Εχει μεγάλη σημασία ποιες παραστάσεις άρεσαν σε έναν κριτικό όπως ο Μάικλ Μπίλινγκτον, από τους πιο σημαντικούς κριτικούς θεάτρου της Βρετανίας, ο οποίος ήταν επικεφαλής κριτικός θεατρικών παραστάσεων της εφημερίδας Guardian επί 48 χρόνια: από το 1971 έως το 2019.
Αυτό δεν συμβαίνει λόγω της ελληνικής νοοτροπίας, που βλέπει όσες επιβεβαιώσεις έρχονται απ’ έξω ως σημαντικότερες από τις εσωτερικές, αλλά γιατί, παρά το γεγονός ότι θα χάσει αναγκαστικά λεπτομέρειες λόγω αποστασιοποίησης από το πολιτιστικό υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας, θα παρατηρήσει μοτίβα της μεγάλης εικόνας που μπορεί να διέφευγαν από έναν έλληνα κριτικό – όπως, λόγω εγγύτητας και καθημερινής τριβής, δεν παρατηρεί κανείς εύκολα κάποιες σταδιακές αλλαγές σε αγαπημένα του πρόσωπα.
Η παράσταση που ξεχώρισε περισσότερο ο βρετανός κριτικός του Guardian δεν είναι κάποια μη δημοφιλής επιλογή, αλλά το «talk of the town» από τη στιγμή που έκανε πρεμιέρα, στις 29 Μαρτίου, στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου.
Ο κριτικός αφιερώνει πολλές λέξεις στο «Goodbye, Lindita», μια 75λεπτη βουβή σπουδή του 24χρονου Μάριο Μπανούσι στο πένθος. Ο Μπίλινγκτον ανέφερε χαρακτηριστικά πως ένιωσε σαν να έγινε μάρτυρας «της ανάδυσης ενός συναρπαστικού νέου ταλέντου», ενώ το έργο καθαυτό τού θύμισε τον υπερρεαλισμό του γερμανού σκηνοθέτη Φραντς Ξάβερ Κρετς, αλλά του έφερε και εικόνες από τον βέλγο υπερρεαλιστή ζωγράφο Ρενέ Μαγκρίτ.
Ο λόγος που ο Μπίλινγκτον και οι 30 σκηνοθέτες βρέθηκαν εξαρχής στην Αθήνα είχε να κάνει με μια πρωτοβουλία του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Γιάννη Μόσχου, που σκοπεύει στην εξωστρέφεια των παραγωγών των πέντε σκηνών του Θεάτρου.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, όμως, «απειλήθηκε» από την κατάληψη του κτιρίου Τσίλερ και του Ρεξ, στην οποία αναφέρεται ο Μπίλινγκτον προσπαθώντας να μεταφέρει στο βρετανικό κοινό τα αιτήματα των 200 σπουδαστών που κατέλαβαν το Εθνικό, το περιεχόμενο του προεδρικού διατάγματος που τα πυροδότησε, αλλά και τη στάση του Γιάννη Μόσχου, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι, όπως γράφει ο Μπίλινγκτον «προς το τέλος της κατάληψης είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του», δεν έδρασε κατά των σπουδαστών.
«Η κατάληψη», εξήγησε στον Guardian ο καλλιτεχνικός διευθυντής, «ήταν μια συμβολική χειρονομία, την οποία όμως εμείς στο Εθνικό υποστηρίξαμε. Επίσης, δεν κάναμε κάτι βάρβαρο, όπως το να καλέσουμε την αστυνομία. Ομως, αν και η κατάληψη διήρκεσε 50 ημέρες και έληξε μόνο λόγω της ελπίδας ότι οι επερχόμενες εκλογές θα φέρουν αλλαγές, αναπόφευκτα επηρέασε το πρόγραμμά μας. Ορισμένες παραστάσεις έπρεπε να κλείσουν, άλλες καθυστέρησαν και έπρεπε να κάνουμε πρόβες σε ενοικιαζόμενους χώρους».
Οσον αφορά τον ίδιο τον καλλιτεχνικό διευθυντή, ο βρετανός κριτικός τον χαρακτηρίζει «μια ιδιοφυή φιγούρα που έχει σπάσει τις συμβάσεις». Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Γιάννης Μόσχος, που ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού μετά την παραίτηση του Δημήτρη Λιγνάδη, είναι ο πρώτος διευθυντής που δεν προέκυψε από υπουργική ανάθεση, αλλά από επιτροπή ανθρώπων του θεάτρου. Ακόμα, είναι ο πρώτος διευθυντής που χάραξε διαφορετική πολιτική στις πέντε σκηνές των δύο αιθουσών του Εθνικού, αλλά και ο πρώτος ανοικτά γκέι σε τέτοια θέση.
Αυτό που δεν έχει καταφέρει να αλλάξει, όμως, επί διεύθυνσης Μόσχου, σημειώνει ο Μπίλινγκτον, είναι η υποχρηματοδότηση του Εθνικού, η οποία δεν ξεπέρασε τα 6 εκατ. ευρώ ετησίως για το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δεκαετίας.
Ο βρετανός κριτικός επευφήμησε την παράσταση που σκηνοθέτησε ο καλλιτεχνικός διευθυντής, το έργο του σημαντικότερου ίσως εν ζωή αμερικανού συγγραφέα Τόνι Κούσνερ «Ενα σπίτι φωτεινό σαν μέρα», που πραγματεύεται τη διάλυση μιας παρέας αριστερών στο Βερολίνο της ανόδου του ναζισμού, της περιόδου 1932-1933.
Αυτό που παρατηρεί ο Μπίλινγκτον είναι πως, ενώ το αρχικό κείμενο του Κούσνερ συνδέει τη μεσοπολεμική Γερμανία με περιόδους αμφιλεγόμενης προεδρίας των ΗΠΑ, όπως του Ρέιγκαν, του Μπους και του Τραμπ, ο Μόσχος έχει απαλείψει αυτές τις αναφορές, επιτρέποντας στον θεατή τις δικές του συνδέσεις «και γι’ αυτό, το έργο είναι πιο δυνατό».
Παρακολούθησε ακόμα, σε ημιτελή μορφή, το «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, το οποίο περιέγραψε ως «μια αριστοφανική έκδοση του Hellzapoppin», αλλά και δύο σκηνές από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά, μέσα από τις οποίες αισθάνθηκε ότι ο σκηνοθέτης προσπαθεί «να αντιπαραβάλει τη νεανική αγωνία με τη διαφθορά και την παρακμή της κοινωνίας που την περιβάλλει». Σε αυτό το σημείο σημειώνει ότι «είναι σαφές ότι το αθηναϊκό θέατρο γοητεύεται από τη διαφθορά».
Στην ίδια θεματική της διαφθοράς, είναι και το «Εγκλημα και Τιμωρία», η τελευταία παράσταση στην οποία προσκλήθηκε ο βρετανός κριτικός. Παίζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.
Αναφερόμενος στη Στέγη, την περιέγραψε ως «ένα τεράστιο, πλουσιοπάροχα εφοδιασμένο κέντρο τεχνών με ροπή προς την καινοτομία» ενώ προσδοκούσε να δει τη νέα παράσταση του Βασίλη Μπισμπίκη έχοντας εντυπωσιαστεί από την προηγούμενή του θεατρική διασκευή στο «Ανθρωποι και Ποντίκια».
Συγκρίνοντας λοιπόν τη μικρή παραγωγή του μυθιστορήματος του Στάινμπεκ σε ένα παλιό μηχανουργείο και την ακριβή παραγωγή του Ντοστογιέφσκι, έμεινε «βαθιά απογοητευμένος» από τη δεύτερη. Δεν ένιωσε ότι ο σκηνοθέτης κατάφερε να βάλει τους θεατές στο μυαλό των πρωταγωνιστών —παρά σε μετρημένες σκηνές— ενώ αισθάνθηκε κάπως υπερβολικό τον κόσμο στον οποίο ο σκηνοθέτης εφάρμοσε την πλοκή και τους χαρακτήρες του Ντοστογιέφσκι: μια καπιταλιστικά διεφθαρμένη Αθήνα γεμάτη «οίκους ανοχής, άσωτα μπαρ και χαρτοπαικτικές λέσχες».
Οταν, όμως, βγαίνοντας από τη Στέγη αντίκρισε τα γειτονικά κτίρια της λεωφόρου –δεν εννοεί προφανώς το Πάντειο Πανεπιστήμιο– αντιλήφθηκε καλύτερα τον κόσμο που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης χωρίς, παρόλα αυτά να του αλλάξει την τελική γνώμη για το έργο.
Αυτό που θαύμασε, εν τέλει, ο κριτικός στις αθηναϊκές σκηνές ήταν, τόσο την ποσότητα των παραστάσεων που ανεβαίνουν στην πόλη (284 την εβδομάδα), αλλά και «την ποιότητα της υποκριτικής και την ικανότητα του Εθνικού Θεάτρου να ξεπεράσει την πρόσφατη κρίση».
Δεν σημαίνει όμως αυτό ότι τα προβλήματά του είναι λυμένα, όπως του υπενθυμίζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού: «Το Εθνικό χρειάζεται επειγόντως περισσότερα χρήματα, περισσότερα νέα κείμενα και, εξίσου σημαντικό, περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτες».
Ταυτόχρονα, το Εθνικό αναζητά περισσότερες πειραματικές παραγωγές που θα αμφισβητήσουν το «παραδοσιακά συντηρητικό» πρόσωπό του. «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι, αν καταφέρει να βρει περισσότερα έργα του διαμετρήματος του “Goodbye, Lindita” του Μπανούσι, έχει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας» σημειώνει, κλείνοντας, ο Μπίλινγκτον.