Ο Τζο Μπάιντεν και ο Σι Τζινπίνγκ υποσχέθηκαν ότι οι άνθρωποι, και όχι η τεχνητή νοημοσύνη, θα έχουν πάντα τον τελευταίο λόγο για το αν θα εκτοξεύσουν πυρηνικό όπλο, στη μεταξύ τους συνάντηση στη Λίμα, το Σάββατο.
Ηταν μια από τις λίγες φορές που συμφώνησαν σε κάποιο θέμα, στη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων ετών, κατά τα οποία η σχέση των δύο χωρών πέρασε σοβαρή κρίση.
Ηταν η τελευταία συνάντηση των δύο προέδρων πριν έρθει στον Λευκό Οίκο ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει πιο σκληρές θέσεις απέναντι στο Πεκίνο από ό,τι ο Μπάιντεν.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει απειλήσει με εμπορικό πόλεμο το Πεκίνο και έχει υποσχεθεί «να αποκαταστήσει» την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ έναντι των ανταγωνιστικών δυνάμεων.
Ο Μπάιντεν και ο Σι συναντήθηκαν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού, στη Λίμα του Περού.
Ηταν η δεύτερη προσωπική τους συνάντηση μετά την κρίση μεταξύ τους πριν από δύο χρόνια, όταν ο Σι αρνήθηκε να μιλήσει με τον ομόλογό του λόγω της στήριξης της Ουάσινγκτον στην Ταϊβάν.
«Ενας νέος Ψυχρός Πόλεμος δεν πρέπει να διεξαχθεί και δεν μπορεί να κερδηθεί. Η ανάσχεση της Κίνας είναι απερίσκεπτη, απαράδεκτη και βέβαιο ότι θα αποτύχει», είπε ο Σι στον Μπάιντεν, σύμφωνα με την επίσημη κινεζική εκδοχή της συνομιλίας.
«Η Κίνα πάντα τιμούσε τα λόγια της. Αν η αμερικανική πλευρά λέει πάντα ένα πράγμα αλλά κάνει κάτι άλλο, αυτό θα είναι επιζήμιο για τη δική της εικόνα και θα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ», πρόσθεσε.
Ο Σι περιέγραψε ποιες είναι οι τέσσερις «κόκκινες γραμμές» της Κίνας στη σχέση της με τις ΗΠΑ: το ζήτημα της Ταϊβάν, η «δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα», το σύστημα διακυβέρνησης της Κίνας και το δικαίωμά της στην οικονομική ανάπτυξη.
Ο ίδιος σημείωσε ότι αυτά είναι μακροχρόνια στοιχεία της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ όπως ανέφεραν οι Times, ήταν σαφώς μία προειδοποίηση »προς τον Τραμπ και την άπειρη νέα ομάδα συμβούλων και αξιωματούχων ασφαλείας του».
Η βρετανική εφημερίδα επισήμανε ότι παρά τους φόβους των Αμερικανών ότι η Κίνα σχεδιάζει εισβολή στην Ταϊβάν μετά το 2027, όταν ο Σι ολοκληρώσει την τρίτη θητεία του στην εξουσία, το Πεκίνο φαίνεται να έχει υποχωρήσει μπροστά στη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ προς τους δυτικούς συμμάχους στον Ειρηνικό.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτό ισχύει όσο η Ταϊβάν δεν κηρύσσει επίσημα την ανεξαρτησία της.
Το Πεκίνο θεωρεί ότι με την έλευση του Τραμπ και της ομάδας του, η κυβέρνηση της αυτοδιοικούμενης νήσου μπορεί να το τολμήσει. Ο Μαρκ Ρούμπιο και ο Μάικ Γουόλτς, τους οποίος ο Τραμπ επέλεξε για υπουργό Εξωτερικών και σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας αντίστοιχα, είναι γνωστοί για τις εχθρικές προς την Κίνα θέσεις τους. Το ίδιο και ο ακροδεξιός τηλεπαρουσιαστής Πιτ Χέγκσεθ, τον οποίο προορίζει για υπουργό Αμυνας -αν και δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι θα εγκριθεί από τη Γερουσία.
Η Κίνα θεωρεί επίσης ότι η απειλή του Τραμπ για την επιβολή νέων μεγάλων δασμών στα κινεζικά προϊόντα και για το τέλος του ισχύοντος συστήματος ελεύθερου εμπορίου, είναι μια προσπάθεια να πλήξει το Πεκίνο.
Από τη Λίμα, οι δύο πρόεδροι θα μεταβούν στη Βραζιλία για τη σύνοδο κορυφής της ομάδας G20 και συναντήσεις με τον πρόεδρο της Βραζιλίας, Λούλα. Τα τελευταία 15 χρόνια η Κίνα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας και ο Σι πιστεύει ότι το Πεκίνο βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Ουάσινγκτον για να επιβιώσει από οποιονδήποτε εμπορικό πόλεμο επιλέξει να ξεκινήσει ο Τραμπ.
Τα σχόλια του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ για την Κίνα κατά την προεκλογική του εκστρατεία, περιείχαν ανοιχτές απειλές για τον Σι αλλά και επαίνους προς το πρόσωπό του. Ο Τραμπ αποκάλεσε τον κινέζο πρόεδρο «λαμπρό» και είπε -με τον γνωστό θαυμασμό που τρέφει για τους αυταρχικούς ηγέτες- ότι «ελέγχει 1,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους με σιδηρά πυγμή».
Η πολιτική του Μπάιντεν, αν και ήταν έντονα αντιπαθής στην Κίνα, είχε τουλάχιστον την αρετή της σαφήνειας, σημείωσαν οι Times. Ο αμερικανός πρόεδρος ήθελε να διατηρήσει μια καλή διπλωματική σχέση με τους ηγέτες της, και παράλληλα να εξισορροπήσει την εμπορική σχέση που είχε δει την Κίνα να κατακλύζει τις αμερικανικές αγορές με καταναλωτικά αγαθά, χρησιμοποιώντας συχνά την αμερικανική τεχνολογία υψηλών προδιαγραφών για να το κάνει αυτό.
Ενίσχυσε επίσης τις στρατιωτικές συμμαχίες με την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τις Φιλιππίνες και άλλες χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού απέναντι στην κινεζική στρατιωτική επέκταση, αλλά επέμεινε ότι αυτό δεν πρέπει να εμποδίσει τις συζητήσεις για την ασφάλεια με το Πεκίνο.
«Οι δύο χώρες μας δεν μπορούν να αφήσουν αυτόν τον ανταγωνισμό να εξελιχθεί σε σύγκρουση», είπε ο Μπάιντεν στον Σι. «Τα τελευταία τέσσερα χρόνια νομίζω ότι έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να έχουμε μία τέτοια σχέση».