Η Λούσι και ο Τσάρλι Μπράουν φιλοσοφούν | Somerset House
Επικαιρότητα

Θυμάστε τον Τσάρλι Μπράουν, τον Σνούπι και την παρέα τους;

Αν ζούσε, στις 26 Νοεμβρίου ο Τσαρλς Σουλτς, ο «πατέρας» του Σνούπι και της παρέας του, θα έκλεινε τα 96. Δεν θεωρούσε σπουδαία τα έργα του, μια έκθεση στο Λονδίνο όμως αποδεικνύει την τεράστια επίδραση που είχαν σε 75 τουλάχιστον χώρες επί δεκαετίες
Κική Τριανταφύλλη

Στις 2 Οκτωβρίου 1950, σε μια εποχή που η χαρά για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε κορυφωθεί στις ΗΠΑ, η θλίψη δεν αναγνωριζόταν ως προσωπικό συναίσθημα και αν κάποιος δήλωνε δυστυχής θεωρείτο μάλλον αντικοινωνικός, ένας 27χρονος νεαρός καρτουνίστας από τη Μινεζότα, ονόματι Τσαρλς Σουλτς, παρουσίασε τα «Peanuts» του, ένα κόμικ με μια ομάδα παιδιών που έλεγαν απλά την αλήθεια: «Έχω βαθιά κατάθλιψη», λέει ο στρογγυλοπρόσωπος Τσάρλι Μπράουν στη Λούσι σε ένα από τα πρώτα κόμικ της σειράς, «Τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό;». Και το αυταρχικό κορίτσι τον συμβουλεύει: «Ξεκόλλα»…

Τα «Peanuts» άρχισαν να δημοσιεύονται ταυτόχρονα σε εφτά εφημερίδες των ΗΠΑ μεταξύ των οποίων οι Washington Post, Chicago Tribune, Minneapolis Star Tribune και Seattle Times και σύντομα άρχισαν να κάνουν τον γύρο του κόσμου. Και η τελευταία δημιουργία του Σπάρκι, όπως ήταν το παρατσούκλι του Τσαρλς Μ. Σουλτς, θα εμφανιζόταν στις 13 Φεβρουαρίου 2000 μία ημέρα μετά τον θάνατό του.

Ο Τσαρλς Σουλτς σκιτσάροντας τον Τσάρλι Μπράουν, την 1η Ιανουαρίου 1956 (Wikipedia / Roger Higgins)

Ο Σνούπι και η παρέα του είναι μια από τις πιο δημοφιλείς και επιδραστικές σειρές στην ιστορία των κόμικς, και αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη που δημιουργήθηκε ποτέ με συνολικά 17.897 δημοσιευμένα καρέ, που στο μεταξύ τροφοδότησαν βιβλία, τηλεοπτικά σόου, θεατρικές παραστάσεις, ηχογραφήσεις σε δίσκους και ραδιοφωνικά σκετς – έγιναν ακόμη και ταινία.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα περιβόητα «Φιστίκια» είχαν μεταφραστεί σε 21 γλώσσες, δημοσιεύονταν σε περισσότερες από 2.600 εφημερίδες, και είχαν 355 εκατ. φανατικούς αναγνώστες σε 75 χώρες, αποφέροντας στον δημιουργό τους περισσότερα από 1 δισ. δολάρια.

Τα «Peanuts» υπήρξαν σταθμός στην ιστορία των κόμικς καθώς έφεραν κάτι εντελώς καινούργιο στις σελίδες των εφημερίδων όπου παρουσιάζονταν σε συνέχειες. Μέχρι τότε -μιλάμε για τα μέσα του 20ου αιώνα- κυριαρχούσαν η δράση και η περιπέτεια, το βοντβίλ και το μελόδραμα, οι χοντροκομμένες φάρσες και τα γκαγκ. Ο Τσαρλς Σουλτς, όμως, τόλμησε να αξιοποιήσει τις προσωπικές του «παραξενιές» -ένα διαχρονικό αίσθημα αλλοτρίωσης, ανασφάλειας και κατωτερότητας- και να αποτυπώσει με το πενάκι του τα πραγματικά του συναισθήματα.

Οι φιγούρες των Peanuts στήνονται για την έκθεση του Somerset House στο Λονδίνο

Ανανέωσε το κόμικ με τη λιτή του γραφή και μια λεπτή αίσθηση του χιούμορ για θέματα ταμπού όπως η πίστη, η μισαλλοδοξία, η κατάθλιψη, η μοναξιά, η σκληρότητα και η απελπισία, γράφει ο βιογράφος του, Ντέιβιντ Μικαέλις σε ένα αφιέρωμα στον μεγάλο καρτουνίστα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Time. Οι χαρακτήρες του ήταν στοχαστικοί, μιλούσαν με απλότητα και δύναμη, έκαναν έξυπνες παρατηρήσεις σχετικά με τη λογοτεχνία, την τέχνη, την κλασική μουσική, τη θεολογία, την ιατρική, την ψυχιατρική, τον αθλητισμό και τους νόμους.

Ο Σουλτς παρουσίασε την Αμερική με τον τρόπο που το κάνει και ο Χάκλμπερι Φιν, ο παιδικός ήρωας του Μαρκ Τουέν: οι Αμερικανοί πιστεύουν στη φιλία, την κοινότητα, τη δικαιοσύνη, αλλά αυτό που κυριαρχεί τελικά είναι η απομόνωση του καθενός, μια απομόνωση που έφτασε πολύ βαθιά, τόσο στην ψυχή του Σουλτς όσο και στους χαρακτήρες που παρουσίασε.

Ο Τσάρλι Μπράουν ήταν κάτι νέο στην ιστορία του κόμικ: ένα πραγματικό πρόσωπο, με μια πραγματική ψυχή και πραγματικά προβλήματα, ένα πρόσωπο γνώριμο στον αναγνώστη, που μπορούσε να αναγνωρίσει τους φόβους του, και συμμεριζόταν την αίσθηση της κατωτερότητας και της απελπισίας που ένιωθε ο πιτσιρίκος με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο.

Ο Σνούπι δεν μπαίνει ποτέ μέσα στο σπιτάκι του

Όταν ο Τσάρλι Μπράουν ομολόγησε για πρώτη φορά, «δεν αισθάνομαι με τον τρόπο που θα πρέπει αισθάνομαι», μιλούσε για ανθρώπους στην Αμερική του Αϊζενχάουερ, ειδικά για μια γενιά φοιτητών με σκοτεινές ανησυχίες, την τελευταία γενιά που -όπως και ο Σουλτς- μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση και διάβαζε τα λεγόμενα του Τσάρλι Μπράουν ως υπαρξιακές δηλώσεις, σε μια εποχή που ο υπαρξισμός μόλις γεννιόταν.

Για πρώτη φορά, χαρακτήρες σε κόμικ μίλησαν «με δύο διαφορετικά κλειδιά», όπως σημειώνει ο μυθιστοριογράφος και καθηγητής σημειολογίας Ουμπέρτο Εκο. Τα «Φιστίκια» συνομιλούσαν σε απλή γλώσσα αμφισβητώντας ταυτόχρονα το νόημα της ζωής. Εξέφραζαν γνήσιο πόνο και απώλεια, ακόμα και τον θυμό τους («Πόσο τον μισώ!» ήταν μια από τις πρώτες ατάκες) αλλά κρατώντας τα πάντα ζεστά και τρυφερά. Συνδυάζοντας τις ιδέες των ενηλίκων με έναν κόσμο μικρών παιδιών, ο Σουλτς μάς υπενθύμισε ότι αν και οι παιδικές πληγές παραμένουν ανοικτές, ως ενήλικες έχουμε τη δύναμη να θεραπεύσουμε τους εαυτούς μας με το χιούμορ. Αν μπορούμε να γελάμε με τον καθημερινό αγώνα μιας αστείας συμμορίας πιτσιρικιών και στα δικά τους βάσανα να αναγνωρίζουμε τους ενήλικες που έχουμε γίνει, μπορούμε ίσως να απελευθερωθούμε. Αυτή ακριβώς η μαγεία του «αλχημιστή» Σουλτς έκανε το έργο του παγκόσμια γνωστό.

Ο Τσαρλς Σουλτς γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1922 στην Μινεάπολη της Μινεσότα, ήταν το μοναδικό παιδί του γερμανού Καρλ Σουλτς και της νορβηγίδας Ντένα Χάλβερσον. Του άρεσε πολύ να ζωγραφίζει, συχνά μάλιστα ζωγράφιζε τον σκύλο του τον Σπάικ, που συνήθιζε να μασάει ασυνήθιστα πράγματα όπως ξυραφάκια, καρφίτσες και καρφιά. Μεγαλώνοντας έγινε ένας ντροπαλός και άτολμος έφηβος, ίσως γιατί ήταν ο μικρότερος στην τάξη του έχοντας κερδίσει δύο χρονιές.

Καρέ από την έκθεση στο Somerset House του Λονδίνου

Η απόρριψη των σχεδίων του κάποια χρονιά στο γυμνάσιο τον σημάδεψε. Το επεισόδιο μάλιστα έγινε γνωστό πολλά χρόνια αργότερα όταν σε κάποιο καρέ η Λούσι ζήτησε από τον Τσάρλι Μπράουν να υπογράψει το σκίτσο ενός αλόγου που της είχε ζωγραφίσει μόνο και μόνο για να του πει σαδιστικά ότι το έκανε για πλάκα. Εξήντα χρόνια αργότερα όμως στην κεντρική αίθουσα του σχολείου του, του Richards Gordon Elementary School, τοποθετήθηκε ένα άγαλμα του Σνούπι ύψους 1,5 μ.

Ο Σουλτς ήταν 20 ετών όταν έχασε τη μητέρα του που υπέφερε πολύ καιρό από καρκίνο του εντέρου -ασθένεια από την οποία πέθανε και ο ίδιος σε ηλικία 77 ετών- και η απώλειά της τον επηρέασε βαθιά. Την ίδια εποχή, το 1943, κατετάγη στον στρατό και για δύο χρόνια υπηρέτησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Σνούπι αστροναύτης εκτίθεται στο Somerset House στο Λονδίνο

Όταν επέστρεψε στη Μινεάπολη άρχισε να ασχολείται με τα κόμικ έως ότου κατάφερε να αμείβεται από τη δουλειά του. Οι χαρακτήρες των ηρώων του έχουν πολλά στοιχεία από τη δική του οικογένεια. Ο πατέρας του Τσάρλι Μπράουν είναι κουρέας και η μητέρα του νοικοκυρά όπως και οι γονείς του Σουλτς. Ο σκύλος που είχε όταν ήταν παιδί ήταν πόιντερ ενώ ο Σνούπι είναι μπιγκλ, παρόλα αυτά έχουν πολλές ομοιότητες όπως φαίνεται σε πολλές οικογενειακές φωτογραφίες.

Και η μικρή κοκκινομάλλα με την οποία ο Τσάρλι Μπράουν ήταν τρελά ερωτευμένος αλλά δεν τόλμησε ποτέ να της εξομολογηθεί τον έρωτά του ήταν υπαρκτό πρόσωπο: ονομαζόταν Ντόνα Μέι Γουόλντ, έκαναν παρέα για πολλά χρόνια, μάλιστα το 1950 ο Σουλτς την ζήτησε σε γάμο, αλλά εκείνη αρνήθηκε και παντρεύτηκε έναν άλλο, σύμφωνα με την Washington Post.

Ακόμη, ο Λίνους και ο Σέρμι είχαν τα ονόματα των φίλων του Λίνους Μάουερ και Σέρμαν Πλέπλερ, ενώ τον χαρακτήρα της Πέπερμιντ Πάτι εμπνεύστηκε από την Πατρίτσια Σουάνσον, εξαδέλφη του από την πλευρά της μητέρας του, που έτρωγε συνέχεια καραμέλες μέντας. Ο Τσάρλι Μπράουν άλλωστε ήταν ντροπαλός και αποτραβηγμένος όπως και ο δημιουργός του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι κατά κάποιον τρόπο άβαταρ του Τσαρλς Σουλτς.

Τα πιτσιρίκια του Σουλτς δεν δίσταζαν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους

Σύμφωνα με την δεύτερη σύζυγό του, τη Ζαν, ο ίδιος ο Σουλτς συνήθιζε να λέει ότι ήταν λίγο από όλους τους χαρακτήρες: «Ο Τσάρλι Μπράουν είναι η αδύναμη και ανασφαλής πλευρά μου. Η Λούσι είναι η εξυπνακίστικη πλευρά μου. Ο Λίνους είναι η πιο περίεργη και προσεκτική πλευρά μου. Και ο Σνούπι αυτό που θα ήθελα να είμαι, ατρόμητος, το επίκεντρο της παρέας, και με ένα φιλί να εξαφανίζω την κακή διάθεση της Λούσι».

Πράγματι το alter ego του ήταν ξεκάθαρα ο Σνούπι, το μπιγκλ που δεν κοιμάται ποτέ μέσα στο σπιτάκι του αλλά ξαπλώνει ανάσκελα στη σκεπή και ονειρεύεται κοιτάζοντας τα αστέρια, που τρέμει στην ιδέα να πλησιάσει την τεράστια επιθετική γάτα του διπλανού σπιτιού, που βαριέται και για να διασκεδάσει την ανία του κάνει τα πάντα για να συμμετέχει στην παρέα των παιδιών, τσακώνεται με τον Λάινους (του κλέβει την κουβέρτα του) και χάνει πάντα, γίνεται σκυλί – ελικόπτερο με αυτιά έλικες αλλά την τελευταία στιγμή δεν τα καταφέρνει να βοηθήσει τα παιδιά, σκυλί-διασώστης, σκυλί-πιλότος που κάνει αεροπλανικά κόλπα, συγγραφέας που γράφει στη γραφομηχανή του καθισμένος στην σκεπή του σκυλόσπιτού του. Το μεγάλο του όπλο κατά της πλήξης είναι η απέραντη φαντασία του χάρη στην οποία μπαίνει σε απίθανους ρόλους, ονειρεύεται ότι μπορεί να γίνει τα πάντα, όπως άλλωστε ένα παιδί…

Όλα αυτά βέβαια δεν τα θεωρούσε πολύ σοβαρά, «σχεδόν τίποτα» έλεγε για τα καρέ των «Φιστικιών» του. Μια έκθεση όμως που γίνεται αυτό τον καιρό στο Somerset House του Λονδίνου αποδεικνύει ότι η επιρροή τους προκάλεσε σεισμό, κοινωνικό και πολιτισμικό, καθώς τα πιτσιρίκια του Σουλτς δεν δίσταζαν να διατυπώνουν τόσο υπαρξιακά ερωτήματα όσο και συναισθηματικά προβλήματα, έγιναν cult μασκότ των στρατιωτών στο Βιετναμ, στην παρέα τους εμφανίστηκε ακόμη και ένας χαρακτήρας μαύρου, ενώ οι γυναίκες ήταν ισότιμες με τους άντρες. Και πάνω από όλα έβαζαν φυσικά τη φιλία.

Info