Εκαστος στο είδος του και ο Τάκης Λεμονής στο «έλα να σώσεις την κατάσταση». Τις δυο προηγούμενες φορές τον είχε καλέσει σε βοήθεια ο Σωκράτης Κόκκαλης: το 2000, όταν απολύθηκε ο Γιάννης Ματζουράκης, και το 2006, όταν εκδιώχθηκε ο Τροντ Σόλιντ. Και τις δύο, τα πήγε περίφημα. Ο Ολυμπιακός δεν κατέκτησε μόνον το Πρωτάθλημα εκείνης της σεζόν (2001 και 2007), αλλά και της επόμενης (2002 και 2008). Τώρα, ακριβώς εννέα χρόνια μετά τη δεύτερη απόλυσή του -στα μέσα Μαρτίου του 2008- τον «στρατιώτη του Ολυμπιακού», όπως αυτοπροσδιορίζεται ο Λεμονής, τον επιστράτευσε ο Βαγγέλης Μαρινάκης.
Ο Θεός τον βοήθησε, ώστε να μην κάνει ακόμα ένα λάθος με την πρόσληψη του πέμπτου, κατά σειράν, προπονητή της ομάδας μέσα στη σεζόν. Ευτυχώς για τον Ολυμπιακό, ο Ρεμί Γκαρντ (ο «εκλεκτός» του προέδρου) και ο Φιλίπ Μοντανιέ «κώλωσαν» να αναλάβουν μεσούσης της αγωνιστικής περιόδου. Μέχρι τους δυο ημιτελικούς Κυπέλλου με την ΑΕΚ, τον Απρίλιο, δεν θα προλάβαιναν ούτε τα ονόματα των παικτών τους να μάθουν. Το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας τεχνικός -ακόμη και ο πιο ικανός- σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι να εμψυχώσει τα αποδυτήρια και να συσπειρώσει τον σύλλογο. Σε κάτι τέτοια, ο Λεμονής είναι «μανούλα». Ξέρει καλά τον Ολυμπιακό, γνωρίζει τη δουλειά, το έχει ξανακάνει. Βρήκε, κιόλας, και το… σλόγκαν, όπως μαρτυρά η πρώτη του επίσημη δήλωση: «Είμαστε μόνοι μας απέναντι σε όλους και δεν περισσεύει κανείς».
Είναι ακριβώς αυτό που απέτυχε να κάνει ο Βασίλης Βούζας, η σύντομη παρένθεση ανάμεσα στον Πάουλο Μπέντο που απολύθηκε και τον Λεμονή που μόλις προσλήφθηκε. Στην Πόλη και στη Λεωφόρο, η απογοητευτική εικόνα της ομάδας ήταν η απόδειξη πως ο υπηρεσιακός τεχνικός ανέλαβε ένα βάρος πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που μπορούσε να σηκώσει. Δεν έχει να κάνει με την επάρκειά του ως προπονητή, δηλαδή με τις τεχνικές γνώσεις του, αλλά με την απειρία του στην ηγεσία και την καθοδήγηση μιας ομάδας «φτασμένων» ποδοσφαιριστών που περνάει μια μεγάλη κρίση, όχι μόνον αγωνιστική αλλά και ψυχολογική.
Ολυμπιακός και Λεμονής συνδέονται με ένα αόρατο νήμα. Στον πάγκο της συγκεκριμένης ομάδας, ο 57χρονος προπονητής πέτυχε διάφορους «άθλους», μεγάλους και μικρούς. Κατέκτησε τέσσερα Πρωταθλήματα (2001, 2002, 2007, 2008), αν και το τελευταίο «πιστώνεται» στον Χοσέ Σεγκούρα, αφού ο ίδιος είχε απολυθεί δυόμισι μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου. Επί των ημερών του ο Ολυμπιακός πανηγύρισε τα δύο πρώτα του «διπλά» στο Champions League, στη Βρέμη και στη Ρώμη, κατέγραψε την ευρύτερη νίκη του στη διοργάνωση (ένα 6-2 επί της φιναλίστ της προηγούμενης σεζόν, Μπάγερ Λεβερκούζεν), και σημείωσε μερικές ιστορικές νίκες στα ελληνικά ντέρμπι (1-4 στη Λεωφόρο και 4-0 τον Παναθηναϊκό, 4-3 και 6-1 την ΑΕΚ).
Από την άλλη, όμως, μόνο στον Ολυμπιακό τα κατάφερε. Μετά τη φυγή του από τον Πειραιά (2008), δεν στέριωσε πουθενά. Πέρασε, κατά σειράν, από τον Πανιώνιο, την Ομόνοια, τον Πανιώνιο (ξανά), τον Παναιτωλικό, τον Λεβαδειακό -απ’ όπου αποχώρησε τον Οκτώβριο του 2013- και από την Αλ Ραέντ της Σαουδικής Αραβίας, για έξι μήνες, έως τον Φεβρουάριο του 2016. Εκτοτε, ήταν άνεργος. Περίπου το ίδιο συνέβη και όταν ήταν ποδοσφαιριστής. Με τη φανέλα του Ολυμπιακού, από το 1978 έως το 1987, κατέκτησε τέσσερα Πρωταθλήματα (1980, 1981, 1982, 1987) και ένα Κύπελλο (1981), όμως η καριέρα του δεν έχει τίποτ’ άλλο αξιόλογο να επιδείξει. Ούτε στην Εθνική, όπου μέτρησε μόλις δυο συμμετοχές.
Προφανώς δεν είναι ο καλύτερος προπονητής του κόσμου. Δεν είναι, καν, ο καλύτερος έλληνας προπονητής. Αλλά στον Ολυμπιακό, όπου πέτυχε πολλά, τον αδίκησαν. Οχι οι οπαδοί, οι οποίοι στην πλειονότητά τους τον αγαπούν (η ομάδα έπαιξε επιθετικό και θεαματικό ποδόσφαιρο υπό την καθοδήγησή του), αλλά οι διοικήσεις. Κυρίως στη δεύτερη απόλυσή του. Αν δεν ήταν ο Λεμονής από τον Κολωνό, αλλά ο Λέμονιτς από το Νόβι Σαντ, ο Λεμονίθ από τη Μάλαγα ή ο Λεμονιέ από την Ντιζόν, θα τον είχαν κάνει… εικόνισμα, όπως τον Μπάγεβιτς και τον Βαλβέρδε.
Την προπονητική τη σπούδασε στην Αγγλία – εξ’ ού και το «Sir Takis», το «παρατσούκλι» του. Επειτα προσελήφθη στον Ολυμπιακό για πρώτη φορά το 2000, ως βοηθός του Ιταλού Αλμπέρτο Μπιγκόν, και έγινε ένας από τους τρεις βοηθούς προπονητή στα χρονικά του συλλόγου που τον οδήγησαν στον τίτλο του Πρωταθλήματος. Οι άλλοι δυο είναι ο Γιώργος Δαρίβας (το 1975) και ο Ολεγκ Προτάσοφ (το 2003).
Στην τρίτη του θητεία στο Λιμάνι, ο Λεμονής καλείται να γιατρέψει μια πληγωμένη ομάδα. Μόνον άλλη μία φορά στην ιστορία του, τη σεζόν 1959-1960, ο Ολυμπιακός είχε γνωρίσει, στο ίδιο πρωτάθλημα, τρεις εκτός έδρας ήττες από την ΑΕΚ, τον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ, χωρίς να πετύχει ούτε γκολ. Ποτέ στα χρόνια της εικοσαετούς κυριαρχίας του δεν είχε υποστεί τέσσερις ήττες σε πέντε διαδοχικά παιχνίδια πρωταθλήματος (από ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Πανιώνιο και Παναθηναϊκό). Και ποτέ, σε αυτό το διάστημα, δεν είχε μετρήσει πέντε ήττες με τη συμπλήρωση 25 αγωνιστικών.
Ακόμα κι αν τα καταφέρει, και ο Ολυμπιακός κατακτήσει το «νταμπλ», είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα παραμείνει και μετά το τέλος της σεζόν. Αυτό το καλοκαίρι θα είναι ένα από τα πιο κρίσιμα στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου, όπως εκείνο του 2010 που ο Κόκκαλης παρέδωσε στον Μαρινάκη, επειδή η ομάδα θα πρέπει να σχεδιαστεί και να χτιστεί από την αρχή. Είναι μάλλον απίθανο, να εμπιστευτούν αυτό το έργο στον Λεμονή. Αλλωστε, για κάποιον περίεργο λόγο, ο «Sir Takis» τα καταφέρνει καλύτερα όταν πιάνει τον Ολυμπιακό από ‘κει που τον άφησε κάποιος άλλος.