Κάποτε υπήρχε το «offshoring», η μετεγκατάσταση μέρους των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μιας εταιρείας, συνήθως της παραγωγής, οπουδήποτε στον κόσμο, με στόχο κυρίως τη μείωση του κόστους. Τα τελευταία χρόνια, όμως, λόγω καταρχάς της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία ανέδειξε την ευπάθεια των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, αλλά και του ψυχροπολεμικού αέρα που πνέει ανά την υφήλιο, πολλές εταιρείες επέλεξαν να αλλάξουν τακτική, εφαρμόζοντας το «near-shoring» και το «friend-shoring», με τους δύο όρους να δηλώνουν, ο μεν πρώτος τη μεταφορά της παραγωγής σε χώρες κοντά στις αγορές, και ο δεύτερος σε χώρες που θεωρούνται πολιτικά αξιόπιστες και συγγενείς ιδεολογικά και γεωπολιτικά.
Και για την Ευρώπη αυτό σημαίνει, όπως εξηγεί ο Economist σε εκτενές ρεπορτάζ του, πως οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, πρακτικά τα πρώην κομμουνιστικά κράτη της Γηραιάς Ηπείρου, θα μπορούσαν να γίνουν η «νέα Κίνα», δηλαδή ένα νέο «εργοστάσιο του κόσμου» (ή τουλάχιστον της Ευρώπης).
«Στην πρόσφατη έκθεσή του για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, ο Μάριο Ντράγκι, πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποστήριξε ότι η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει πιο ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού και να επενδύσει στην εγχώρια παραγωγή βασικών αγαθών, όπως οι ημιαγωγοί. Η παγκοσμιοποίηση στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έφερε εντυπωσιακή ανάπτυξη στα νεότερα μέλη της ΕΕ. Τώρα πρόκειται να επωφεληθούν ξανά» αναφέρεται στο βρετανικό δημοσίευμα.
Μάλιστα, ορισμένα από αυτά τα νεότερα μέλη επωφελούνται ήδη, με τον Economist να αναφέρεται ενδεικτικά στην Πολωνία, η οποία έχει να βρεθεί σε ύφεση από το 1991 (με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στη χώρα είναι αντίστοιχη εκείνης της Ισπανίας, ενώ οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν από τα ήδη πολλά 10 δισ. ευρώ ανά έτος στα μέσα της δεκαετίας του 2010, σε περίπου 20 δισ. σήμερα. Σύμφωνα, δε, με έρευνα της εταιρείας παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Kearney, η Πολωνία συγκαταλέγεται στους κορυφαίους προορισμούς για άμεσες ξένες επενδύσεις, πίσω από το Μεξικό και την Ταϊβάν.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του βρετανικού εντύπου υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους οι ξένες επενδύσεις στα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Ο πρώτος είναι η παγκόσμια μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα χρειαστούν, μεταξύ άλλων, περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα, μπαταρίες λιθίου, αντλίες θερμότητας και ανεμογεννήτριες, το οποίο σημαίνει πως θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες παραγωγικές δυνατότητες. Ωστόσο η αναβάθμιση παλιών εργοστασίων στη Γερμανία ή στη Γαλλία κοστίζει περίπου όσο η κατασκευή ενός νέου εργοστασίου στην Πολωνία ή στην Ουγγαρία. Και ενώ πλούσιες χώρες μπορεί να προσφέρουν περισσότερες επιδοτήσεις, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν φθηνότερη γη και εργατικό δυναμικό, πιο χαλαρά ρυθμιστικά πλαίσια και χαμηλότερους φόρους.
Ο δεύτερος λόγος είναι η κινεζική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνεται, η Κίνα επιδιώκει την περαιτέρω αύξηση της παραγωγής, ειδικά σε νέους τομείς όπως η ηλεκτρική αυτοκίνηση, με στόχο στη συνέχεια να εξάγει το όποιο πλεόνασμα. Ομως η μόνη αγορά που εξακολουθεί να είναι ακόμα αρκετά ανοιχτή στις κινεζικές εισαγωγές είναι εκείνη της ΕΕ, γεγονός που αυξάνει την πίεση στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες κινεζικές.
Σε αυτό το πλαίσιο, στρέφονται σε περιοχές της ενιαίας αγοράς όπου το κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο. Σε μια δεκαετία «το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αυτοκινήτων στην Ευρώπη θα μπορούσε να γίνεται σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης» ανέφερε o Ζόλταν Τόροκ, διευθυντικό στέλεχος της ουγγρικής Raiffeisen Bank.
Ο τρίτος λόγος είναι το ενδεχόμενο ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας (με την Ευρώπη να βρίσκεται στη μέση) να προκαλέσει σοβαρές διαταράξεις στις αλυσίδες εφοδιασμού. Γι’ αυτό πολλές επιχειρήσεις αρχίζουν να μεταφέρουν την παραγωγή τους κοντά στις αγορές (near-shoring). Οι κινέζοι κατασκευαστές ηλεκτρικών αυτοκινήτων, για παράδειγμα, θα επιδιώξουν να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους στην Ευρώπη χρησιμοποιώντας ως «προγεφύρωμα», όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του Economist, την Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν, όπου σύντομα πρόκειται να ανεγερθεί το πρώτο ευρωπαϊκό εργοστάσιο της κινεζικής βιομηχανίας ηλεκτρικών οχημάτων BYD. Αποκαλυπτικό του ενδιαφέροντος της Κίνας για την ευρύτερη κεντροανατολική Ευρώπη είναι το μπαράζ επενδύσεων στην Ουγγαρία αλλά και στη Σερβία, με το Πεκίνο να επενδύει στις δύο αυτές χώρες τεράστια ποσά την τελευταία τριετία.
Ομως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη δεν έχουν στραμμένη την προσοχή τους μόνο οι Κινέζοι. Την έχουν και οι Ευρωπαίοι, αλλά και οι Αμερικανοί, με τον Economist να αναφέρει ενδεικτικά πως τον περασμένο Ιούλιο ο γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς μετέβη στο Βελιγράδι για να υπογράψει μνημόνιο κατανόησης μεταξύ Σερβίας και ΕΕ για στρατηγική εταιρική σχέση στον τομέα των βιώσιμων πρώτων υλών για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτροκίνητων οχημάτων, ενώ η αμερικανική Intel επέλεξε την Πολωνία για την ανέγερση ενός εργοστασίου, με τη συνολική επένδυση να ξεπερνά τα 6 δισ. δολάρια.
Βέβαια, η έκρηξη ξένων επενδύσεων σε κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εγκυμονεί και κινδύνους. «Οι ξένοι επενδυτές δεν είναι ακριβώς δημοφιλείς. Ενα μεγάλο μέρος της οικονομίας της περιοχής είναι ήδη ξένη ιδιοκτησία. Η προστιθέμενη αξία στην παραγωγή αυτοκινήτων βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ξένα χέρια. Δύο από τις τέσσερις κορυφαίες τράπεζες της Πολωνίας είναι θυγατρικές της ολλανδικής τράπεζας ING και της ισπανικής Santander. Τα λαϊκιστικά κόμματα, όπως το Νόμος και Δικαιοσύνη της Πολωνίας, ισχυρίζονται πως οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν ως αποτέλεσμα μικρότερη αύξηση μισθών και αύξηση της ανισότητας» προειδοποιεί ο Economist.
Ωστόσο η απεξάρτηση χωρών από ξένες εταιρείες, κεφάλαια και τεχνογνωσία, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Στην προκειμένη περίπτωση, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης δαπανούν πολύ λιγότερα για έρευνα και ανάπτυξη σε σχέση με τα εύπορα κράτη της κεντρικής Ευρώπης, και δεν διαθέτουν μεγάλες κεφαλαιαγορές. Η προσπάθεια της Πολωνίας να κατασκευάσει ένα δικό της ηλεκτρικό όχημα βρίσκεται ακόμη στα σκαριά, παρότι ένωσε τις δυνάμεις της με την Geely, μια κινεζική εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων, ώστε να επωφεληθεί από την τεχνογνωσία των Κινέζων. Και ο μεγαλύτερος κατασκευαστής λεωφορείων της χώρας, η Solaris, εξαγοράστηκε πρόσφατα από την CAF, μια ισπανική εταιρεία.
Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πρέπει επίσης να ανταγωνίζονται για άμεσες ξένες επενδύσεις με εύπορες χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες μπορούν να αντέξουν οικονομικά μεγαλύτερες επιδοτήσεις, και με κράτη με πολύ φθηνότερη ενέργεια, όπως τα Σκανδιναβικά και η Ισπανία. Το κόστος εργασίας εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά το χάσμα μειώνεται διαρκώς. Ετσι, οι κυβερνήσεις των χωρών της περιοχής προσφέρουν στους ξένους φθηνή γη, γεγονός που δυσαρεστεί τις τοπικές επιχειρήσεις, επιδοτούμενη ενέργεια την οποία πληρώνουν άλλοι καταναλωτές και χαλαρότερα ρυθμιστικά πλαίσια, κάτι που εξοργίζει τις περιβαλλοντικές ομάδες.
Οι ξένοι επενδυτές χρειάζονται επίσης διαβεβαιώσεις ότι θα βρουν τους εργαζόμενους που χρειάζονται, και αυτό αποτελεί πρόκληση για χώρες όπου καταγράφεται μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας. Επιπλέον, εκατομμύρια πολίτες χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ έχουν μετακομίσει σε πλουσιότερες οικονομίες, δυτικότερα. Μια λύση αποτελεί η εισαγωγή εργατικού δυναμικού σε συνεργασία με ιδιωτικούς φορείς αλλά και κυβερνήσεις, όμως σε πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης σημαντικό ποσοστό των πολιτών τάσσεται κατά της μετανάστευσης.
«Η επενδυτική έκρηξη στις χώρες της ΚΑΕ θα ενισχύσει τη θέση τους στην ΕΕ, μαζί με τις οικονομικές τους προοπτικές. Θα τις κάνει επίσης πιο φιλικές προς την Κίνα και άλλα αυταρχικά κράτη που επιδιώκουν να πλησιάσουν την Ευρώπη. Ηδη η Ουγγαρία αντιστέκεται στους δασμούς της ΕΕ στα κινέζικα ηλεκτρικά οχήματα» συνοψίζει ο Economist, κάνοντας μάλιστα λόγο για κινεζικό Δούρειο Ιππο.