Την περασμένη Τρίτη 16 Μαΐου, στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Open AI, η οποία έχει παραγάγει το πρόγραμμα Τεχνητής Νοημοσύνης ChatGpt, Σαμ Αλτμαν, «ανακρίθηκε» από γερουσιαστές. Είπε ότι ο ίδιος είναι πεπεισμένος πως τα πλεονεκτήματα είναι περισσότερα από τους κινδύνους, αν και τους τελευταίους δεν τους υποτιμά (λόγου χάρη την απώλεια θέσεων εργασίας σε αυτοματοποιημένους τομείς παραγωγής – όχι στον δικό του, εξυπακούεται).
Eμφανίστηκε, πάντως, πρόθυμος να συνεργαστεί με την (όποια) αμερικανική κυβέρνηση, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εκτροχιασμός του πρότζεκτ Τεχνητή Νοημοσύνη. Εξυπνη κίνηση, αφού «αν το πράγμα [κυριολεκτικώς το πράγμα] στραβώσει, τότε η κατάληξη μπορεί να είναι πολύ άσχημη» – τι πιο λογικό από την αναζήτηση πολιτικής κάλυψης, ή και συνενοχής ακόμη, στο παταγώδες ή και επικίνδυνο πατατράκ.
Μεταδίδοντας την είδηση, η Corriere della Sera εμφανίστηκε επιφυλακτική απέναντι στον Αλτμαν: «Δεν είναι σαφές πώς αυτή η προθυμία του για συνεργασία θα μεταφραστεί σε αποτελεσματικές και μετρήσιμες ενέργειες. Οι ειδικοί παρατήρησαν ότι μέχρι τώρα απέφυγε να αναλάβει δεσμεύσεις τουλάχιστον σε δύο κρίσιμα σημεία.
»Πρώτον, στη διαφάνεια όσον αφορά την εκπαίδευση των ρομπότ (το ChatGPT βασίζεται στη σούπα των πληροφοριών του web, όπου κολυμπούν και τα προσωπικά δεδομένα). Δύτερον, στα πνευματικά δικαιώματα των data με τα οποία θα ταϊστεί το ρομπότ. Βέβαια, ο Αλτμαν αναγνώρισε ότι οι ιδιοκτήτες πνευματικών έργων έχουν το δικαίωμα να αναγνωρίζεται η οικονομική αξία τους, όμως δεν υπέδειξε συγκεκριμένες λύσεις».
Το κλίμα μεταξύ πολιτικής και ψηφιακών εταιρειών, ωστόσο, έχει αλλάξει, παρατήρησε το ιταλικό μέσο. «Κάποτε το Κογκρέσο ‘‘ανέκρινε’’ τους επικεφαλής των κοινωνικών δικτύων, από το Facebook μέχρι την Google, ενώ τώρα οι πολιτικοί απευθύνονται στους μπίζνεσμαν της τεχνολογίας με ενδιαφέρον να μάθουν τι παίζεται. Και οι μπίζνεσμαν είναι αυτοί που επικαλούνται πρώτοι απ’ όλους τους κανόνες».
Οι γερουσιαστές ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν κατά πόσον η Τεχνητή Νοημοσύνη, με τις σχεδόν τέλειες απομιμήσεις φωνών κ.λπ., μπορεί να γίνει αντηχείο πολιτικής παραπληροφόρησης και, συνεπώς, να προκαλέσει προβλήματα στις προεδρικές εκλογές του επομένου έτους. Ο Αλτμαν είπε ότι έχει γνώση του θέματος και επανέλαβε ότι είναι πρόθυμος να συνεργαστεί με την κυβέρνηση ώστε να αποτραπεί η υλοποίηση τέτοιων σεναρίων.
Επισήμανε, πάντως, ότι τα προγράμματα Τεχνητής Νοημοσύνης αλληλεπιδρούν μόνο με ένα άτομο κάθε φορά. Ο πολλαπλασιασμός των «αποφάνσεων» τους, εξήγησε στους γερουσιαστές, είναι δουλειά των σόσιαλ μίντια, τα οποία δεν έχουν ρυθμιστεί ποτέ από το Κογκρέσο – «και είναι αυτό ένα λάθος το οποίο τα μέλη του αμερικανικού πολιτειακού Σώματος παραδέχονται πλέον ότι έχουν κάνει» σχολίασε η Corriere και συγχρόνως έδωσε το εντυπωσιακό στοιχείο ότι η συμμετοχή των ανθρώπων στις διαδικτυακές δραστηριότητες το 2022 ήταν η χαμηλότερη όλων των εποχών: το 47,4% της κίνησης παρήχθη από bots.
Αναφορικά με τη δραστηριότητα αυτών των bots, αποκαλύφθηκε ότι τα 2/3 της αυτοματοποιημένης κίνησης τροφοδοτούνται από κακόβουλα ρομπότ που προσποιούνται ότι είναι άνθρωποι, τα οποία προσπαθούν να κλέψουν προσωπικά δεδομένα ή επιδιώκουν άλλους σκοτεινούς σκοπούς, ενώ το υπόλοιπο 1/3 προέρχεται από αυτόματους εμπορικούς μηχανισμούς.
Ο Αλτμαν πρότεινε στη Γερουσία ίδρυση κρατικής υπηρεσίας που θα δίνει τις άδειες για την ανάπτυξη πρότζεκτ Τεχνητής Νοημοσύνης και θα έχει δικαίωμα ανάκλησης αυτών των αδειών σε περιπτώσεις καταστρατήγησης των προδιαγραφών. Επίσης, πρότεινε στους γερουσιαστές να προσδιορίσουν οι ίδιοι οι πολιτικοί τα πρότυπα ασφαλείας των προγραμμάτων Τεχνητής Νοημοσύνης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο κατασκευαστής δεν θα ευθύνεται για τις αναπαραγωγές των «αποφάνσεων» των ρομπότ. Τέλος, ζήτησε την επαλήθευση της απόδοσης των προγραμμάτων Τεχνητής Νοημοσύνης από ένα ανεξάρτητο σύστημα το οποίο θα διαχειρίζονται ειδικοί.