Νομπελίστας. Θρύλος. Παράξενος. Ο Μπομπ Ντίλαν, ο εμβληματικός αμερικανός τραγουδοποιός, που έχει επηρεάσει όσο λίγοι τη σύγχρονη μουσική αλλά και τη σκέψη όσων μεγάλωσαν με τα τραγούδια του, στα 83 του εξακολουθεί να είναι ακούραστος και αεικίνητος. Οι θαυμαστές του, δε, εδώ και πάνω από έξι δεκαετίες έχουν συνηθίσει να αναζητούν το νόημα σε κάθε του κίνηση, να αναλύουν τους στίχους του και τους να χαρτογραφούν τις αποχρώσεις των ζωντανών εμφανίσεών του και —στην περίπτωση των πιο ανθυγιεινών εμμονών του καλλιτέχνη— να αναζητούν την αλήθεια για την εσωτερική ζωή του, σημειώνει στους λονδρέζικους Times η Βικτόρια Σίγκαλ, με αφορμή τις τρεις συναυλίες του στο Royal Albert Hall, 12-14 Νοεμβρίου.
Ο ίδιος, εξάλλου, ήταν αποκαλυπτικός στο τελευταίο του άλμπουμ «Rough and Rowdy Ways» του 2020, οι στίχοι του οποίου δείχνουν επίσης τη σχέση του τραγουδοποιού με την αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως αναφέρει ανάλυση του Dylan Review. Στο «I Contain Multitudes», ένα βασικό κομμάτι του άλμπουμ, σαν άλλος Οδυσσέας, ο Ντίλαν δηλώνει ότι είναι «ένας άνθρωπος των αντιφάσεων, ένας άνθρωπος με πολλές διαθέσεις», που περιέχει «πλήθη» («I’m a man of contradictions/ a man of many moods /I contain multitudes»). Να σημειωθεί ότι στη διδακτική ιστοσελίδα CliffsNotes ο ομηρικός ήρωας περιγράφεται σαν «μια ζωντανή σειρά αντιφάσεων, ένας πολύ πιο περίπλοκος χαρακτήρας από ό,τι θα περιμέναμε να βρούμε στον στερεοτυπικό επικό ήρωα».
Καθώς ολοκληρώνεται στο Λονδίνο το ευρωπαϊκό σκέλος της παγκόσμιας περιοδείας του «Rough and Rowdy Ways», ο 83χρονος Ντίλαν παραμένει ένα αντικείμενο διαρκούς γοητείας, ένα πλάσμα τυλιγμένο με τους θεμελιώδεις μύθους και τους θρύλους της σύγχρονης ποπ κουλτούρας, αλλά και ένας καλλιτέχνης που μπορεί να τον δει κανείς με σάρκα και οστά στις σχεδόν ασταμάτητες συναυλίες του (ή να τον ακούσει σε ένα διαφημιστικό της Chrysler).
Η ατζέντα της φετινής του περιοδείας περιλαμβάνει συνολικά 70 συναυλίες σε επτά χώρες, παραλίγο, μάλιστα, να βγάλει την Τέιλορ Σουίφτ από τη θέση της πιο εργατικής τραγουδίστριας. Στο μεταξύ, αναμένεται με ενδιαφέρον και η βιογραφική ταινία «A Complete Unknown» του Τζέιμς Μάνγκολντ (στην Ελλάδα θα κάνει πρεμιέρα μάλλον τα Χριστούγεννα) για τα πρώτα χρόνια από τη ζωή και την καριέρα του Ντίλαν με , τον Τιμοτέ Σαλαμέ στον πρωταγωνιατικό ρόλο.
Τι παραπάνω μπορούμε, λοιπόν να μάθουμε για τον Ντίλαν και γιατί κάνει περιοδείες στα ογδόντα του; Αυτό το φθινόπωρο, εξάλλου, η ξαφνική εμφάνιση του διάσημου μουσικού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έστειλε ένα ξεχωριστό «φτερούγισμα» στους τάξεις των Ντυλανολόγων, παρατηρεί η Σίγκαλ στους Times. Στις 25 Σεπτεμβρίου χρησιμοποίησε τον λογαριασμό του στο X -μέσω του οποίου δεν ακολουθεί κανέναν και προηγουμένως ήταν αφιερωμένος αποκλειστικά σε επίσημες ανακοινώσεις της μουσικής βιομηχανίας- για να στείλει ευχές σε κάποια Μαίρη Τζο για τα γενέθλιά της και το μήνυμα ότι θα τη δει στη Φρανκούρτη.
Ακολούθησε την 1 Οκτωβρίου μια σύσταση -«highly recommended»- για ένα εστιατόριο στη Νέα Ορλεάνη, το διάσημο «Dooky Chase’s Restaurant» (ιδρύθηκε το 1941,τη χρονιά που γεννήθηκε ο Ντίλαν, σερβίρει αυθεντική κρεολική κουζίνα και έκλεισε για δύο χρόνια μετά τον τυφώνα Κατρίνα, για να ανακαινιστεί), πριν από την περιγραφή, στις 10 Οκτωβρίου, μιας σύντομης συνάντησης με ένα μέλος της ομάδας του χόκεϊ επί πάγου Buffalo Sabers σε ανελκυστήρα ξενοδοχείου στην Πράγα.
Τίποτα, ωστόσο, δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον όσο μια ευγενική ανάρτηση κατά τη διάρκεια της Εκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης, που έδειχνε το σάστισμά του καθώς αναζητούσε τον εκδότη του βιβλίου «Ο Μέγας Θεός Παν» του 1894 (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος) με επτά διηγήματα τρόμου του Αρθουρ Μάχεν: «Στο ξενοδοχείο στη Φρανκφούρτη γινόταν ένα εκδοτικό συνέδριο και όλες οι αίθουσες ήταν κατειλημμένες, έκαναν πάρτι όλη τη νύχτα. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν τόσοι πολλοί εκδότες βιβλίων στον κόσμο. Προσπαθούσα να βρω τις εκδόσεις Crystal Lake Publishing για να τους συγχαρώ για την έκδοση του “The Great God Pan”, ενός από τα αγαπημένα μου βιβλία. Σκέφτηκα ότι μπορεί να τους ενδιέφεραν κάποιες από τις ιστορίες μου. Δυστυχώς είχε πολύ κόσμο και δεν τους βρήκα ποτέ», έγραψε μεταφέροντας την απογοήτευσή του, πράγμα, ωστόσο, μη αναμενόμενο από τον νικητή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2016, παρατηρεί η Σίγκαλ στους Times.
Οπως συμβαίνει συχνά με τον Ντύλαν, τα μηνύματα που στέλνει δίνουν την ψευδαίσθηση της αποκάλυψης ενώ εγείρουν περισσότερα ερωτήματα. «Σίγουρα, μόνο ο Μπομπ Ντίλαν ξέρει τι σκέφτεται», λέει ο Τζεφ Σλέιτ, ο μουσικός και δημοσιογράφος που πήρε την πιο πρόσφατη συνέντευξη του Ντύλαν το 2022, πείθοντάς τον να μιλήσει για τη στήλη «Gear and Gadgets» της Wall Street Journal.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ασχολείται με την τεχνολογία: αποκάλυψε ότι ακούει CDs, δορυφορικό ραδιόφωνο και παλιά βινύλια σε ένα από τα τρία πικάπ που αγόρασε από ένα κατάστημα με αντίκες στο Ορεγκον πριν από 32 χρόνια, προσθέτοντας ότι του αρέσει to μποξ και το σπάρινγκ γιατί «δεν χρειάζομαι εφαρμογή»…
Στον δελεαστικό πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του, που κυκλοφόρησε το 2004 με τίτλο «Chronicles» (στα ελληνικά εκδόθηκε από το «Μεταίχμιο» την επόμενη χρονιά ως «Bob Dylan – η ζωή μου») γράφει για τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ένιωσε να πέφτει κατακόρυφα το πολιτιστικό του απόθεμα.
Το 2024, ωστόσο, αυτή η ζοφερή υπόθεση απέχει πολύ από την πραγματικότητα, με την καλλιτεχνική του αναζωπύρωση, που ξεκίνησε το 1997 με το «Time Out of Mind», να συνεχίζεται αδιάκοπα τον 21ο αιώνα, με το «Bootleg Series» (μια σειρά άλμπουμ με πλούσιο αρχειακό υλικό από τις τρεις πρώτες δεκαετίες της καριέρας του από το 1961 μέχρι το 1989) να εδραιώνει τη φήμη του δίπλα σε καταξιωμένα άλμπουμ όπως τα «Modern Times» (2006), «Tempest» (2012) και «Rough and Rowdy Ways» (2020).
Ομολογουμένως διστακτική φωνή μιας γενιάς, ο Ντίλαν μπορεί να μην ονειρευόταν ότι η επιρροή του θα μεταλλασσόταν σε μια τάση του TikTok του 2023, όπου οι χρήστες θα τον μιμούνταν καθώς έτρεμε περπατώντας καμπουριασμένος στα χιόνια στο εξώφυλλο του άλμπουμ του «The Freewheelin’ Bob Dylan» του 1963, αλλά τουλάχιστον η Gen Z γνωρίζει το όνομά του, παρατηρεί η Βικτόρια Σίγκαλ στους Times.
Ωστόσο, δεν ασχολείται μόνο ο κόσμος με τον Ντίλαν. Ο Ντίλαν ασχολείται επίσης με τον κόσμο. Μετά τη δημοσίευση του «Chronicles», από το 2006 μέχρι το 2009, παρουσίασε την ευχάριστη δορυφορική του εκπομπή «Theme Time Radio Hour». Το 2022, δε, κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο με τίτλο «The Philosophy of Modern Song» με δοκίμιά του για 66 κομμάτια άλλων καλλιτεχνών από τον Στίβεν Φόστερ μέχρι τον Ελβις Κοστέλο και από τον Χανκ Ουίλιαμς μέχρι την Νίνα Σιμόν, στα οποία –όπως ανέφεραν οι εκδότες του- «αναλύει αυτό που αποκαλεί παγίδα των εύκολων ομοιοκαταληξιών, αναλύει πώς η προσθήκη μιας μόνο συλλαβής μπορεί να μειώσει ένα τραγούδι, και εξηγεί ακόμη και πώς το bluegrass σχετίζεται με το heavy metal».
Στη συνέντευξή του στην Wall Street Journal δήλωσε ότι ήταν επιφυλακτικός για ορισμένες πτυχές της σημερινής κουλτούρας -ανέφερε ότι σύμφωνα με τις πνευματικές του πεποιθήσεις προτιμούσε την «Coronation Street» και τα μυστήρια του «Father Brown» από οτιδήποτε «σατανικό» ή «δυσάρεστο»- αλλά γνώριζε τη σύγχρονη μουσική ακόμη και του συγκροτήματος Oasis των αδελφών Γκάλαχερ.
Οσον αφορά την προσωπική του ζωή εξακολουθεί να την προστατεύει με μεγάλη επιτυχία. Απέκτησε πέντε παιδιά με την πρώτη του σύζυγο, την ηθοποιό και μοντέλο Σάρα Λάουντς, 85 ετών σήμερα, μεταξύ των οποίων ο τραγουδιστής Τζέικομπ Ντίλαν και ο σκηνοθέτης Τζέσε Ντίλαν. Ωστόσο, κατάφερε να κρατήσει μυστικό μέχρι το 2001 έναν γάμο -το 1986 παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Κάρολιν Ντένις, η οποία είναι 13 χρόνια νεότερή του- και μια κόρη, την Ντεζιρέ Γκαμπριέλ Ντένις Ντίλαν, που γεννήθηκε την ίδια χρονιά.
Τους μήνες που δεν είναι σε περιοδεία, κατοικεί σε ένα ακίνητο, που πιστεύεται ότι είναι η κύρια κατοικία του, σε ένα βραχώδες κτήμα στο ακρωτήριο του Πόιντ Ντουμ, στο Μαλιμπού, με μια πινακίδα «no trespassing» που απαγορεύει την είσοδο στον στενό δρόμο της ιδιοκτησίας του. Ωστόσο, κανείς δεν γνωρίζει με ποιον ζει εκεί. Είναι, όπως και η υπόλοιπη ζωή του, ένα μυστήριο, αλλά είναι γνωστό ότι τα εγγόνια του τον επισκέπτονται τακτικά.
Οι γείτονές του φροντίζουν επίσης να προστατεύουν την ιδιωτικότητά του. «Είναι μεγάλη τιμή να είναι γείτονάς σου έναν τόσο όμορφος καλλιτέχνης», λέει η Βερόνικα Μπρέιντι, βραβευμένη δημιουργός ντοκιμαντέρ, «Ζει σε μια πολύ απομονωμένη περιοχή και όλοι σέβονται την ιδιωτικότητά του. Αλλά είναι συναρπαστικό να έχουμε την εικόνα και τον ήχο του γύρω μας». Ακόμα κι αν αυτός ο ήχος μπορεί να περιλαμβάνει το εργαστήρι ηλεκτροσυγκόλλησης του Ντίλαν…
Το 2013 ο τραγουδοποιός, ο οποίος μεγάλωσε στη Μινεσότα περιτριγυρισμένος από τη βιομηχανία σιδήρου, παρουσίασε στο Λονδίνο τη συλλογή του με μεταλλικές πύλες: «Οι πύλες με ελκύουν λόγω του αρνητικού χώρου που αφήνουν», έγραφε στην μπροσούρα της έκθεσης, «Μπορούν να σε κλείσουν μέσα ή να σε αφήσουν απέξω. Και κατά κάποιο τρόπο δεν υπάρχει διαφορά».
Το 2020, δε, όταν συν-δημιούργησε μια σειρά από ουίσκι με το αποστακτήριο «Heaven’s Door» του Τενεσί, οι ετικέτες παρουσίαζαν τα μεταλλικά του έργα. Ο Ντίλαν ζωγραφίζει, επίσης, και κάνει εκθέσεις με ακρυλικά και ακουαρέλες που θυμίζουν τα έργα του εμβληματικού ζωγράφου του αμερικανικού ρεαλισμού, Εντουαρντ Χόπερ.
Παρά το ποικίλο δημιουργικό του portfolio, πάντως, αυτό που καθορίζει τον σύγχρονο Ντίλαν είναι η διάθεσή του για ερμηνεία, υπογραμμίζει η Βικτόρια Σίγκαλ στους Times. Από το 1988 η συνεχής on-the-road δραστηριότητα του τραγουδοποιού έχει το παρατσούκλι «Never Ending Tour», μια φράση που, όμως, ο ίδιος δεν αναγνωρίζει.
Ο Ρέι Πάτζετ -συντάκτης του newsletter «Flagging Down the Double E’s», ενός αρχείου των «συναυλιών του Μπομπ Ντύλαν μέσα από την ιστορία» και συγγραφέας του «Pledging My Time», ενός βιβλίου με συνεντεύξεις μουσικών που έχουν παίξει κατά καιρούς στο συνεχώς εξελισσόμενο συγκρότημα του Ντίλαν- έχει σκεφτεί τι κινητοποιεί τον ακαταπόνητο τραγουδοποιό. «Ο τρόπος με τον οποίο το σκέφτομαι εξαλείφει τους συνήθεις λόγους», λέει ο Πάτζετ στους Times, «Ο Θεός ξέρει ότι δεν είναι οικονομικοί [λόγοι]». Το 2020 ο Ντίλαν πούλησε τα δικαιώματα των στίχων του για περίπου 300-400 εκατομμύρια δολάρια. Και δύο χρόνια αργότερα έκλεισε συμφωνία με τη Sony Music Entertainment για τον κατάλογο των ηχογραφήσεων του με ποσό που πιστεύεται ότι ξεπερνά τα 150 εκατομμύρια δολάρια.
«Είναι η ανάγκη του να δημιουργεί μουσική», προσθέτει ο Πάτζετ, «Δεν ηχογραφεί τόσα άλμπουμ όπως κάποτε. Αλλά συνεχίζει αλλάζοντας τα τραγούδια του. Παίζει παλιά τραγούδια, παίζει νέα τραγούδια, παίζει παλιά τραγούδια και τα κάνει να ακούγονται σαν νέα. Απλώς φαίνεται ότι βρίσκεται σε αυτή την ανήσυχη κατάσταση δημιουργικότητας, και ο δρόμος (οι περιοδείες) είναι το κύριο μέρος όπου την ασκεί αυτές τις μέρες», λέει.
Οπως είπε ο Ντίλαν σε συνέντευξή του το 2004 στην αμερικανική τηλεοπτική εκπομπή «60 Minutes», δεν νιώθει πλέον τη «διεισδυτική μαγεία» της διαδικασίας του τραγουδιού με τον ίδιο τρόπο που αυτή υπήρχε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του. «Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για πάντα», είπε, «Το έκανα μια φορά και μπορώ να κάνω άλλα πράγματα τώρα, αλλά δεν μπορώ να κάνω εκείνο το ίδιο».
Και τα άλλα πράγματα είναι οι ζωντανές εμφανίσεις. Ο Ντίλαν, εξάλλου, είναι διάσημος για την αποδόμηση και την αναμόρφωση των τραγουδιών του, από τη μια στιγμή στην άλλη, ενώ διευθύνει τη μπάντα του. Μια εκδοχή του «When I Paint My Masterpiece», του 1971, για παράδειγμα, παίζεται σε μια διασκευή με δάνεια από το «Puttin’ on the Ritz».
Ο Σλέιτ έχει συμβουλές για όσους καταφέρουν να ακούσουν τον Ντίλαν ζωντανά. «Μην περιμένετε τις μεγαλύτερες επιτυχίες. Μην περιμένετε να ακούγεται σαν τον Μπομπ Ντίλαν του 1965, του 1975 ή του 1985. Ξέρετε, μπορεί να μην ακούγεται καν σαν τον Μπομπ Ντίλαν πριν από έξι μήνες», γράφει στην Wall Street Journal, «Το κόλπο είναι να αφήσεις τον Μπομπ Ντίλαν να σου παρουσιάσει τον Μπομπ Ντίλαν εκείνης της ημέρας». Και μην περιμένετε να βγάλετε φωτογραφίες για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η χρήση των κινητών απαγορεύεται στις συναυλίες του.
Ωστόσο, ο Πάτζετ επισημαίνει μια ενδιαφέρουσα απόχρωση στην πρόσφατη περιοδεία του Ντίλαν: «Πριν από τρία χρόνια, με έναν τρόπο που δεν το είχε ξανακάνει, [είπε] ότι αυτή η περιοδεία επρόκειτο να διαρκέσει από το 2021 έως το 2024 και τώρα βρισκόμαστε στο τέλος του 2024. Αυτές οι συναυλίες στο Royal Albert Hall φαίνεται ότι θα είναι το μεγάλο φινάλε του. Αυτό που θα ακολουθήσει είναι ένα απόλυτο μυστήριο», λέει στους Times.
Θα μπορούσε, λοιπόν να τελειώσει η περιοδεία «Never Ending Tour»; «Υπάρχουν φήμες», αποκαλύπτει ο Πάτζετ. «Αλλά συχνά υπάρχουν φήμες. Θα μπορούσα να τον δω να ακολουθεί ένα πιο ελαφρύ πρόγραμμα, να μην περνά έξι – επτά μήνες κάθε χρόνο στον δρόμο. Η ιδέα ότι συνεχίζει με τέρμα τα γκάζια επί χρόνια, και τώρα ότι θα παίξει στο Royal Albert Hall, θα πατήσει ξαφνικά φρένο και δεν θα εμφανιστεί ποτέ ξανά στη σκηνή; Δυσκολεύομαι να το φανταστώ. Επίσης, δεν θέλω να το φανταστώ», προσθέτει.
Το 2004, ο Ντίλαν μίλησε για την αίσθηση του πεπρωμένου του όταν ήταν νεαρός στη Μινεσότα. «Εκανα μια συμφωνία με αυτό εδώ και πολύ καιρό», είπε, «και κρατάω τις υποσχέσεις μου». Ενας άνθρωπος με αντιφάσεις, ένας άνθρωπος με πολλές διαθέσεις, αλλά ως προς αυτό, τουλάχιστον, παραμένει σταθερός.