Υπάρχει μια μακάβρια ειρωνεία σε όλο αυτό: Η επαφή με το τουριστικό υποβρύχιο χάθηκε 1 ώρα και 45 λεπτά μετά την κατάδυσή του το απόγευμα της Κυριακής 18 Ιουνίου, σύμφωνα με την αμερικανική ακτοφυλακή. Το «Titan» θα μετέφερε τουρίστες που ήθελαν να δουν από κοντά το ναυάγιο του «Titanic», του θρυλικού «Τιτανικού» που βυθίστηκε στο παρθενικό του ταξίδι τον Απρίλιο του 1912.
Το «Titan» (Τιτάνας) είναι ένα μίνι-υποβρύχιο που μπορεί να μεταφέρει πέντε άτομα, συνήθως έναν πιλότο και τέσσερις επιβάτες. Ανάμεσά τους συχνά βρίσκονται άνθρωποι που μελετούν το ναυάγιο, αρχαιολόγοι, θαλάσσιοι βιολόγοι και άλλοι ειδικοί ή απλώς άνθρωποι που πληρώνουν αδρά για να κάνουν αυτόν τον πολύ ιδιαίτερου είδους τουρισμό.
Κατασκευασμένο από τιτάνιο και ανθρακονήματα, το σκάφος των 6,7 μέτρων ζυγίζει 10.432 κιλά, κάτι που ισοδυναμεί με περίπου έξι αυτοκίνητα μεσαίου μεγέθους. Εχει δυνατότητα να καταδύεται σε βάθη 4.000 μέτρων «με ένα ευρύ περιθώριο ασφαλείας», σύμφωνα με την εταιρεία στην οποία ανήκει, την OceanGate. Χρησιμοποιεί τέσσερις ηλεκτρικούς προωθητές για να κινείται και διαθέτει κάμερες, φώτα και σαρωτές για την εξερεύνηση του περιβάλλοντος.
Η OceanGate λέει ότι ο Τιτάνας παρέχει τη δυνατότητα για «το μεγαλύτερο εύρος εξερεύνησης από όλα τα υποβρύχια βαθιάς κατάδυσης» και ότι η τεχνολογία του παρέχει μια «ασυναγώνιστη θέα» στα βάθη του ωκεανού.
Χρησιμοποιεί τη δορυφορική τεχνολογία Starlink του Ελον Μασκ για την επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Η OceanGate έγραψε στο Twitter την περασμένη εβδομάδα: «Χωρίς πύργους κινητής τηλεφωνίας στη μέση του ωκεανού, βασιζόμαστε στο @Starlink για να παρέχουμε τις επικοινωνίες που χρειαζόμαστε σε όλες τη φετινές αποστολές στον Τιτανικό».
Το υποβρύχιο έχει παροχή οξυγόνου 96 ωρών, γεγονός που σημαίνει ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτό θα έχουν οξυγόνο περίπου ως το πρωί της Πέμπτης.
Οπως επισημαίνει ο Guardian είναι πολύ νωρίς για να υποθέσει κάποιος τι ακριβώς συνέβη στο υποβρύχιο. Οι ειδικοί έχουν καταλήξει σε διάφορα σενάρια, όπως την πιθανότητα να «μπλέχτηκε» στα συντρίμμια του Τιτανικού, να έπαθε κάποια βλάβη στο σύστημα προώθησης ή να αντιμετωπίζει προβλήματα με τις επικοινωνίες.
Το ναυάγιο του Τιτανικού, το οποίο βρίσκεται περίπου 3.800 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι περιτριγυρισμένο από κάθε είδους συντρίμμια που αποκόπηκαν από πλοίο όταν αυτό βυθίστηκε. Για αυτόν το λόγο, η περιοχή θεωρείται υψηλού κινδύνου.
Η επαφή με τον «Τιτάνα» χάθηκε μία ώρα και 45 λεπτά από τη στιγμή που καταδύθηκε, κάτι που κάνει τους ειδικούς να πιστεύουν ότι βρίσκεται στον βυθό. Ο «Τιτάνας» έχει μέγιστη ταχύτητα τριών κόμβων, αλλά όσο πιο βαθιά πηγαίνει, τόσο πιο αργός γίνεται.
Σε περίπτωση που μπλέχτηκε σε συντρίμμια ή υπήρξε διακοπή ρεύματος ή επικοινωνίας, ο «Τιτάνας» είναι εξοπλισμένος με βάρη τα οποία μπορούν να απελευθερωθούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, δημιουργώντας αρκετή άνωση για να τον ανεβάσουν στην επιφάνεια. Ο «Τιτάνας» έχει μια σειρά από σήματα, φωτισμό, ανακλαστήρες και άλλο εξοπλισμό που μπορεί να χρησιμοποιήσει όταν αναδυθεί στην επιφάνεια για να τραβήξει την προσοχή.
Το χειρότερο σενάριο λέει ότι ίσως υπήρξε διαρροή στο κύτος του υποβρυχίου.
«Αν έχει φτάσει στον βυθό της θάλασσας και δεν μπορεί να ξανασηκωθεί με τη δική του ισχύ, οι επιλογές είναι πολύ περιορισμένες», είπε στον Guardian ο Αλιστερ Γκρέιγκ, καθηγητής Ναυτιλιακής Μηχανικής του University College του Λονδίνου. «Ενώ το υποβρύχιο μπορεί να είναι ακόμα άθικτο, αν βρίσκεται κάτω από την υφαλοκρηπίδα, υπάρχουν πολύ λίγα σκάφη που μπορούν να φτάσουν τόσο βαθιά και σίγουρα όχι δύτες».
Ο Κρις Πάρι, απόστρατος υποναύαρχος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, είπε στο Sky News ότι η διάσωση στον βυθό της θάλασσας ήταν «μια πολύ δύσκολη επιχείρηση». «Η πραγματική φύση του βυθού είναι πολύ κυματιστή. Ο “Titan” βρίσκεται σε αναζήτηση με το σόναρ και η προσπάθεια να εξερευνηθεί η περιοχή με ένα άλλο υποβρύχιο θα είναι πράγματι πολύ δύσκολες επιχειρήσεις».
Αεροσκάφη των ΗΠΑ και του Καναδά ερευνούν την περιοχή, καθώς και μεγάλα πλοία, αλλά κανείς δεν γνωρίζει εάν το σκάφος έχει αναδυθεί στην επιφάνεια, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να σκανάρουν τόσο την επιφάνεια όσο και τα βάθη του ωκεανού.
Ενα τηλεχειριζόμενο όχημα (ROV) που μπορεί να φτάσει σε βάθος 6.000 μέτρων αναμένεται να φτάσει στο σημείο το συντομότερο δυνατό.
Τα ROV συνδέονται με έναν «ομφάλιο λώρο» με το μητρικό τους σκάφος, κάτι που επιτρέπει σε έναν πιλότο να χειρίζεται το ίδιο το σκάφος εξ αποστάσεως, όσο και να μεταδίδει δεδομένα σε πραγματικό χρόνο από τα συστήματα σόναρ και κάμερας.
Ωστόσο, ο όγκος των συντριμμιών του «Τιτανικού» στον πυθμένα είναι τόσο μεγάλος, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι από αυτά που «βλέπουν» τα μηχανήματα είναι συντρίμμια και τι ίσως είναι ο «Τιτάνας». Οι ομάδες αναζήτησης έχουν ως σημείο εκκίνησης τη θέση του σκάφους τη στιγμή που χάθηκε η επαφή.
Τα χρονικά περιθώρια, όμως, εξαντλούνται ταχύτατα.