Από αριστερά: Ρομέν Ντουρίς (Αραμις), Βενσάν Κασέλ (Αθως), Φρανσουά Σιβίλ (Ντ' Αρτανιάν), Εύα Γκριν (Μιλαίδη) και Πίο Μαρμάι (Πόρθος) | imdb
Επικαιρότητα

Στους νέους «Τρεις Σωματοφύλακες» ο Πόρθος είναι… bisexual

Παρεκκλίνοντας από το πνεύμα του Αλέξανδρου Δουμά, θα βγουν στα σινεμά σε δύο μέρη, με το θηριώδες κόστος παραγωγής τους να φτάνει τα 72 εκατ. ευρώ. Δείχνουν να έχουν όλα τα όπλα: μεγάλα ονόματα όπως η Εύα Γκριν και ο Βενσάν Κασέλ και αρκετές εκσυγχρονιστικές προσαρμογές, όπως ο bisexual Πόρθος
Protagon Team

Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος έχει ρίξει στη μάχη το βαρύ πυροβολικό του, που φυσικά είναι η κλασική λογοτεχνική παράδοση της Γηραιάς Ηπείρου. Χρηματοδοτούμενοι από τέσσερις χώρες, με πρωταγωνίστρια την Εύα Γκριν και στο σεξουαλικό πνεύμα της εποχής, οι «Τρεις Σωματοφύλακες», που βγαίνουν στους κινηματογράφους σε δύο μέρη, προορίζονται να ανταγωνιστούν παραγωγές του Χόλιγουντ. Το αν θα τα καταφέρουν, απομένει να φανεί.

Σχετικά πιστές στο πνεύμα του Αλέξανδρου Δουμά, οι δύο ταινίες έχουν δύσκολο έργο να επιτελέσουν και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν θα βγάλουν τα λεφτά τους, με το θηριώδες κόστος παραγωγής να φτάνει τα 72 εκατ. ευρώ. Δείχνουν να έχουν όλα τα όπλα: Μεγάλα ονόματα όπως η Εύα Γκριν και ο Βενσάν Κασέλ και αρκετές εκσυγχρονιστικές προσαρμογές, όπως ο bisexual Πόρθος.

Η πρώτη ταινία βγήκε τον περασμένο Απρίλιο και πήγε χάλια στη Βρετανία και τη Γερμανία, ενώ στη Γαλλία συγκέντρωσε το αξιοσέβαστο ποσό των 23 εκατ. ευρώ. Η δεύτερη ταινία, που βγαίνει στους κινηματογράφους στα μέσα Δεκεμβρίου, θα δείξει εάν τελικά οι «Τρεις Σωματοφύλακες» θα αποτελέσουν ακόμη ένα θλιβερό κεφάλαιο στην ιστορία των ευρωπαϊκών blockbusters.

Η προηγούμενη μεγάλη ευρωπαϊκή απόπειρα να δημιουργηθεί μια ταινία που θα μπορούσε να υπερβεί τα σύνορα, ήταν το φιλμ επιστημονικής φαντασίας του Λικ Μπεσόν «Η Βαλεριάν και η πόλη των χιλιάδων πλανητών» (2017), με γαλαξιακό προϋπολογισμό ύψους 200 εκατ. δολαρίων, τα οποία φυσικά δεν έβγαλε.

Το στούντιο EuropaCorp του Μπεσόν είναι το κυριότερο ευρωπαϊκό κινηματογραφικό όχημα που επικεντρώνεται σε ταινίες μαζικής κατανάλωσης, όπως τα franchise Taxi και Taken. Αλλά η Βαλεριάν το έπνιξε στα χρέη. Υπήρξαν, φυσικά σποραδικές ευρωπαϊκές επιτυχίες παγκοσμίως από μικρές ταινίες όπως η «Αμελί», το «Life Is Beautiful» και οι «Ζωές των άλλων». Οπως υπάρχουν και τοπικές μεγάλες επιτυχίες και ακόμη και franchise που, αν είναι τυχερά, ταξιδεύουν και λίγο πιο έξω, όπως οι «Intouchables» του 2011 ή οι ταινίες του Astérix. Από το 2000, το Χόλιγουντ διείσδυσε στις τοπικές ευρωπαϊκές αγορές, χρηματοδοτώντας «τοπικές» επιτυχίες, όπως το «The Orphanage» στην Ισπανία, το 2007, ή το «The Artist», του 2011, στη Γαλλία.

Αλλά μια γνήσια πανευρωπαϊκή υπερπαραγωγή «όλοι για έναν και ένας για όλους» είναι εξαιρετικά σπάνια. Ο Ζαν-Ζακ Ανό, μιλώντας στον Guardian, το αποδίδει στην εξαφάνιση των υποδομών και της τεχνογνωσίας για τη δημιουργία ευρωπαϊκών παραγωγών μεγάλης κλίμακας. Ο γάλλος σκηνοθέτης αναγκάστηκε να πάει στο στούντιο Paramount στις ΗΠΑ για να πάρει τα 70 εκατ. δολάρια που χρειάζονταν για να κάνει την υπερπαραγωγή του 2001 «Enemy at the Gates», που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της Μάχης του Στάλινγκραντ. «Δεν υπάρχουν πλέον πολλοί άνθρωποι που ξέρουν πώς να κάνουν μεγάλες ταινίες στην Ευρώπη, υπάρχουν όλο και λιγότεροι που θέλουν να τις κάνουν, και υπάρχει κατακερματισμός του κοινού, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον και αυτό το απόθεμα που είχαμε κάποτε από ευρωπαίους αστέρες διεθνούς φήμης», λέει, αναπολώντας τους Μπελμοντό και Ντελόν.

Ετσι, στα πρόσφατα πανευρωπαϊκά βραβεία κινηματογράφου κυριάρχησαν οι ταινίες που παρήχθησαν από εθνικές κινηματογραφικές βιομηχανίες, όπως το «Ανατομία μιας πτώσης» (γαλλικά) της Ζιστίν Τριέ. Ο Μάικ Ντάουνι, παραγωγός και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, επισημαίνει στον Guardian ότι οι «ευρωπαϊκές» υπερπαραγωγές εξακολουθούν να υπάρχουν με τη μορφή ταινιών που έλκουν τη δημιουργική τους προέλευση στην Ευρώπη, αλλά χρηματοδοτούνται από το Χόλιγουντ, όπως η σειρά Χάρι Πότερ.

«Ομως», προσθέτει ο Ντάουνι, «η διασυνοριακή παραγωγή μεγάλου προϋπολογισμού είναι νεκρή» Και ευτυχώς κατά την άποψή του, καθώς οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες ήταν για τα σκουπίδια. Αναφέρεται και στη δική του ταινία «Bathory: Countess of Blood», του 2008, με πρωταγωνίστρια την Αννα Φρίελ.

Υπάρχει μια εναλλακτική εκδοχή της Ιστορίας του κινηματογράφου, κατά την οποία ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έγινε ποτέ και η γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία, ο κύριος παίκτης εκείνη την εποχή, δεν υπέστη αυτή την καταστροφική διακοπή που επέτρεψε στο Χόλιγουντ να πάρει το πάνω χέρι. «Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχονταν όλο και περισσότερους μετανάστες, χρειάζονταν ταινίες για θεατές που δεν μιλούσαν απαραίτητα αγγλικά. Ετσι ο αμερικανικός κινηματογράφος αναγκάστηκε να κάνει ταινίες με οπτική δράση. Η Γαλλία κράτησε την αγορά για πιο εκλεπτυσμένες ταινίες», εξηγεί ο Αρνό στον Guardian.

Αυτή ήταν η αρχή της διάσπασης ανάμεσα στον mainstream και τον arthouse κινηματογράφο, ο οποίος προοδευτικά κατέστησε τις ευρωπαϊκές κινηματογραφικές βιομηχανίες ανίκανες να ξεπεράσουν το Χόλιγουντ στην παραγωγή κινηματογράφου με μαζικό κοινό. Συχνά, όπως στη Γαλλία, τέτοια έργα επιδοτούνται από το κράτος, οδηγώντας σε αυτό που ο Ανό θεωρεί ως κουλτούρα εφησυχασμού. Λέει ότι οι ευρωπαίοι κινηματογραφιστές έχουν κίνητρα να επιλέγουν τοπικά κριτήρια, όπως τα γυρίσματα στις μητρικές γλώσσες, αντί να οραματίζονται πιο φιλόδοξες δουλειές που στοχεύουν στο κοινό εκτός των συνόρων: «Θεωρείται “αμαρτία” να κάνεις μια επιτυχημένη ταινία. Είναι καλύτερα να κάνεις μια τιμητική αποτυχία, μια αποτυχία με κοινωνική σημασία που λάμπει στα μάτια των κριτικών». Την εποχή που έκανε το «Επτά χρόνια στο Θιβέτ» έδωσε μια ομιλία στη σχολή κινηματογράφου Fémis του Παρισιού, κι εκεί είδε μια αφίσα στην οποία κάποιος είχε γράψει με κόκκινο γκράφιτι: «Ανό = επιτυχία = κίνδυνος».

Ο Ντάουνι πιστεύει ότι το να κυνηγήσουμε τη λευκή φάλαινα της υπερπαραγωγής είναι η λάθος προσέγγιση και ότι ο εθνικά ξεχωριστός κινηματογράφος της Ευρώπης παράγει αρκετά ποιοτικό έργο. Το πρόβλημα είναι να το δουν οι άνθρωποι, ειδικά μετά την πανδημία. «Μπορούμε να βοηθήσουμε να πάει ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος πέρα από τα arthouses και το mainstream και να κάνει περισσότερες ποιοτικές και εμπορικές ταινίες», λέει. «Αυτό το είδος “γονιμοποίησης” μπορεί να βοηθήσει τους ευρωπαίους καλλιτέχνες. Ο κινηματογράφος σήμερα συμβάλλει σημαντικά σε πολιτιστικές ταυτότητες που είναι πιο περιεκτικές, πιο πολυπολιτισμικές και πολυεθνικές, πιο ικανές να αγκαλιάσουν τη “νέα Ευρώπη”».