Τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος για το πώς κλείνει το ταμείο του κράτους το 2024, που δείχνουν ότι υπάρχουν 4,8 δισ. ευρώ παραπάνω έσοδα από τις προβλέψεις, έρχονται να επιβεβαιώσουν τον προϋπολογισμό που ψήφισε πριν από λίγες μέρες η Βουλή.
Το ερώτημα όμως παραμένει:
– Αφού «λεφτά υπάρχουν», γιατί η κυβέρνηση δεν χαλαρώνει την οικονομική πολιτική προχωρώντας και σε άλλες φοροελαφρύνσεις, είτε για τη μεσαία τάξη, με αλλαγή (τιμαριθμοποίηση) της φορολογικής κλίμακας των εισοδημάτων, είτε για όλους, με μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ, τουλάχιστον στα βασικά είδη κατανάλωσης;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, καθώς το δημόσιο χρέος ναι μεν έχει σταθεροποιηθεί στα 365 δισ. ευρώ, αλλά απαιτεί κάθε χρόνο 6,9 δισ. ευρώ για πληρωμή τόκων, αλλά και γιατί έως το 2029 οι δαπάνες θα επιβαρύνονται με 1,5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο για την πληρωμή των εξοπλισμών (φρεγάτες και αεροσκάφη) που θα παραλαμβάνει η χώρα από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Αρα, όλα τα δημοσιονομικά μεγέθη βρίσκονται σε μια λεπτή ισορροπία. Ταυτόχρονα, όμως, το οικονομικό επιτελείο καλείται να συνυπολογίσει και το πολιτικό κόστος που συνεπάγονται οι τελικές αποφάσεις και οι επιλογές για το «πού θα πάνε τα λεφτά», καθώς ο πολιτικός χρόνος είναι αμείλικτος και η αντιπολίτευση θα εντείνει μήνα με τον μήνα την πίεση για ελαφρύνσεις και παροχές.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι επιλογές του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη φάνηκαν κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, και ήταν:
– Τα παραπάνω έσοδα που προέρχονται από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα διανέμονται στα κοινωνικά στρώματα που τα έχουν ανάγκη.
Κατά τον κ. Χατζηδάκη, συνολικά το 2024 το Δημόσιο εισέπραξε 1,8 δισ. παραπάνω έσοδα (1 δισ. από ΦΠΑ και 800 εκατ. από τα νομικά πρόσωπα) λόγω του περιορισμού της φοροδιαφυγής. Αυτό το ποσό έδωσε το περιθώριο για την ικανοποίηση αιτημάτων και αναγκών συγκεκριμένων κοινωνικών χώρων και ψηφοφόρων από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ενώ η αντιπολίτευση ζητούσε να μειωθεί η έμμεση φορολογία και ειδικά ο ΦΠΑ προκειμένου να μειωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις και να ανακουφιστούν τα νοικοκυριά, η κυβέρνηση, έχοντας το δημοσιονομικό περιθώριο, προχώρησε στις κινήσεις στήριξης των εισοδημάτων των ένστολων και στην απαλλαγή των χαμηλοσυνταξιούχων από το βάρος της πληρωμής συμμετοχής τους στα φάρμακα.
Να σημειώσουμε ότι και τις δύο αυτές παρεμβάσεις είχαν ζητήσει και βουλευτές της ΝΔ, οι οποία μάλιστα είχαν καταθέσει σχετικές ερωτήσεις στους αρμόδιους υπουργούς. Αυτά τα μέτρα αποτέλεσαν την τελική επιλογή του πρωθυπουργού και του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη για το «πού θα πάνε τα παραπάνω έσοδα» ή έστω ένα μέρος τους.
Πού πάνε τα πρώτα λεφτά
Ηδη, με τροπολογία που κατέθεσε ο κ. Χατζηδάκης στη Βουλή, αναγνωρίζοντας την επικινδυνότητα της εργασίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αναμορφώνεται το επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας σε «επίδομα ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας και επικινδυνότητας» για 153.240 στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, της ΕΛΑΣ, του Λιμενικού και της Πυροσβεστικής. Το επίδομα από 1η Ιουλίου 2025 θα αυξηθεί κατά 100 ευρώ τον μήνα.
Επίσης, με την ίδια τροπολογία, επεκτάθηκε η απαλλαγή από τη συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη και των συνταξιούχων που θα δικαιούνταν την παροχή του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) εάν είχαν πάρει σύνταξη κατά το τελευταίο έτος καταβολής του, που ήταν το 2019. Οπως εξήγησε ο αρμόδιος υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Πάνος Τσακλόγου, η επέκταση αφορά 132.000 χαμηλοσυνταξιούχους και θα ισχύσει από την 1η Μαρτίου 2025.
Το ΕΚΑΣ έπαψε να καταβάλλεται το 2019, οπότε αυτοί που καλύπτονταν ήταν εκείνοι που ελάμβαναν ΕΚΑΣ μέχρι τότε. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι η επέκταση του μέτρου αφορά περίπου 132.000 νέους δικαιούχους, οι οποίοι προστίθενται στους περίπου 180.000 υφιστάμενους δικαιούχους – δηλαδή συνολικά γύρω στις 310.000 άτομα.
Τι θα γίνει το 2025
Με τις κινήσεις αυτές το οικονομικό επιτελείο έδειξε κατ’ ουσίαν και πώς θέλει να κινηθεί στον δημοσιονομικό χώρο την επόμενη χρονιά. Η κατεύθυνση είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν θα αποκλίνει από τους στόχους που συμφωνήθηκαν με την ΕΕ για τις δαπάνες του Δημοσίου, οι οποίες προβλέπεται να αυξηθούν κατά 3,7%, αλλά κάθε δημοσιονομικό περιθώριο που θα δημιουργηθεί από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής θα διανεμηθεί εκ νέου σε κοινωνικά στρώματα.
Για το 2025 προβλέπεται ότι τα έσοδα από φόρους θα φθάσουν τα 69 δισ. ευρώ, με βάση τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση των μισθών, αλλά όλα τελούν υπό την αίρεση των διεθνών οικονομικών εξελίξεων και πώς αυτές θα επηρεάσουν και την ελληνική οικονομία.
Η κλεψύδρα των εκλογών
Ο κρίσιμος πολιτικά χρόνος για την αποτίμηση της πορείας της οικονομίας και των εσόδων θα είναι το καλοκαίρι του 2025. Αυτές οι εξελίξεις θα αποτελέσουν και τη βάση των εξαγγελιών του πρωθυπουργού τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ. Από τώρα οι οικονομικοί υπουργοί θεωρούν ότι εκείνες οι εξαγγελίες θα είναι καθοριστικές, στον βαθμό που η κλεψύδρα του πολιτικού χρόνου από τις προηγούμενες εκλογές θα έχει πέσει κάτω από τη μέση και οι πιέσεις για παροχές θα είναι μεγάλες – και θα εντείνονται.
Από πού προέρχονται τα υπερέσοδα
Το 2024 τα έσοδα από φόρους είναι υψηλότερα κατά 3,7 δισ. σε σχέση με τον προϋπολογισμό:
♦ 1 δισ. παραπάνω είναι τα έσοδα από τον ΦΠΑ, που είναι το αποτέλεσμα του περιορισμού της φοροδιαφυγής και της επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά και των αυξημένων εισπράξεων, που προήλθαν από την άνοδο των τιμών βασικών προϊόντων και υπηρεσιών λόγω της πληθωριστικής κρίσης.
♦ 1 δισ. είναι η αύξηση των εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Οφείλεται στη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση των μέσων μισθών κατά 5,2%, στο σύνολο της οικονομίας και στα έσοδα από τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών μετά την επιβολή των αντικειμενικών κριτηρίων φορολογίας.
Παρά τα γεγονός ότι τα κριτήρια φορολογίας των επαγγελματιών προκάλεσαν αντιδράσεις, το τελικό αποτύπωμα ήταν ότι οδήγησαν στο σημείο οι ελεύθεροι επαγγελματίες (τουλάχιστον) να μη δηλώσουν εισόδημα χαμηλότερο από τους εργαζομένους με τον κατώτατο μισθό και τους συνταξιούχους.
♦ 1,15 δισ. επιπλέον είναι η αύξηση των εσόδων από τα νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις), επίσης αποτέλεσμα της υψηλής κερδοφορίας των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, της επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που οδήγησαν στην εμφάνιση πραγματικών υψηλότερων τζίρων των επιχειρήσεων, και της έκτακτης εισφοράς στα διυλιστήρια, που ήταν 300 εκατ. ευρώ.