Με δύο σελίδες που εγραψε προς τα μέλη των Δημοκρατικών του Κογκρέσου, ο Τζο Μπάιντεν βάζει φρένο στα σενάρια περί απόσυρσής του από την κούρσα της προεδρίας, ξεκαθαρίζοντας πως είναι αποφασισμένος να πάει μέχρι το τέλος.
Στην επιστολή του, ο πρόεδρος Μπάιντεν δηλώνει «σταθερά δεσμευμένος να παραμείνει στην κούρσα» και υπογραμμίζει πως το ερώτημα «πώς προχωράμε;» ακούγεται καθαρά τις τελευταίες ημέρες, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να σταματήσει. «Ακούω τις ανησυχίες αλλά οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι στις προκριματικές εκλογές «μίλησαν ξεκάθαρα και αποφασιστικά. Και είπαν ότι πρέπει να είναι υποψήφιος. Ήταν δική τους απόφαση. Ούτε ο Τύπος, ούτε οι ειδικοί, ούτε οι μεγάλοι δωρητές, ούτε κάποια επιλεγμένη ομάδα ατόμων, είχαν λόγο σε αυτή, ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις», τονίζει.
Λέει ακόμη δεν θα ήταν ξανά υποψήφιος αν δεν πίστευε απόλυτα ότι θα μπορούσε να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ. «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι εγώ – και εμείς – μπορούμε και θα νικήσουμε τον Ντόναλντ Τραμπ», λέει, προσθέτοντας ότι ο χρόνος για ερωτήσεις σχετικά με το πώς να προχωρήσουμε πρέπει να τελειώσει».
«Έχουμε μια δουλειά. Και αυτή είναι να νικήσουμε τον Ντόναλντ Τραμπ», καταλήγει η επιστολή του Μπάιντεν, που δημοσιοποιείται μόλις μια ημέρα αφότου πέντε πρωτοκλασάτοι Δημοκρατικοί της Βουλής των Αντιπροσώπων δήλωσαν κατά τη διάρκεια ιδιωτικής τηλεδιάσκεψης ότι πιστεύουν πως ο Μπάιντεν πρέπει να παραιτηθεί από την κούρσαυ. Πρόκειται για τους Αντζι Κρεγκ από τη Μινεσότα, Λόιντ Ντόγκετ από το Τέξας, Σεθ Μούλτον από τη Μασαχουσέτη, Μάικ Κουίγλι από το Ιλινόις και Ραούλ Γκριτζάλβα από την Αριζόνα. Για την ώρα, δεν έχουν εκφραστεί δημοσίως άλλοι εκλεγμένοι Δημοκρατικοί.
Δεν πάω πουθενά
Εκτός από την παραπάνω επιστολή, ο Τζο Μπάιντεν θέλησε να πει και δημοσίως οτι δεν πάει πουθενά. Και το έκανε στον αέρα του τηλεοπτικού καναλιού MSNBC.
Τηλεφώνησε ο ίδιος στην ζωντανή εκπομπή «Morning Joe» για να δηλώσει ότι μένει.
Το BBC σχολιάζει πως κάτι τέτοιες παρεμβάσεις στον τηλεοπτικό αέρα τις συνήθιζε ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά αυτή φαίνεται να είναι η πρώτη φορά που το κάνει ο Μπάιντεν, στα τριάμισι χρόνια της εξουσίας του.