«Ετούτοι / τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί τους, / βράζουν έρωτες κι αηδόνια / για να βγάλουν δυο δάχτυλα ζουμί», που έγραφε και ο ποιητής Βλαδίμηρος Μαγιακόβσκι στο «Σύννεφο με παντελόνια» (σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου). Ετούτος, δεν βράζει ούτε ρίμες ούτε αηδόνια.
Προσπαθεί, λέει ο Θάνος Μικρούτσικος ύστερα από τόσες δεκαετίες μουσικής και μελοποιημένης ποίησης, να ξανακάνει «γοητευτική την εικόνα του κόσμου στον οποίο θέλουμε να πάμε. Σε μια κοινωνία όπου ο Ανθρωπος θα αυτοπραγματωθεί. Μια κοινωνία στην οποία ο ψαράς θα γράφει ποίηση και ο ποιητής θα ψαρεύει». Και είναι μαζί με όσους αυτά οραματίζονται. Το είπε απερίφραστα. Και από ζουμί… πολύ.
Πολύ ιδεαλιστικό για τα μέτρα του σημερινού κόσμου; Ισως. Ας το πάρουμε λοιπόν αλλιώς.
Από τον Θάνο Μικρούτσικο που πριν από 15 μήνες είδε να ορθώνεται μπροστά του το φάσμα του καρκίνου (στο συκώτι). Και το αντιπάλεψε. Και ακόμη το αντιπαλεύει με συνεχείς χημειοθεραπείες. Και το προκάλεσε: «Καρκίνε, τα έβαλες με λάθος άνθρωπο. Θα σε ταλαιπωρήσω φρικτά» (όπως βροντοφώναζε από μια συνέντευξη στην Έφη Μαρίνου, για την «Εφημερίδα των Συντακτών», τον Μάιο). Είναι λιγότερο ιδεαλιστικά αυτά; Κάμποσους μήνες μετά, λοιπόν, δηλώνει -και διαδηλώνει- μέσα από αυτές τις γραμμές στο Protagon.gr: «Έζησα την ζωή μου δίνοντας μάχες. Με λάθη. Και σωστά. Και αποφάσιζα πάντα κυρίως να μεγεθύνω το Χρόνο, ρουφώντας την κάθε στιγμή»
Πόσω μάλλον τώρα, που «ήρθε αυτή η άσχημη περίοδος. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να αλλάξω. Δεν θα μπορούσα να εκλιπαρήσω κανέναν. Μένω όρθιος, με κύριο χαρακτηριστικό ότι δεν φοβάμαι».
Και κυρίως μένει -και μου το τονίζει αυτό- δημιουργικός. «Στην περίοδο τη δύσκολη έχω κάνει 14 συναυλίες. Δεν είναι πολλές, όμως πέντε εξ αυτών ήταν πολύ μεγάλες». Στο μεταξύ, έγραψε τη μουσική για τα παραμύθια της αγαπημένης συζύγου του Μαρίας Παπαγιάννη, στο CD-βιβλίο «Λέγε ο ένας, λέγε ο άλλος». «Εγραψα και δύο μικρά έργα μουσικής δωματίου», μου θυμίζει. Και έπλασε και την επανέκδοση δύο έργων του, ύστερα από σαράντα σχεδόν χρόνια.
Μιλάμε για την εμβληματική «Καντάτα για τη Μακρόνησο», πάνω στα ποιήματα του «Πέτρινου χρόνου» (των «Μακρονησιώτικων», όπως συνήθιζαν να τα λένε) του άλλοτε μέντορά του στην ποίηση, Γιάννη Ρίτσου και την «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκι», με νέες ενορχηστρώσεις, ξαναδούλεμα και νέες ιδέες, αλλά και νέους ερμηνευτές: τον Κώστα Θωμαΐδη και την Ρίτα Αντωνοπούλου.
Με αφορμή και ως αφιέρωμα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ. Αυτή η έκδοση σε πολύτιμο βιβλίο – CD, με κείμενα του Θάνου και άλλα για τον Ρίτσο και τον Μαγιακόβσκι ήταν η αφορμή και η αφετηρία της κουβέντας μας. Αλλά και ο λόγος της παρουσίας του Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, που δεν μίλησε μόνον για «το εγκώμιο στον νέο Ανθρωπισμό που μπορεί να αναπτύσσεται στις νέες συνθήκες» που είναι τα μελοποιημένα το 1975 ποιήματα του Ρίτσου, ως εμβληματική «Καντάτα», αλλά και για το «δώρο στις νεότερες γενιές του Θάνου Μικρούτσικου, ο οποίος δεν εξαντλείται σε θρηνωδίες για την βάρβαρη πραγματικότητα».
Πίσω στον Θάνο και στην κατά Κουτσούμπα «αλλόκοτη, ατονική μουσική του, που είναι σαν να ζει μέσα της ο εφιάλτης και ο παραλογισμός της Μακρονήσου». Που χάρη σε μια πρόσκληση για την επανέκδοση – ξαναδούλεμα των έργων για τα 100χρονα του ΚΚΕ έζησε «ίσως την πιο ευτυχισμένη και πιο συγκινητική στιγμή της ζωής του». Όταν συνολικά 22.000 κόσμος, 11.000 στην Αθήνα, στο Ολυμπιακό Γυμναστήριο Γαλατσίου, 4.500 στο Εθνικό Κλειστό Γυμναστήριο «Δημήτριος Τόφαλος» της Πάτρας και 7.000 στο Παλέ ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης, τα άκουσε, σιωπώντας εντυπωσιακά. «Περισσότερο και από το Μέγαρο!».
Με ένα θέμα οικείο που συγκινεί, αλλά «με μια φόρμα που εξακολουθεί να είναι ανοίκεια». Δεν είναι τυχαίο δε ότι αυτή η προσοχή, αυτή η αγάπη, όπως την ερμηνεύει, η συμπαράσταση του κόσμου, των ακροατών του, έκανε τις συναυλίες του στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα – Υμηττού, τον Ιούνιο, να σπάσουν ακόμη και το ρεκόρ προσέλευσης που είχε η Ελευθερία Αρβανιτάκη, την εποχή του «Δυνατά, δυνατά» ή οι νεότεροι Γιάννης Χαρούλης και Ελεονώρα Ζουγανέλη. «Θέλω να το πω αυτό και το εννοώ», επιμένει στην κουβέντα μας: «Η συμπαράσταση του κόσμου στην περιπέτειά μου, είναι μια συμπαράσταση ουσίας».
Τι έχει αλλάξει, ουσιαστικά, μέσα του και έξω του, από τότε που έγραψε το έργο, στα 28 του χρόνια, μέχρι σήμερα που το ξαναείδε; «Προφανώς έχουν αλλάξει πολλά. Ομως η Καντάτα και τότε και τώρα είναι ένα έργο οριακό. Εργο που ένωσε δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους». Τον παλιό, ας πούμε, κόσμο του τραγουδιού και τον νεότερο, τότε, της αβάν γκαρντ. Είχε προϋπάρξει, μου εξηγεί, αντίστοιχη προσπάθεια. Με τους «Ορνιθες» του Μάνου Χατζιδάκι, με το «Αξιον εστί» του Μίκη Θεοδωράκη» και με το «Μπολιβάρ» (κατά Νίκο Εγγονόπουλο) του Νίκου Μαμαγκάκη. «Διαφοποιήθηκα όμως και από τους τρεις, αν και νεαρός, γιατί κατάφερα να κάνω ένα έργο που έσπρωχνε τα όρια. Και δεν μιλάω για την αξία του…».
Καπνίζει λίγο από τον – κλασικό – καπνό της πίπας του. «Εχουν αλλάξει πολλά έκτοτε». Από το 1976, όταν η Καντάτα δισκογραφήθηκε και πρωτακούστηκε και σε παράσταση, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη, χορογραφίες Σοφίας Σπυράτου, πρώτα στο Σπόρτινγκ κι έπειτα το 1981 στην Λαϊκή Οπερα του Βερολίνου, το 1982 στο Konzerthaus της Βιέννης και το 1983 στην Οπερα της Γλασκώβης. Στην αρχική εκδοχή με τον – παρόντα στην παρουσίαση -δευτεροετή σπουδαστή τότε Γιώργο Κιμούλη και άλλους 17 ηθοποιούς, «με έγχορδα, δυο πιάνα και τη μοναδική – ιέρεια αρχαίας τραγωδίας – Μαρία Δημητριάδη». Τη «λέαινα του πολιτικού τραγουδιού», όπως την αποκάλεσε ο Δημήτρης Κουτσούμπας σε ομιλία του για τα 100χρονα του ΚΚΕ. «Τη μεγαλύτερη δραματική τραγουδίστρια που έβγαλε αυτός ο τόπος», κατά τον σημερινό, εν αποτιμήσει, Θάνο Μικρούτσικο.
Πίσω στις μουσικές σκέψεις του: Πέρα από την τόλμη του 28χρονου τότε Θάνου, κατά τον ίδιο «στα έργα μου, ακόμη και στο τραγούδι, νομίζω ότι προχώρησα ανιχνεύοντας την καινούργια απλότητα. Παλιά, φοβόμουν την απλότητα επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να πέσω στην απλοϊκότητα. Τώρα πλέον, ύστερα και από τη «Ρόζα» του Δημήτρη Μητροπάνου, δεν έχω τον ίδιο φόβο». Και κλείνει αυτήν την ενότητα με ένα τσιτάτο: «Είμαι εχθρός του τυποποιημένου». Ακόμη κι όταν ξαναδουλεύει ήδη υπάρχοντα έργα του. Οπως τώρα την «Καντάτα». Ή, παλαιότερα, τον «Σταυρό του Νότου».
Το ξαναείπε και παραπάνω, αλλά κόντρα στον καρκίνο, τη δύσκολη εποχή, έχει ως όπλο του την παραδοχή καταρχάς και τον αγώνα κατά δεύτερον. Εκείνο το «Εχω καρκίνο και θα τον δυσκολέψω όσο μπορώ τα λέει όλα». Ομως κυρίως έχει να αντιπαραθέσει τη δημιουργικότητά του. «Αυτό που δεν μπορώ να κάνω» -και δεν μου το λέει με παράπονο αυτό- «είναι σχεδιασμός μεγάλων έργων, που θέλουν πολύν χρόνο, διότι αυτό εξαρτάται και από την κατάσταση της υγείας του». Την οποία θα ελέγξει, για τη σταθερότητα ή μη, όπως μου αποκαλύπτει στο φινάλε της κουβέντας μας, με δύο σημαίνουσες εξετάσεις τον Οκτώβριο. «Τι θα ήθελα να κάνω μετά; Ταξίδια. Πρώτα στην αγαπημένη μου Ισπανία. Στη Βαρκελώνη, τη Μαδρίτη, τη Σεβίλλη. Τρίτη αγαπημένη μου, λέω, μετά το Παρίσι πρώτα και τη Σκωτία, το Εδιμβούργο, μετά».
Σε όλες τις κουβέντες μας από τις αρχές του ’90 – ακόμη και όταν βρισκόταν στον θώκο του υπουργού Πολιτισμού, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ή στο Φεστιβάλ της γενέτειράς του Πάτρας – καταλήγαμε με μια επωδό: «Βλέπεις τον ήλιο πάντα κόκκινο να ανατέλλει;». «Πάντα!» Αυτή τη φορά δεν είχε να μιλήσει για ήλιο κόκκινο. Αλλά για μέλλον. Όπως λέει και ο Βλαδίμηρος Μαγιακόβσκι, με τα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου, στο «Ξελασπώστε το μέλλον», από τα τραγούδια της «Σπουδής» του: «Το μέλλον δε θα ‘ρθεί / από μονάχο του, έτσι νέτο-σκέτο, / αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς». Εκείνος το τηρεί. Ακόμη και μέσα στα πολύ δύσκολα που τον βρήκαν στο διάβα της ζωής του. Εμείς;
Info
Θάνος Μικρούτσικος, «Καντάτα για τη Μακρόνησο», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκι», σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου, με τη Ρίτα Αντωνοπούλου και τον Κώστα Θωμαΐδη. «Για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ». Εκδοση σε 64σέλιδο βιβλίο – CD από τη «Σύγχρονη Εποχή».