Τα συνέδρια των κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία, σε όλο τον κόσμο, επιχειρούν να προβάλουν μία εικόνα που ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση, την οποία τίποτα δεν είναι ικανό να αμαυρώσει. Κανένα κόμμα δεν το κάνει αυτό καλύτερα από ό,τι το Κομουνιστικό Κόμμα της Κίνας, σημειώνουν χαρακτηριστικά οι Times, αναλύοντας την ομιλία του Σι Τζινπίνγκ κατά την έναρξη του 20ού συνεδρίου στο Πεκίνο, την Κυριακή.
Ο κινέζος πρόεδρος χρησιμοποίησε τα 104 λεπτά της ομιλίας του για να μιλήσει για την πρόοδο της χώρας στη διάρκεια των 10 χρόνων που βρίσκεται στην εξουσία, για τα σχέδιά του για το μέλλον, καθώς και για να επιβεβαιώσει το δικαίωμα του κόμματος να συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα σε καθεστώς αδιαφάνειας, όπως κάνει εδώ και επτά δεκαετίες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, τονίζει η βρετανική εφημερίδα, ότι η ομιλία του θα είναι το πιο διαβασμένο κείμενο στην Κίνα τα επόμενα πέντε χρόνια.
Θα τυπωθεί και θα διανεμηθεί στα 96 εκατομμύρια μέλη του κόμματος, ενώ θα οργανωθούν σεμινάρια για τη μελέτη της σε όλες τις βαθμίδες του κόμματος, για να γίνει κατανοητό το «πνεύμα» της από όλους. Ολα τα έγγραφα του κόμματος, από εδώ και πέρα, θα βασίζονται σε αυτήν και θα την χρησιμοποιούν ως σημείο αναφοράς όταν πραγματεύονται νέες πολιτικές, πρωτοβουλίες και δράσεις.
«Η ομιλία είναι πλούσια σε περιεχόμενο και πρέπει να την μελετήσουμε διεξοδικά για να έχουμε καθαρό μυαλό και ξεκάθαρη αίσθηση κατεύθυνσης στο μέλλον», είπε ο Χου Σιτζίν, πρώην διευθυντής της εφημερίδας του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Αν διαβάσουμε και αναλύσουμε προσεκτικά κάθε φράση της ομιλίας, θα βρούμε απαντήσεις σε όλα τα σημαντικά ερωτήματα».
Οπως επισημαίνουν οι δημοσιογράφοι των Times, Ρίτσαρντ Λόιντ Πάρι και Ντίντι Τανγκ, κάπου ανάμεσα στις πανηγυρικές αναφορές του Σι στο μεγαλείο του κινεζικού έθνους και το λαμπρό του μέλλον, κρύβονται και ίχνη των τρομερών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, ακόμα και η πιθανότητα η έκβασή τους να μην είναι θετική για την Κίνα.
Το πρώτο κομμάτι της ομιλίας του, ήταν αφιερωμένο στα πρόσφατα επιτεύγματα της Κίνας, από τις επανδρωμένες πτήσεις στο Διάστημα μέχρι την κατασκευή υπερυπολογιστών, τα οποία, στην προηγούμενη γενιά, φάνταζαν απίθανα.
Στα 10 χρόνια του Σι, η οικονομία έχει «απογειωθεί», όπως είπε, καθώς το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει υπερδιπλασιαστεί από τα 39.800 γιουάν (4.600 στερλίνες, ή 5.300 ευρώ) στα 81.000 γιουάν (10.000 λίρες ή 11.521 ευρώ).
Ο κινέζος πρόεδρος περηφανεύθηκε ότι «έχουμε κερδίσει τη μεγαλύτερη μάχη κατά της φτώχειας στην Ιστορία», όμως, τα λόγια του ήταν προσεκτικά διατυπωμένα, έτσι ώστε τόσο τα μέλη του κόμματος όσο και οι έμπειροι εξωτερικοί παρατηρητές, να μπορούν να διακρίνουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην προσπάθειά του να διατηρήσει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, καθώς η οικονομία της αλλάζει: από τη χαμηλόμισθη βιομηχανική παραγωγή, οι Κινέζοι μετακινούνται σε μία μεσαίου εισοδήματος οικονομία υπηρεσιών, ενώ αγωνίζονται να διατηρήσουν τις «σοσιαλιστικές» ιδιότητές τους και να αποφύγουν ακραίες ανισότητες και κοινωνική αναταραχή, κάτι που φοβούνται πολύ στο κόμμα.
«Θα πιέσουμε σταθερά για κοινή ευημερία. Θα προωθήσουμε τις ίσες ευκαιρίες, θα αυξήσουμε το εισόδημα των χαμηλόμισθων και θα διευρύνουμε το μέγεθος της ομάδας μεσαίου εισοδήματος», είπε. Αλλά αυτά δεν είναι τίποτε περισσότερο από απλές φιλοδοξίες, σημειώνουν οι Times, όχι συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής, και μάλιστα σε μια οικονομία όπου η ανεργία στους νέους φτάνει το 20%.
Οπως επισημαίνει η εφημερίδα, η φράση που δεν κρύβει τη δυσκολία της υλοποίησης όλων αυτών, είναι η υπόσχεση «να επιδιώξουμε ανάπτυξη υψηλής ποιότητας. Η υψηλή ανάπτυξη από μόνη της δεν είναι πλέον αρκετή, πρέπει να είναι το σωστό είδος ανάπτυξης που δεν δημιουργεί ανισότητες. Το θέμα είναι βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στις επιχειρήσεις και η αντίσταση που αυτή προκαλεί.
Ουσιαστικά έτσι, ο Σι Τζινπίνγκ αναφέρθηκε στη συζήτηση σχετικά με την πορεία της κινεζικής οικονομίας, ιδιαίτερα τον ρόλο των εγχώριων εταιρειών προηγμένης τεχνολογίας, οι οποίες κατηγορούνται για την απόσβεση μαζικών κερδών χωρίς να τα επιστρέφουν στην κοινωνία και τη «φούσκα» της αγοράς ακινήτων, η οποία κινδυνεύει «να σκάσει».
Τέλος, όσον αφορά την Ταϊβάν, ο Σι επανέλαβε σθεναρά «το δικαίωμα» της Κίνας να εισβάλει στο αυτοδιοικούμενο νησί, κάτι που φαίνεται πως είχε αποδέκτη την εθνικιστική πτέρυγα του κόμματος.
Στην πραγματικότητα, σημειώνουν οι Times, δεν υπήρξε κλιμάκωση της στρατιωτικής απειλής του Πεκίνου εναντίον της γειτονικής νήσου, σημάδι ότι η ηγεσία του κόμματος δεν είναι έτοιμη να βρεθεί αντιμέτωπη με την Ουάσιγκτον, τον μεγαλύτερο σύμμαχο της Ταϊβάν.