Ο Σπρίνγκστιν σε πρόσφατη συναυλία στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης. Σχεδόν εβδομήντα ετών, αλλά μπορεί ακόμα να χοροπηδάει -επί τέσσερις συνεχόμενες ώρες- επάνω στη σκηνή | Photo by Jamie McCarthy/Getty Images
Επικαιρότητα

Το «Αφεντικό» έγινε 67 ετών – έχει γενέθλια και νέο δίσκο

Χοροπηδάει και τραγουδάει στη σκηνή για τρεις και τέσσερις ώρες, κυκλοφορεί το ένα άλμπουμ μετά το άλλο. Το «Αφεντικό» γιορτάζει τώρα τα 67α γενέθλιά του και κερνάει τούρτα από βινύλιο και CD. Το «Chapter and Verse» αποτελεί το νέο (συνοδευτικό) άλμπουμ για την αυτοβιογραφία του
Σπύρος Σεραφείμ

Την ημέρα που ο Μπρους πάτησε τα 67 χρόνια ζωής του έκανε ένα προσωπικό δώρο στον εαυτό του και σε όλους εμάς και κυκλοφόρησε τον νέο δίσκο «Chapter and Verse», με 18 τραγούδια. Ακριβώς τέσσερις μέρες μετά, στις 27 Σεπτεμβρίου, θα έρθει να κάνει σετ η αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Born To Run», από τις εκδόσεις Simon & Schuster.

Εκτός από τα πολύ γνωστά κομμάτια που έχουμε χορέψει ή μας γέμισαν μελαγχολία ή φιλοσοφήσαμε μαζί τους, θα έχει και πέντε που θα κυκλοφορήσουν για πρώτη φορά. Πρόκειται για ηχογραφήσεις που έγιναν προτού βγάλει το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το 1973 ή άλλοτε διασκευές – όπως το «You Can’t Judge A Book By The Cover» που έγραψε ο αφροαμερικανός μουσικός, συνθέτης, ενορχηστρωτής κ.λπ. Γουίλι Ντίξον και έκανε επιτυχία ο θρυλικός κιθαρίστας των μπλουζ Μπο Ντίντλεϊ. Επίσης, στο «Chapter and Verse» θα βρείτε το «Baby I που είχε ηχογραφήσει με το συγκρότημα Castiles και από ένα τραγούδι από τις πρώτες του μπάντες Στιλ Μιλ («He’s Guilty [The Judge Song]», αλλά και ως Μπρους Σπρίνγκστιν Μπαντ («Ballad of Jesse James»), όπως και το και το «Henry Boy» – μια ηχογράφηση του 1972. Διάολε, τότε γεννήθηκα.

Αλλά ας ακούσουμε τα βασικά σημεία του νέου «μωρού»…

Αυτή η δισκογραφική δουλειά αποτελεί το μουσικό απαύγασμα όχι μόνο των τελευταίων επτά χρόνων της ζωής του «Αφεντικού», ως το ροκ ρεζουμέ μιας άθλιας σχέσης που είχε με τον πατέρα του, ενώ τον συνέθλιβε, μέρα με τη μέρα, η κατάθλιψη. Την ίδια στιγμή αποτελεί άλλη μία εμβάπτιση σε αυτό που ο Μπρους Σπρίνγκστιν -Born To Run, μια ζωή- έμαθε να δίνει στους οπαδούς του σε όλον τον κόσμο. Ετσι, αυτά τα δεκαοκτώ «νέα» τραγούδια είναι λιγότερο άλλη μια συλλογή, ένα best off, αλλά περισσότερο η αποτύπωση του ταξιδιού που έκανε ο Σπρίνγκστιν ξεκινώντας από ένα άσημο αγόρι για να καταλήξει ένας σούπερ σταρ, περιγράφοντας τη δριμύτητα του περάσματος μιας ροκ ζωής.

O Μπρους Σπρίνγκστιν είδε την παρακμή του αμερικανικού ονείρου στα 70s. Αλλά τραγούδησε και για την ελπίδα (Getty Images/Ideal Images)

Στον νέο αυτό δίσκο υπάρχει ο καθαρός νεανικός ενθουσιασμός που βγαίνει μέσα από το «Baby I», ένα τραγούδι που γράφτηκε το 1966 και το γρατσούνισαν στα μουσικά τους όργανα οι Castiles, το εφηβικό γκαράζ συγκρότημα του Σπρίνγκστιν – με στοιχεία από Μπιτλς και Ρόλινγκ Στόουνς. Πλαισιωμένα με λόγια ενός αρσενικού που προσποιείται ότι δεν έγινε και τίποτε που ένα κορίτσι πολτοποίησε την καρδιά του και φωνητικά που θυμίζουν αδάμαστες κραυγές έρωτα.

Ενα άλλο «κόσμημα» εδώ είναι το «He’s Guilty (The Judge Song)» από το δεύτερο γκρουπάκι που σκάρωσε ο… «Αφεντικός», ένα τραγούδι με βαριά επίστρωση ροκ και παντελόνι μπλου τζιν από το 1970, με μια πενιά και μπούγκι από Creedence Clearwater Revival. Ηταν η εποχή που ο Σπρίνγκστιν άρχισε να βρίσκει τα (ροκ) πατήματά του.

Είναι προφανές ότι, επίσης, στο μισό μέρος του δίσκου προσπαθεί να βρει και τα πατήματα στη φωνή του. Και όλο αυτό μπερδεύεται γλυκά στο «Ballad of Jesse James» και στο «Growin’ Up», με ολόκληρα κομμάτια από καουμπόικα έπη, με μια δημώδη αφήγηση.

Κι αφού πιάσαμε τα… παραδοσιακά, είναι φανερό ότι ο Μπρους επηρεάστηκε από τον Τζάκσον Μπράουν, αμερικανό τραγουδιστή-τραγουδοποιό και μουσικό και τον Νιλ Γιανγκ, αντιμετωπίζοντάς τους μουσικά και ενσωματώνοντας μουσικά στοιχεία τους με απόλυτο ρισπέκτ. Το ύφος αλλάζει – μακριά, όμως, από εθνικοπατριωτικές κορώνες – στο «4th of July, Asbury Park», για τη σερβιτόρα Σάντι που έχασε την επιθυμία της για εκείνον, σαν μια άλλη εκδοχή του Μπομπ Ντίλαν, ως ένα γοητευτικό, ροκ υποκατάστατο.

Το «Born to Run», του 1975, σηματοδότησε ένα τεράστιο άλμα στην καριέρα του Μπρους, εκεί που, ξαφνικά, η φωνή του έγινε ηρωική, παθιασμένη και, το σημαντικότερο, δεν θύμιζε κάποιο άλλο ερμηνευτικό λαρύγγι. Κάτι που συνεχίστηκε με το «Badlands» του 1977. Ακριβώς τα ίδια και στην άλλη πλευρά του δίσκου με τα «The River», «Born in the USA» -το απίστευτο χιτ του 1984, εκεί όπου μπλέκεται η απελπισία του σκεπτόμενου αμερικανού πολίτη με την απογοήτευση των βετεράνων του Βιετνάμ- τραγούδι που είχε εκληφθεί λανθασμένα ως ένας πατριωτικός ύμνος από στήθους-καρδιάς και μεταδόθηκε άπειρες φορές από το MTV.

Προς το τέλος του άλμπουμ βγαίνει θλίψη που δεν είναι υφέρπουσα, αλλά ορατή. Ο λαϊκός θρήνος, του 1995, «The Ghost of Tom Joad» βάζει τους εξαθλιωμένους κεντροδυτικούς μετανάστες του Τζον Στάινμπεκ στα «Σταφύλια της οργής» σε ένα σύγχρονο περιβάλλον. Εκεί υπάρχει και το τσαμπουκαλεμένο «Wrecking Ball», του 2012, που αποτίει φόρο τιμής στο Στάδιο των Τζάιαντς του Νιου Τζέρσι το οποίο κατεδαφίστηκε το 2010 και συμβολίζει τη βιομηχανική παρακμή του κράτους.

Ο Μπρους είναι θυμωμένος μ’ αυτά που συμβαίνουν στη χώρα του, μ’ αυτά που περνάει ο κόσμος, την ανεργία, τις καταστροφές, τους άστεγους. Και με αυτόν τον δίσκο περιγράφει αλλά και ολοκληρώνει μια μουσική ιστορία, ως ένας μεγάλος μουσικός χρονικογράφος της ζωής της εργατικής τάξης η οποία δεν είναι απολύτως μαγευτική. Και όλα αυτά, ανήμερα των γενεθλίων του.

Να ‘σαι πάντα γερός, Αφεντικό…

Υ.Γ.: Το «Chapter and Verse» κυκλοφορεί σε CD και LP από τη Feelgood Records και περιέχει τους στίχους, καθώς και σπάνιες φωτογραφίες. Αν πρέπει να το αγοράσεις-κατεβάσεις; Το συζητάς;