του.
Φταίει και ο ΠΑΟΚ, γιατί ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τον πιο εξελίξιμο ποδοσφαιριστή που κατάφερε να παράγει στις ακαδημίες του τα τελευταία χρόνια. Απ’ όλους τους προπονητές που πέρασαν από την Τούμπα, μόνον ο Λάζλο Μπόλονι προσπάθησε -με μέθοδο και υπομονή- να διορθώσει τις αδυναμίες του Κλάους. Ολοι οι υπόλοιποι, όπως και οι εκάστοτε διοικήσεις, ήθελαν, απλώς, να τα πηγαίνουν καλά με το καμάρι της εξέδρας.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αθανασιάδη άρχισε τον Φεβρουάριο του 2016, όταν ο Λούμπος Μίχελ διαδέχθηκε τον Φρανκ Αρνεσεν στη θέση του αθλητικού διευθυντή του ΠΑΟΚ. Λίγο πριν μπούμε στη σεζόν 2016-2017, ο σλοβάκος πρώην διαιτητής -που ουδέποτε τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση- τον… συμβούλευσε να βρει κάποια άλλη ομάδα για να συνεχίσει την καριέρα του. Εκείνη την εποχή, ο ποδοσφαιριστής είχε και τα δικά του, οικογενειακά προβλήματα.
Στο ματς με τον Αγιαξ στην Τούμπα, τον περασμένο Αύγουστο, ο Αθανασιάδης πέτυχε γκολ, όμως έχασε άλλα δύο -που «δεν χάνονται»- και την ευκαιρία να χαρίσει την πρόκριση στην ομάδα του. Η γκρίνια των οπαδών έγινε οργή, όταν -την επομένη του αγώνα- ο φωτογραφικός φακός τον συνέλαβε να πίνει και να καπνίζει σε παραλία της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Χαλκιδικής. Τα… πειστήρια του εγκλήματος δημοσιεύτηκαν παντού. Ανάμεσα σε αυτούς που «τα πήραν στο κρανίο» ήταν ο Ιβάν Σαββίδης, ο οποίος δυο χρόνια νωρίτερα του είχε προσφέρει νέο, τετραετές συμβόλαιο με ετήσιες αποδοχές 700.000 ευρώ.
Τον Οκτώβριο, ο Ιβάν γκρέμισε εντελώς την (όποια) αυτοπεποίθηση είχε απομείνει στον άλλοτε χαρισματικό γκολτζή, δηλώνοντας στο Δ.Σ. της ΠΑΕ: «Οταν μπορούσαμε να τον πουλήσουμε, εγώ έλεγα να τον κρατήσουμε γιατί μου αρέσει. Ηταν ένα στρατηγικό λάθος». Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, ο Κλάους έχασε οριστικώς την υποστήριξη του εργοδότη του. Την επομένη της ήττας του ΠΑΟΚ από τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη -και ενώ, στο μεταξύ, δεν είχε σκοράρει ούτε μία φορά στο Πρωτάθλημα- ξενύχτησε παρέα με τη σύντροφό του στο πάρτι γενεθλίων του Χάρη Σιανίδη. Γνωρίζοντας τον ΠΑΟΚ όσο λίγοι, έπρεπε να προβλέψει τις αντιδράσεις. Να μη δώσει δικαιώματα. Οταν μετακόμισε στο πατρικό του στη Χαλκιδική -για να αποφύγει τους νυχτερινούς πειρασμούς της Θεσσαλονίκης, σε μία ύστατη προσπάθεια να σώσει την καριέρα του- ήταν, ήδη, αργά.
Του αφαίρεσαν το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ολοκλήρωσε τη σεζόν με μόλις πέντε γκολ: τρία στην Ευρώπη και δύο στο Κύπελλο Ελλάδας. Οταν κατέφθασε στην Τούμπα ο Πρίγιοβιτς, οι εμφανίσεις του Κλάους έγιναν ακόμη πιο σπάνιες. Και ήταν, συνήθως, απογοητευτικές. Η χαριστική βολή ήρθε αυτό το καλοκαίρι. Ο ΠΑΟΚ ήταν πρόθυμος να τον παραχωρήσει σε σύλλογο του εξωτερικού, χωρίς κανένα οικονομικό αντάλλαγμα, ή να τον δώσει δανεικό σε ελληνική ομάδα. Ακόμη κι όταν ο Λουτσέσκου, που διαδέχτηκε τον Στανόγιεβιτς, ζήτησε να μη φύγει ο παίκτης, ο Αθανασιάδης δεν έπαψε να νοιώθει ανεπιθύμητος. Ξένος στο σπίτι στο οποίο έζησε 19 ολόκληρα χρόνια.
Ετσι πήρε την απόφαση να πει το «ναι» στους Ισραηλινούς. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ το ψυχανεμίστηκε, ότι ο πρώτος αγώνας με την Εστερσουντ θα ήταν το τελευταίο του παιχνίδι με τον δικέφαλο αετό στο μέρος της καρδιάς. Το standing ovation που του επιφύλαξε, ήταν για ‘κείνον το καλύτερο αποχαιρετιστήριο δώρο. Ηταν και μία «συγγνώμη», εκ μέρους των οπαδών, για τον κανιβαλισμό που ο Κλάους αντιμετώπισε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Από την εξέδρα, αλλά και -κυρίως- από τα αθλητικά ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης.
Το «αντίο» του ποδοσφαιριστή, με ένα μήνυμα στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram, ήταν συγκινητικό. Εγραψε, μεταξύ άλλων: «Πώς μπορείς να αποχαιρετίσεις τη ζωή σου; Δεν υπάρχουν λόγια να το κάνω. Δεν υπάρχουν λόγια να σας ευχαριστήσω για όλα… Συγγνώμη για ό,τι δεν έκανα καλά, να ξέρετε όμως ότι ποτέ δεν σταμάτησα να ονειρεύομαι να δίνω γκολ και νίκες στον ΠΑΟΚ… Είναι μια δύσκολη στιγμή για μένα να επιστρέφω στη θέση του απλού οπαδού του ΠΑΟΚ, από εκείνη του αρχηγού, αλλά όλα γίνονται για κάποιον λόγο… Εις το επανιδείν!».
Εφυγε με 106 γκολ και 36 ασίστ σε 295 συμμετοχές. Το πιο σοκαριστικό είναι πως ο ΠΑΟΚ δεν ζήτησε ούτε ένα ευρώ για να τον παραχωρήσει. Δεν τον πούλησε. Τον χάρισε, κρατώντας μόνον το 40% των δικαιωμάτων του (για την περίπτωση που η Χάιφα τον δώσει, στο μέλλον, σε κάποιον άλλο σύλλογο). Ξεφορτώθηκε ένα κεφάλαιο της ιστορίας του, όπως πετάμε κάτι άχρηστο που μας πιάνει τον τόπο.