O Ερντογάν με τον Σι Τζινπίνγκ στη Διάσκεψη για την Αλληλεπίδραση και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στην Ασία | Cem Oksuz/Turkish Presidential Press Office/Handout via REUTERS
Επικαιρότητα

Ανάλυση: Τι θέλει ο Ερντογάν και πηγαινοέρχεται στην Κίνα;

Ο τούρκος πρόεδρος συνάντησε για τρίτη φορά σε μικρό διάστημα τον κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ: η νέα επίσκεψή του στο Πεκίνο σχετίζεται αναμφίβολα με την κόντρα ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Αγκυρα (λόγω των S-400) αλλά οι λόγοι είναι κατά κύριο λόγο οικονομικοί.
Protagon Team

Παρότι είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον κινέζο ομόλογό του στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής των G20 που πραγματοποιήθηκε στην Οζάκα της Ιαπωνίας στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκε εκ νέου στην Ανατολική Ασία στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης  στην Κίνα. Αλλά ο Σι Τζιπίνγκ και ο πρόεδρος της Τουρκίας συναντήθηκαν και αντάλλαξαν τις απόψεις τους και στις 15 Ιουνίου, κατά τη συμμετοχή τους στη Διάσκεψη για την Αλληλεπίδραση και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στην Ασία (CICA). Αναπόφευκτα, οπότε, δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές από αμφότερες τις χώρες διερωτώνται γιατί οι δύο ηγέτες συναντιούνται ξανά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Λι Γουιτζιάν, συνεργάτης του Ινστιτούτου Μελετών Εξωτερικής Πολιτικής του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών της Σαγκάης και αντιπρόεδρος της Κινεζικής Ενωσης Μεσανατολικών Σπουδών. Σε κείμενό του,  στην αγγλόφωνη κρατική κινεζική εφημερίδα Global Times, υποστηρίζει πως η επίσκεψη του Ερντογάν στο Πεκίνο σχετίζεται αναμφίβολα με την κόντρα ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Αγκυρα (λόγω των S-400) αλλά θεωρεί πως οι λόγοι είναι κατά κύριο λόγο οικονομικοί.

Οσον αφορά τις εμπορικές εντάσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών στον πλανήτη, η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αναβάλει προσωρινά την επιβολή νέων δασμών στα κινεζικά προϊόντα, αναπτέρωσε τις ελπίδες όλων όσοι επιθυμούν την επίτευξη μιας περιεκτικής συμφωνίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τελείωσε ο μεταξύ τους εμπορικός πόλεμος. Εξετάζοντας τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, όλα δείχνουν πως δύσκολα θα βελτιωθούν στο προσεχές μέλλον. Την ίδια ώρα οι οικονομίες και της Κίνας και της Τουρκίας πλήττονται έμμεσα και από τις κυρώσεις που επέβαλε ο Λευκός Οίκος στην Τεχεράνη, δεδομένου ότι οι Τούρκοι και οι Κινέζοι συγκαταλέγονται μεταξύ των κύριων αγοραστών του πετρελαίου των Ιρανών.

Ερντογάν και Τραμπ στην Οζάκα: οι σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ είναι από καιρό τεταμένες (REUTERS/Kevin Lamarque)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ερντογάν πρέπει να αντιμετωπίσει τη σημαντική επιβράδυνση της τουρκικής οικονομίας, είναι πολύ πιθανό να μετέβη στην Κίνα για να πληροφορηθεί σχετικά με τους τρόπους μετρίασης του αρνητικού αντίκτυπου των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν. Ταυτόχρονα, όμως, επιδιώκει την περαιτέρω οικονομική συνεργασία με το Πεκίνο, με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να αντισταθμίσει τις ζημιές που υπέστη από τις κυρώσεις που επέβαλαν πέρυσι οι Αμερικανοί στην Αγκυρα και οδήγησαν στη δραματική υποτίμηση της τουρκικής λίρας.

Ο κινέζος αναλυτής σημειώνει στο κείμενό του πως οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία δεν επιδεινώθηκαν πρόσφατα. Το 2016 ο Ερντογάν απαίτησε από τις ΗΠΑ να προβούν στη σύλληψη και την απέλαση στην Τουρκία του Φετουλάχ Γκιουλέν, του ιθύνοντος νου, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Τουρκίας, της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος που σημειώθηκε εναντίον του τον Ιούλιο του 2016. Οι Αμερικανοί δεν ενέδωσαν στις τουρκικές πιέσεις, επικαλούμενοι έλλειψη επαρκών στοιχείων όσον αφορά την εμπλοκή του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιεροκήρυκα, γεγονός που εξόργισε την Αγκυρα.

Αγκάθι στη σχέση των δύο πλευρών αποτελεί και η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, με την κυβέρνηση Ερντογάν να είναι έντονα δυσαρεστημένη με τις ενέργειες του Τραμπ τόσο στο Ιράν όσο και στη Συρία, όπου οι Κούρδοι μαχητές έχαιραν της στήριξης των Αμερικανών, οι οποίοι αδιαφόρησαν για τις τουρκικές κατηγορίες περί αρωγής τρομοκρατών που απειλούν, σύμφωνα με την Αγκυρα, την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας.

Παρότι οι διαφορές που χωρίζουν τις ΗΠΑ του Τραμπ από την Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι τεράστιες, σημειώνει ο κινέζος αναλυτής, η αποξένωση της Αγκυρας από τον Λευκό Οίκο είναι δεδομένη. Η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών επηρέασε, αρνητικά φυσικά, και τις ξένες επενδύσεις στην Τουρκία. Εκτός απροόπτου εθνικές και προεδρικές εκλογές στη χώρα θα πραγματοποιηθούν ξανά το 2023. Ο Ερντογάν, ωστόσο, γνωρίζει ήδη πως εάν δεν καταφέρει να επιλύσει τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η πατρίδα του, θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να εκλεγεί εκ νέου στην εξουσία.

Λίγες μέρες μετά τη Σύνοδο Κορυφής των G20, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκε εκ νέου στην Ανατολική Ασία στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης  στην Κίνα (Mark Schiefelbein/Pool via REUTERS)

Γνωρίζει επίσης πως η ενίσχυση της συνεργασίας με την Κίνα ενδέχεται να αποδειχτεί καθοριστική στην προσπάθειά του να βγάλει την τουρκική οικονομία από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται. Λόγω της γεωγραφικής θέσης της Τουρκίας, ο Ερντογάν επιδιώκει πλέον να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τον νέο Δρόμο του Μεταξιού που έχουν ξεκινήσει ήδη να διανοίγουν οι Κινέζοι ανά την υφήλιο. Εντός του πλαισίου της αποκαλούμενης διεθνώς Belt and Road Initiative οι δύο πλευρές έχουν προβεί ήδη σε σημαντικές συνεργασίες. Μέρος του σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας που θα συνδέει την Αγκυρα με την Κωνσταντινούπολη πρόκειται να το κατασκευάσει μια κινεζική εταιρεία ενώ ο κινεζική πολυεθνική των τηλεπικοινωνιών ZTE συμμετέχει στην κατασκευή του νέου αεροδρομίου της Κωνσταντινούπολης.

Ο κινέζος αναλυτής υπογραμμίζει, ωστόσο, πως παρά τα ανοίγματα του Ερντογάν προς την Κίνα και τη Ρωσία, οι σχέσεις της Αγκυρας με την Ουάσινγκτον δεν πρόκειται να αλλάξουν σημαντικά. Αυτό που επιδιώκει ο τούρκος πρόεδρος είναι απλά να αποκτήσει περισσότερες επιλογές, παίζοντας, συγχρόνως, σε πολλά ταμπλό. Πρόκειται για την προσφιλή στρατηγική του Ερντογάν, παρόλο που τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα τα αναμενόμενα.

Πάντως, μια ημέρα πριν μεταβεί στο Πεκίνο θέλησε να τονίσει μέσω άρθρου του στην Global Times πως «η Τουρκία μοιράζεται το ίδιο όραμα με την Κίνα όσον αφορά τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης, της παγκόσμιας ασφάλειας και της παγκόσμιας σταθερότητας, την προώθηση της πολυμέρειας και τη στήριξη του ελεύθερου εμπορίου». Σύμφωνα με τον τούρκο πρόεδρο τόσο η Αγκυρα όσο και το Πεκίνο «έχουν αυξημένες ευθύνες καθώς αναδύεται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων».