Ο κίνδυνος υπάρχει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις: το έμπιστο «δεξί χέρι» ενός ισχυρού πολιτικού βρίσκεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη φυλακή και αρχίζει να σκέφτεται αν αξίζει τον κόπο να μετριάσει τη θέση του μιλώντας στη Δικαιοσύνη για τα πολλά που γνωρίζει.
Σε αυτή τη θέση είναι εδώ και λίγες ημέρες ο Αλέξ Σάαμπ, ο οποίος ήταν ο fixer, ο άνθρωπος δηλαδή που έφερνε εις πέρας τις λεπτές και ολίγον σκοτεινές δουλειές που του ανέθετε ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο.
Συνελήφθη στο Πράσινο Ακρωτήριο το καλοκαίρι του 2020 και έπειτα από μακρά δικαστική εμπλοκή εκδόθηκε και κρατείται στο Μαϊάμι – η Βενεζουέλα λέει ότι σχεδόν απήχθη από τους Αμερικανούς.
Κατηγορείται ότι ενεχόταν σε σχέδιο ξεπλύματος παράνομου χρήματος, λεηλατώντας τη Βενεζουέλα, ενώ γέμιζαν οι τσέπες των εκλεκτών του συστήματος Μαδούρο. Αν καταδικαστεί, αντιμετωπίζει κάθειρξη έως και 20 χρόνια. Ο ίδιος, πάντως, διά των δικηγόρων του, μιλά για πολιτικά υποκινούμενη δίωξη.
Αν δηλώσει ένοχος, γράφουν οι Times, θα πιεστεί ασφυκτικά να αποκαλύψει τα μυστικά των οικονομικών δοσοληψιών του Μαδούρο και του καθεστώτος του, με αντάλλαγμα μια πιο μικρή ποινή.
«Ρομπέν των Δασών» που έκλεβε από τους φτωχούς
Τέκνο λιβανέζων μεταναστών και γεννημένος στη Κολομβία, στην εποχή της παντοδυναμίας του ο 49χρονος σήμερα Σάαμπ τα είχε όλα: πλούτο, ωραία σύζυγο και ιδιωτικό τζετ.
Απέσπασε την πρώτη μεγάλη δουλειά του το 2009, η οποία αφορούσε την κατασκευή 25.000 εργατικών κατοικιών, αν και δεν είχε καμία πείρα στις κατασκευές. Λέγεται ότι το κόστος των υλικών που συμφωνήθηκε ήταν τριπλάσιο του πραγματικού. Ο Σάαμπ διοχέτευσε περί τα 350 εκατ. δολάρια σε αμερικανικές τράπεζες, έχοντας παραδώσει ελάχιστες κατοικίες.
Αργότερα ο Σάαμπ πήρε και άλλες δουλειές από το καθεστώς Μαδούρο. Το 2016 άλλη μια επιχείρησή του θα εισήγε τρόφιμα από το εξωτερικό, σε μια εποχή που η οικονομία της Βενεζουέλας ήταν στο ναδίρ. Πολλά από τα τρόφιμα ήταν σάπια, αλλά τα χρήματα κατέληξαν στους λογαριασμούς του Σάαμπ.
Το καθεστώς, γράφουν οι Times, όχι μόνο προστάτευσε τον Σάαμπ από τις καταγγελίες που γίνονταν, αλλά έφτασε να απειλήσει τους δημοσιογράφους που τις ερεύνησαν.
Το λάθος που έκανε ο Σάαμπ (που ισχυριζόταν ότι είχε διπλωματικό διαβατήριο και άρα ασυλία) ήταν να σταματήσει με το ιδιωτικό του τζετ στο Πράσινο Ακρωτήριο, για ανεφοδιασμό, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του για το Ιράν. Εκεί η αστυνομία της μικρής νησιωτικής χώρας τον συνέλαβε έπειτα από ένταλμα της Interpol που ζήτησαν βιαστικά οι ΗΠΑ. Αρχικά φυλακίστηκε, αλλά αργότερα τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό σε βίλα, με δεκάδες φρουρούς απ’ έξω. Τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν ζήτησαν την απελευθέρωσή του.
Τα τεράστια έξοδα της νομικής μάχης που ακολούθησε πλήρωσε η κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο ισπανός πρώην δικαστής Μπαλτάθαρ Γκαρθόν, που είχε συμβουλεύσει τον Τζούλιαν Ασάνζ.
Σήμερα, ο Μαδούρο και συν αυτώ είναι ανήσυχοι για το ενδεχόμενο ο Σάαμπ να αρχίσει να μιλά για όσα γνωρίζει – και είναι πολλά. Πραγματικά ανήσυχοι, αν κρίνουμε από την επιστολή που απέστειλε στον Σάαμπ ο υπουργός Εξωτερικών Αρεάθα. Με ευγενικό, αλλά σαφή τρόπο, υπενθύμιζε ότι ο Σάαμπ έχει πληροφορίες που αφορούν την εθνική ασφάλεια και ότι υπόκειται στους νόμους της Βενεζουέλας.
Αν μάλιστα ισχύουν οι πληροφορίες των κολομβιανών ΜΜΕ, η 27χρονη Ιταλίδα (δεύτερη) σύζυγος του και τα δύο παιδιά τους είναι υπό ομηρία, σαν μοχλός πίεσης κατά του παγιδευμένου fixer.