Εδώ και σχεδόν εξήντα ημέρες, από την 24η Φεβρουαρίου, μαίνεται ένας καταστροφικός και απάνθρωπος πόλεμος στην Ουκρανία. Ωστόσο το Κρεμλίνο και ο επικεφαλής του εξακολουθούν να κάνουν λόγο για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Μάλιστα ο Πούτιν συνεχίζει να επιδιώκει να νομιμοποιήσει τις αποφάσεις του και τις πράξεις του στη συνείδηση της κοινής γνώμης στη Ρωσία, κυρίως, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, πέρα από τη Δύση.
Εστιάζοντας την προσοχή του στα σχόλια του ρωσικού Τύπου όσον αφορά την εξέλιξη του πολέμου, ο ιταλός κοινωνιολόγος Μάριο Μαγκάτι, καθηγητής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, υποστηρίζει σε άρθρο του στην Corriere della Sera πως ο ρώσος πρόεδρος προσπαθεί να επιτύχει τον εν λόγω στόχο του, προβαίνοντας σε τρεις συγκεκριμένες κινήσεις.
Συνεχίζοντας την παράδοση των «χειρότερων καθεστώτων του παρελθόντος», ο Πούτιν αποπειράται καταρχάς να προβεί στην «απανθρωποποίηση του εχθρού». Αρνείται την ανθρωπιά αυτή καθαυτή των Ουκρανών, υποβιβάζοντάς τους στην γενική κατηγορία των «ναζιστών», οι οποίοι είναι υπάνθρωποι και ως τέτοιοι πρέπει να εξολοθρευθούν.
«Η αποναζιστικοποίηση είναι μια έκφραση που θυμίζει την “τελική λύση στο εβραϊκό πρόβλημα” και η οποία επιτρέπει μαζικές εκτελέσεις, βιασμούς, απελάσεις. Ο στόχος είναι να προκύψει μια ξεκάθαρη ρήξη μεταξύ δύο στενά αλληλένδετων λαών: όντας (όλοι) ναζιστές και, κατ’ επέκταση, ριζικά διαφορετικοί από τους Ρώσους, οι Ουκρανοί πρέπει να εξοντωθούν, σύμφωνα με τις πιο φρικτές μορφές γενοκτονικής βίας», εξηγεί ο ιταλός ακαδημαϊκός. Σε αυτό το πλαίσιο η στρατιωτική τιμή που αποδόθηκε, μέσω προεδρικού διατάγματος, στα μέλη της 64ης μηχανοκίνητης ταξιαρχίας τυφεκιοφόρων που κατηγορείται από το Κίεβο ότι συμμετείχε σε σφαγές που διαπράχθηκαν στην Μπούτσα, αποκτά ένα ξεκάθαρο και πολύ συγκεκριμένο νόημα.
Η δεύτερη κίνηση είναι η θυματοποίηση της Ρωσίας. Το αφήγημα του Πούτιν είναι λίγο πολύ γνωστό: η Ρωσία ή μάλλον η αθώα Ρωσία βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο μιας μοχθηρής και ύπουλης Δύσης που δεν κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να ταπεινώνει ένα έθνος πλούσιο σε ιστορία και πολιτισμό. «Το καθεστώς κάνει λόγο επιμόνως για “ρωσοφοβία”. Οπότε δεν επιτίθενται οι Ρώσοι αλλά οι Δυτικοί. Επομένως η στρατιωτική δράση διαμορφώνεται με όρους νόμιμης άμυνας», συνοψίζει ο Μάουρο Μαγκάτι. Ο Πούτιν αυτοπαρουσιάζεται ως ο «ηρωικός προασπιστής» μιας παράδοσης που κινδυνεύει να εκλείψει εξαιτίας της «αλαζονείας» του ΝΑΤΟ.
Σε αυτό το πλαίσιο καθήκον του ρωσικού στρατού είναι να αποδείξει ότι η Ρωσία, έχοντας κουραστεί να ταπεινώνεται, δεν πρόκειται ξανά να ανεχθεί το παραμικρό. Με άλλα λόγια, αυτό που ο ρώσος πρόεδρος επιδιώκει πραγματικά είναι να πάρει εκδίκηση για το 1991, για το γεγονός ότι μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Δύση στέρησε από τη Ρωσία την ιδιότητα της παγκόσμιας υπερδύναμης.
Η τρίτη κίνηση είναι η διεθνοποίηση της σύρραξης, διαδικασία στην οποία προβλέπεται και «η δημιουργία ενός δικτύου συμμαχιών με αντιδυτικό πρόσημο». Ο Πούτιν γνωρίζει πως δεν μπορεί να απομονωθεί πλήρως. Και για αυτό εργάζεται επιμελώς σε διπλωματικό επίπεδο, επιδιώκοντας να διευρύνει τη συναίνεση στη διεθνή σκηνή όσον αφορά την εισβολή στην Ουκρανία και να αποδείξει πως στην πραγματικότητα απομονωμένη είναι η Δύση.
Σχολιάζοντας, οπότε, η Πράβδα την απόφαση του ΟΗΕ να αναστείλει τη συμμετοχή της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκανε λόγο για άδικη απόφαση που επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ. Η ρωσική εφημερίδα δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει πως «υπέρ της Ρωσίας εξακολουθεί να τάσσεται η πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού», ισχυρισμός που εδράζεται στο γεγονός πως η Κίνα και η Ινδία (περί τα 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι) δεν ενέκριναν την απόφαση. «Ενώ βομβαρδίζει τις ουκρανικές πόλεις, ο Πούτιν στέλνει τους υπουργούς του σε όλο τον κόσμο, παρουσιάζοντας την εισβολή ως ευκαιρία για εξέγερση ενάντια στη δυτική κυριαρχία», αναφέρει ο ιταλός κοινωνιολόγος.
Ο ίδιος θεωρεί πως οι τρεις αυτές κινήσεις, οι τρεις αυτές επιδιώξεις του ρώσου προέδρου, σκιαγραφούν ένα «πολεμικό αφήγημα που είναι κάθε άλλο παρά αυτοσχέδιο και συντέθηκε ενόψει μιας μακράς σύρραξης», ένα πολεμικό αφήγημα το οποίο, παρότι δεν σέβεται καθόλου την αλήθεια, «φαίνεται μέχρι σήμερα ικανό να παρασέρνει μεγάλο μέρος της ρωσικής κοινωνίας σε ένα σχέδιο καταστροφής».
Και επειδή όσο σημαντικές είναι οι νίκες και η επικράτηση στα πεδία των μαχών άλλο τόσο σημαντικά είναι τα επιχειρήματα που νομιμοποιούν ή δεν νομιμοποιούν την όποια σύρραξη, ο Μάουρο Μαγκάτι διερωτάται πως μπορεί η Δύση να εξουδετερώσει τις εν λόγω τρεις κινήσεις του Πούτιν.
Οσον αφορά την «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, αργά ή γρήγορα θα πρέπει να συσταθεί από τον ΟΗΕ ειδική ομάδα παρατηρητών και να αποσταλεί στη χώρα για να ερευνήσει τις κατηγορίες περί διάπραξης εγκλημάτων πολέμου από τις ουκρανικές δυνάμεις κατά του ρωσόφωνου πληθυσμού. Βάση για την κατάρριψη της θεωρίας περί αποναζιστικοποίησης της Ουκρανίας μπορεί να είναι μόνον η αλήθεια.
Σχετικά με τη θυματοποίηση της Ρωσίας, οι ηγέτες της Δύσης, «καταδικάζοντας την εισβολή, επιβάλλοντας κυρώσεις και στηρίζοντας την ουκρανική αντίσταση», δεν θα πρέπει να ποτέ να παραλείπουν να υπογραμμίζουν πως η Ρωσία είναι μια σπουδαία χώρα που διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην παγκόσμια ισορροπία και ότι, ανεξάρτητα από τη φρίκη στην Ουκρανία, υπάρχει απόλυτος σεβασμός προς έναν πολιτισμό που αποτελεί σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας. Το πιο σημαντικό όσον αφορά τη θυματοποίηση της Ρωσίας είναι καταρριφθεί η κατηγορία της ρωσοφοβίας που ο Πούτιν προσάπτει στη Δύση.
Στο πεδίο της διεθνοποίησης η Δύση πρέπει να κινητοποιηθεί δραστικά και άμεσα, εστιάζοντας την προσοχή της σε όλους όσοι έχουν επιφυλακτική ή ουδέτερη στάση απέναντι στα τεκταινόμενα. «Θα ήταν μοιραίο λάθος να γίνει αποδεκτό το σύστημα συμμαχιών που επιδιώκει να ορίσει ο Πούτιν. Η Κίνα, η Ινδία αλλά και η Τουρκία, το Πακιστάν, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και πολλές άλλες χώρες είναι πολύ σημαντικές αυτήν την περίοδο», υπενθυμίζει ο Μαγκάτι, επισημαίνοντας πως, το ότι ο διάλογος με τον Πούτιν είναι αδύνατος, τουλάχιστον επί του παρόντος, δεν σημαίνει πως η Δύση πρέπει να σταματήσει να συνομιλεί με τον υπόλοιπο κόσμο. Αντιθέτως επιβάλλεται να κάνει ακριβώς το αντίθετο, ούτως ώστε να αποτραπεί μια κλιμάκωση που θα μπορούσε να φέρει την ανθρωπότητα ένα βήμα πιο κοντά σε μια πυρηνική καταστροφή.