Επικαιρότητα

Θεαματική ζήτηση για το 30ετές ομόλογο – Πάνω από €26 δισ. οι προσφορές

Πηγές της αγοράς χαρακτηρίζουν ήδη την έκδοση - την πρώτη μακράς διαρκείας μετά το 2008- ως τεράστια επιτυχία για το ελληνικό Δημόσιο. Για έκδοση-ορόσημο που σηματοδοτεί την πλήρη επιστροφή της χώρας μας στις διεθνείς αγορές, έκανε λόγο ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας
Protagon Team

Εκλεισε το βιβλίο προσφορών για το 30ετές ομόλογο, με τις προσφορές που υποβλήθηκαν, να ξεπερνούν τα 26 δισ. ευρώ και το επιτόκιο να διαμορώνεται κοντά στο 1,8%.

Υπό το φως της θεαματικής ζήτησης για την έκδοση-ορόσημο του νέου 30ετούς ομολόγου -την πρώτη μετά το 2008- πηγές της αγοράς κάνουν ήδη λόγο για τεράστια επιτυχία του ελληνικού Δημοσίου.

Το ελληνικό Δημόσιο άντλησε 2,5 δισ. ευρώ, κάτι που αφήνει περιθώρια για reopening του τίτλου εντός του έτους.

Το αρχικό επιτόκιο για το νέο 30ετές ομόλογο διαμορφώθηκε στις 160 μονάδες βάσης πάνω από το Mid Swap (41 μ.β), άρα κοντά στο 2%, ενώ στη συνέχεια υποχώρησε στις 150-155 μ.β + mid swap, δηλαδή στην περιοχή 1,9%-1,95%.

Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά το κλείσιμο του βιβλίου, το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στις 150μ.β πάνω από το mid swap, κοντά στο 1,9%, με την τελική τιμολόγηση να αναμένεται και να υπολογίζεται κοντά στο 1,75%-1,80%.

Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, η σπουδαία επιτυχία της έκδοσης σηματοδοτεί την πλήρη επιστροφή της χώρας μας στις διεθνείς αγορές και συμβάλλει στην εξομάλυνση της καμπύλης των αποδόσεων, παρέχοντας ταυτοχρόνως ασφάλεια στους επενδυτές, καθώς χρονικά ξεπερνά -κατά πολύ- την περίοδο που εκπνέουν τα συμφωνημένα με τους θεσμούς μέτρα διευθέτησης για το χρέος.

Η έκδοση, σημείωσε ο υπουργός, διακρίνεται για τη σημαντική ζήτηση, το χαμηλό κόστος δανεισμού και την εξαιρετική ποιότητα της και «συμβάλλει σημαντικά στην περαιτέρω βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.

»Καταδεικνύει και επιβεβαιώνει, ακόμη πιο εμφατικά σε σύγκριση με προηγούμενες εξόδους στις αγορές, την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στη διαχείριση, τις δυνατότητες και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», ενώ «παράλληλα, αποτελεί ένα επιπλέον θετικό βήμα, το οποίο αναμένεται να συνδράμει, καταλυτικά, στις μελλοντικές αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας.»