Πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη απλή και φτηνή μέθοδο | EPA/ALEKSANDAR PLAVEVSKI
Επικαιρότητα

Τεστ 10 λεπτών ανιχνεύει οποιονδήποτε καρκίνο στο σώμα

Αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει σε ποιο σημείο βρίσκεται, ούτε πόσο προχωρημένος είναι: αυστραλοί επιστήμονες ανέπτυξαν μια απλή και -το κυριότερο- μη επεμβατική μέθοδο που μπορεί να βρίσκει τις διαφορές ανάμεσα στο DNA των υγιών και των καρκινικών κυττάρων
Protagon Team

Επιστήμονες στην Αυστραλία ανέπτυξαν τεστ αίματος, το οποίο μπορεί να ανιχνεύσει οποιονδήποτε καρκίνο στο σώμα το πολύ μέσα σε 10 λεπτά. Πρόκειται για φθηνή και μη επεμβατική εξέταση που ανιχνεύει τις διαφορές στο DNA των καρκινικών κυττάρων σε σχέση με τα υγιή.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ματ Τράου, καθηγητή Χημείας του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature Communications, εξέφρασαν αισιοδοξία ότι το τεστ μπορεί να εντοπίσει σχεδόν οποιονδήποτε καρκίνο.

Το τεστ μέχρι στιγμής έχει ευαισθησία περίπου 90%, δηλαδή είναι σε θέση να ανιχνεύσει περίπου 90 στις 100 περιπτώσεις καρκίνου.

Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκαλύψει σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκεται ο καρκίνος, ούτε πόσο προχωρημένος είναι, αν και δίνει μια έγκαιρη προειδοποίηση στους γιατρούς για να ερευνήσουν, γράφει ο Guardian.

Ιδίως για καρκίνους όπως του παγκρέατος ή των ωοθηκών, που δίνουν ελάχιστα προειδοποιητικά σημάδια πριν εξαπλωθούν οι όγκοι, το νέο τεστ μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο. Ακόμη, πολλές διερευνητικές βιοψίες, όπως του προστάτη, θα καταστούν περιττές, αφού ο γιατρός θα ξέρει ήδη αν κάποιος έχει καρκίνο ή όχι.

Η μέθοδος βασίζεται στο ότι το DNA των καρκινικών κυττάρων προσκολλάται στα νανοσωματίδια του χρυσού με διαφορετικό τρόπο από το DNA των υγιών. Αυτό δίνει μια άμεση ένδειξη κατά πόσο υπάρχει καρκίνος σε ένα άνθρωπο, ακόμη και αν δεν έχουν εκδηλωθεί συμπτώματα.

Αν υπάρχουν καρκινικά κύτταρα κάπου στο σώμα, ένα υγρό που χρησιμοποιείται στο τεστ αλλάζει χρώμα σε ροζ και αποκαλύπτει έτσι την παρουσία τους αμέσως. Αν υπάρχουν μόνο υγιή κύτταρα, το υγρό παίρνει μπλε χρώμα.

Θα χρειασθούν πάντως περαιτέρω κλινικές μελέτες σε περισσότερους ανθρώπους, προκειμένου το νέο τεστ να αξιοποιηθεί ευρύτερα.