Πολλές γενιές αναγνωστών έχει μεγαλώσει ο Ικαρος στα 80 χρόνια της ύπαρξής του. Οπως έλεγε η «ψυχή» του και εις εκ των ιδρυτών του, ο ποιητής Νίκος Καρύδης, αν βρισκόταν στο Παρίσι, στη Ρώμη ή στο Λονδίνο, το βιβλιοπωλείο του ιστορικού εκδοτικού οίκου –σταθερά από τη δεκαετία του ’40 στη Βουλής 4 (το πιο σθεναρό τοπόσημο σε μια Αθήνα που μεταμορφώνεται ραγδαία)– θα είχε σίγουρα μια εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα. Λογικό. Από το πατάρι του έχει παρελάσει σύσσωμη η καλλιτεχνική και πνευματική ελίτ του τόπου.
Ομως ο Ικαρος έχει μεγαλώσει ταυτόχρονα και τρεις γενιές εκδοτών. Τα πρώτα 40 χρόνια στο τιμόνι ήταν ο Νίκος Καρύδης (οι συνιδρυτές Αλέκος Πατσιφάς και Μάριος Πλωρίτης αποχώρησαν νωρίς, παραμένοντας, ωστόσο, παντοτινοί φίλοι του Ικαρου). Μετά τον θάνατο του Νίκου Καρύδη (1984) και για περίπου 20 χρόνια τα ηνία πήραν εξ ολοκλήρου οι κόρες του, Χρυσή και Κατερίνα Καρύδη. Οσο για τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, «ανήκουν» αδιαμφισβήτητα στα παιδιά τους, τη Μαριλένα Πανουργιά (κόρη της Χρυσής) και τον Νίκο Αργύρη (γιο της Κατερίνας), με την Κατερίνα Καρύδη σταθερά δίπλα τους.
Με αφορμή τα φετινά του γενέθλια (επισήμως στις 27 Δεκεμβρίου) η Κατερίνα Καρύδη και η Μαριλένα Πανουργιά ξεναγούν το protagon σε αφανείς και μεγάλες στιγμές του εκδοτικού οίκου, πρωτοπόρου από το 1943 μέχρι σήμερα, για το ήθος, τη θεματολογία και την αισθητική του.
Η τριανδρία
«Τι λες, φτιάχνουμε έναν εκδοτικό οίκο;» Ενα φθινοπωρινό πρωί του 1943, στο τότε βιβλιοπωλείο Κακουλίδη της Ομήρου, ο 31χρονος Αλέκος Πατσιφάς κάνει την «ανήθικη» πρόταση στον 24χρονο Μάριο Πλωρίτη. Στην παρέα σύντομα θα προστεθεί ένας ακόμη συνέταιρος: ο ποιητής Νίκος Καρύδης, 26 ετών. Και το όνομα αυτού Ικαρος («νονός» ο Νίκος Γκάτσος).
Η πρόταση δεν είναι και τόσο περίεργη, καθότι μαζί με τον νομισματικό πληθωρισμό έχει ανάψει και ο εκδοτικός. Λόγω της νυχτερινής απαγόρευσης της κυκλοφορίας οι Αθηναίοι το έχουν ρίξει στο διάβασμα. Η Κατοχή είναι εν γένει μια περίοδος έντονων πνευματικών και καλλιτεχνικών ζυμώσεων. Μόλις έναν χρόνο νωρίτερα, ο Κάρολος Κουν είχε ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης (με τους Πλωρίτη και Καρύδη και σε εκείνη την ιδρυτική ομάδα).
Boυλής 4
Επειδή στην κατεχόμενη Αθήνα είναι της… μόδας η πολλαπλή μίσθωση (οι καταστηματάρχες υπενοικιάζουν ένα μέρος του χώρου τους), ο Ικαρος βρίσκει αρχικά στέγη σε μια γωνία στο κατάστημα γραφομηχανών «Δεναξά και Τράκα» της Σταδίου. Πολύ σύντομα, στις αρχές του 1944, μεταφέρεται στο νούμερο 4 της οδού Βουλής, που τότε ονομαζόταν «Αργεντινής Δημοκρατίας».
Οι πρώτοι θαμώνες
Γρήγορα θα γίνει πνευματικό καταφύγιο. Οπως γράφει ο Νίκος Καρύδης στο «Ημερολόγιό» του, στο μαγαζί της Σταδίου, και ενώ η Κατοχή είναι ακόμα στις δόξες της, «τα μεσημέρια μαζεύονται και ψιθυρίζουν τα νέα της προηγούμενης νύχτας που άκουσαν στα κρυμμένα ραδιόφωνα οι φίλοι μας πια: ο Κατσίμπαλης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Καραγάτσης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιάννης Κακριδής, ο Καραντώνης, ο Λίνος Πολίτης… Φεύγοντας από εδώ, οι περισσότεροι θα πήγαιναν στο άλλο εντευκτήριο της οδού Σταδίου, που ήταν και αρχαιότερο, στο πατάρι του “Λουμίδη”, και εκεί να συνεχίσουν και με άλλους τις ατέλειωτες συζητήσεις».
Πολλοί εκ των πρώτων θαμώνων θα γίνουν διαχρονικοί, π.χ. ο Γιάννης Μόραλης. «Περνούσε από το μαγαζί κάθε μέρα» θυμάται σήμερα η Κατερίνα Καρύδη. «Μπορούσες να υπολογίσεις με το ρολόι τη βόλτα του, που ακολουθούσε το δρομολόγιο Ζουμπουλάκη-Μπραζίλιαν-Ικαρος, για να καταλήξει στου “Φιλίππου” για μεσημεριανό». Το ίδιο και ο Ελύτης. «Περνούσε για καφεδάκι».
Η κατοχική λογοκρισία
Ολα τα βιβλία έπρεπε εκείνο τον καιρό να υποβάλλονται στη λογοκρισία. Τον χειμώνα του ’43-’44, οι τρεις του Ικαρου υποβάλλουν δύο βιβλία: τα «Γράμματα σε έναν νέο ποιητή» του Ρίλκε, σε μετάφραση Νάσου Δετζώρτζη (η παρθενική εκδοτική επιτυχία των εκδόσεων) και ο «Βίος του Μπετόβεν» του Ρομέν Ρολάν, που μεταφράζει ξεπαγιασμένος ο Μάριος Πλωρίτης, φορώντας παλτό, μπερέ και γάντια. Μολονότι αμφότερες οι εκδόσεις είναι «υπεράνω υποψίας», ο γερμανός λογοκριτής τούς φωνάζει στο γραφείο του. Την επικοινωνία αναλαμβάνει ο μοναδικός γερμανομαθής της παρέας, Μάριος Πλωρίτης.
«Και ήταν από τις ελάχιστες φορές που μίλησα τη γλώσσα “τους” στην Κατοχή» θα γράψει ο ίδιος το 1993 στο λεύκωμα για τα 50 χρόνια του Ικαρου. «Δεν μπορούσα να υποφέρω, ακόμα και χρόνια αργότερα, τον ήχο της, που τόσο βάρβαρα είχε τραυματίσει τα αυτιά και τα σώματά μας, στο στόμα των χιτλερικών βασιβουζούκων».
Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τον Ρίλκε. Τον λογοκριτή τον διαολίζει μόνο ένα τετράστιχο του Μπετόβεν, που όμως δεν τολμά να τους ζητήσει να το απαλείψουν: «Κάνε το καλό όσο μπορείς, /Τη Λευτεριάν αγάπα πάνω απ’όλα, /Και την Αλήθεια ποτέ σου μην προδώσεις /Κι αν είναι ακόμα να σε κάνουν βασιλιά».
Ο Νίκος Καρύδης
Γρήγορα ο Αλέκος Πατσιφάς θα αποτραβηχτεί για να ασχοληθεί με τη δισκογραφία (το 1964 ιδρύει την εταιρεία Λύρα), ενώ ο Πλωρίτης αφοσιώνεται στο θέατρο και στις επιφυλλίδες του στο «Βήμα». Ετσι, πολύ σύντομα, από τους τρεις «Ικαρους», όπως τους βαφτίζουν οι φίλοι, μένει μόνο ο Νίκος Καρύδης. Και δημιουργεί «σχολή». Μεταξύ άλλων, με αυστηρά κριτήρια για την επιλογή των τίτλων (ίδιον του οίκου μέχρι σήμερα), την ποιότητα της έκδοσης (τη διόρθωση, τη μετάφραση, την επιμέλεια), αλλά και την αισθητική του (εξώφυλλα, τυπογραφία).
Το απαράμιλλο πάντρεμα ζωγραφικής και ποίησης –που θα αναδειχθεί σε trademark του οίκου– θα προκύψει από τις προσωπικές σχέσεις του με μεγάλους ποιητές και ζωγράφους. Καρποί του, π.χ., οι εμβληματικές εκδόσεις των έργων του Γιώργου Σεφέρη και του Κ.Π. Καβάφη εικονογραφημένες από τον Μόραλη και τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα αντίστοιχα (1966). Ανάμεσα στους κορυφαίους επιμελητές του Ικαρου, οι Γ.Π. Σαββίδης, Γιώργος Κατσίμπαλης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Φίλιππο Μαρία Ποντάνι, Λεωνίδας Ζενάκος κ.ά.
Συστήνοντας τον Καβάφη
Το 1947 ο Ικαρος είναι εκείνος που θα συστήσει τον μεγάλο Αλεξανδρινό στο ελληνικό κοινό, εκδίδοντας την πρώτη συγκεντρωτική ποιημάτων του («Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα», ως «δεύτερη έκδοση», η πρώτη κυκλοφορεί στην Αλεξάνδρεια μετά τον θάνατο του ποιητή χάρη στην τότε σύζυγο του κληρονόμου και εκτελεστή της διαθήκης του Καβάφη, Αλέκου Σεγκόπουλου). Το 1963 παρουσιάζεται η πρώτη τυποποιημένη «λαϊκή» έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη, σε δύο τόμους, με φιλολογική επιμέλεια και σημειώσεις του άοκνου Γ.Π. Σαββίδη.
Και δισκοπωλείο
Τη δεκαετία του 1950 το υπόγειο του καταστήματος επενδύεται με κόκκινο βελούδο και πουλάει δίπλα στα βιβλία δίσκους κλασικής μουσικής. Αργότερα προστίθενται και άλλα μουσικά είδη (εμφανής εδώ η επιρροή Πατσιφά), ενώ σε έναν πάγκο στο βάθος του καταστήματος τοποθετούνται δυο πικάπ με ακουστικά (για να ακούν οι πελάτες πριν αγοράσουν). Δίπλα σε λογοτέχνες και ζωγράφους μπαινοβγαίνουν πλέον η Αρλέτα, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Γιώργος Ζωγράφος κ.ά. Οριστικά οι δίσκοι αποχωρούν από το βιβλιοπωλείο το 1987-88.
Διορθωτής βαρέων βαρών
Το 1958 αφικνείται o ο θρυλικός διορθωτής Παναγιώτης Μέρμηγκας, αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου όλες τότε τις εκδόσεις του Ικαρου. Είναι ψηλός, επιβλητικός, με γυαλιά και βαριά φωνή, τον σέβονται και τον τρέμουν όλοι (από τον ίδιο τον Καρύδη μέχρι τους τυπογράφους), δεν διστάζει να τα βάλει με τον Σεφέρη ή τον Εγγονόπουλο – αλίμονό σου αν τολμήσεις να καπνίσεις μπροστά του. Η σχολαστικότητα και η ευσυνειδησία του θα αφήσουν εποχή. Μετά τη συνταξιοδότησή του για λόγους υγείας, το 1985, αναλαμβάνουν άλλοι άξιοι διορθωτές και επιμελητές εκδόσεων: Βασίλης Διοσκουρίδης και Τζούλια Τσιακίρη (οι δυο τους θα δημιουργήσουν το 1992 τις εκδόσεις Το Ροδακιό), Γιάννης Χάρης, Γεωργία Παπαγεωργίου, Βάσω Κυριαζάκου κ.ά.
Ωδή στην ποίηση
«Δεν υπήρχε πιο πρόσφορη ατμόσφαιρα για να αναπτύξει ένας ποιητής το έργο του», θα γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο Ικαρος ταυτίζεται με τη νεότερη ελληνική ποίηση στις κορυφαίες στιγμές της. Είναι ο εκδοτικός οίκος των δύο ελληνικών Νομπέλ Λογοτεχνίας (Γιώργος Σεφέρης, 1963, και Οδυσσέας Ελύτης, 1979). Οπως λέει σήμερα η Κατερίνα Καρύδη: «Του Σεφέρη το έγραψαν οι εφημερίδες, αλλά τηλεόραση δεν υπήρχε, ήταν κάτι που ήξεραν οι πιο “μυημένοι”. Ο κόσμος κοίταζε τη βιτρίνα και έλεγε “Αυτός δεν είναι ο στιχουργός του Θεοδωράκη;” Του Ελύτη πήρε πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα γιατί υπήρχε η τηλεόραση. Πέρασε όλη η Αθήνα από την οδό Βουλής, να συγχαρεί».
Ο Ικαρος θα είναι ακόμη εκδότης του Σικελιανού, του Παπατσώνη, του Εγγονόπουλου, του Κάλβου, του Σολωμού. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1998, ξεκινά τη μακρόχρονη συνεργασία του με την Κική Δημουλά.
Ο θάνατος του «θείου Αλέκου»
Τον Σεπτέμβριο του 1983 πεθαίνει αιφνιδίως ο Αλέκος Πατσιφάς, ένα μεγάλο πλήγμα για την εκδοτική οικογένεια της Βουλής 4. «Στα χαρτιά ήταν μέχρι το τέλος συνεταίρος του Ικαρου» λέει σήμερα η Κατερίνα Καρύδη. «Μια πολύ ισχυρή, εκρηκτική προσωπικότητα, με άποψη στα πάντα. Για εμάς τις δύο ήταν ο “θείος Αλέκος” και τον αγαπούσαμε πάρα πολύ. Ηταν μια πολύ ευτυχής στιγμή ότι η γυναίκα του χάρισε το ποσοστό του στη Χρυσή και σε μένα. Ετσι βρεθήκαμε πλέον στον Ικαρο, εμείς οι δύο με τον πατέρα μας».
Τέλος εποχής
Στις 13 Δεκεμβρίου 1984 φεύγει από τη ζωή και ο Νίκος Καρύδης, λίγο μετά από μια ακόμα μεγάλη εκδοτική επιτυχία (η «Σαπφώ» του Οδυσσέα Ελύτη εξαντλείται μέσα σε δύο μήνες). Στο συρτάρι του γραφείου του βρίσκεται ένα γράμμα που δίνει τη σκυτάλη στη δεύτερη γενιά: «Η Χρυσή και η Κατερίνα να κρατήσουν τον Ικαρο. Είναι δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο».
Η νέα αρχή
«Βρεθήκαμε η Χρυσή και εγώ, εκείνη στα 30 και εγώ στα 26 μου, από μια πολύ βαριά ορφάνια –γιατί δεν υπήρχε προετοιμασία, ο μπαμπάς μας πέθανε μέσα σε μία ώρα, σε ηλικία 68 ετών–, παραμονές Χριστουγέννων, με ό,τι αυτό σήμαινε για την αγορά, να τρέχουμε και να μη φτάνουμε… Ημασταν επί ξύλου κρεμάμενες. Εγώ δούλευα μόλις δύο μήνες στο μαγαζί, δεν είχα προλάβει να μάθω τίποτα. Ξέραμε πρόσωπα και πράγματα γιατί ήταν μέσα στη ζωή του μπαμπά μας η δουλειά του, γιατί ερχόντουσαν και στο σπίτι μας οι συνεργάτες, δεν χρειάστηκε δηλαδή να συστηθούμε στον Ελύτη ή στη Μαρώ Σεφέρη. Αλλά τη δουλειά-δουλειά δεν την ξέραμε. Και δεν είχαμε κανέναν να ρωτήσουμε. Γιατί φοβόμασταν μήπως μας εξαπατήσουν. Μας φαινόταν βουνό, είχαμε να αντιμετωπίσουμε χρέη, σοβαρές προτάσεις εξαγοράς και ένα σωρό άλλα πράγματα. Δεν το συζητήσαμε όμως, το θεωρήσαμε τελείως αυτονόητο. Υπήρχε το χρέος αλλά όχι με την έννοια της υποχρέωσης. Με πολλή αγάπη και πολλή δύναμη. Ηδη από το επόμενο πρωί τρέξαμε –ας ήμασταν όλες μαυροφορεμένες–, πώς θα ανοίξουμε το μαγαζί και πώς θα κάνουμε χριστουγεννιάτικη βιτρίνα…» εξομολογείται σήμερα η Κατερίνα Καρύδη.
Εκσυγχρονισμός
Η δεύτερη γενιά θα πάρει τα ηνία για τα επόμενα 20 περίπου χρόνια. «Ο μπαμπάς μας, πολύ ποιητής…για εκδότης, δεν ήθελε τιμολόγια και τέτοια πράγματα· είχε εκχωρήσει όλη τη χονδρική στον Μπούρα, έναν βιβλιοπώλη στη Ζωοδόχου Πηγής» εξηγεί η Κατερίνα Καρύδη. «Ετσι, ένα από τα πρώτα πράγματα που κάναμε η Χρυσή και εγώ είναι ότι εκσυγχρονίσαμε τη χονδρική».
Κάτω από τις φτερούγες
Νεοσσός ακόμη, αυτός ο δεύτερος Ικαρος θα ορθοποδήσει γρήγορα χάρη στη σύσσωμη στήριξη των ανθρώπων του παλιού Ικαρου: από (πρώτο και καλύτερο) τον Οδυσσέα Ελύτη, τη Μαρώ Σεφέρη, την Αννα Σικελιανού και τη Λένα Εγγονοπούλου μέχρι τους τυπογράφους και τον μοναδικό τότε χαρτέμπορο, τον Κώστα Διονυσόπουλο. «Μας αγκάλιασαν όλοι, μας στήριξαν, μας είχαν “τα κορίτσια και τα κορίτσια”. Δεν μας καπέλωσαν, δεν μας χαλιναγώγησαν. Μόνο στήριξη και αγάπη πήραμε».
Γυναικοκρατία
«Το ότι ήμασταν γυναίκες δεν μας σταμάτησε ποτέ, γιατί ο χώρος είχε από παλιά γυναίκες» υπογραμμίζει η κυρία Καρύδη. Και μάλιστα μεγάλες μορφές. «Υπήρχε η Νανά Καλλιανέση του Κέδρου, που ήταν μορφή και προσωπικότητα, και μετά, στον ίδιο οίκο, η Κάτια Λεμπέση. Η κυρία Μάνια (σ.σ.: Καραϊτίδη) της Εστίας, η Λουίζα Ζαούση της Ωκεανίδας και άλλες».
Δυο σταθμοί της δεύτερης γενιάς
Οι νέες εκδοτικές επιτυχίες δεν θα αργήσουν να έρθουν. Η αρχή θα γίνει το 1985, όταν ο Οδυσσέας Ελύτης τους εμπιστεύεται την έκδοση του «Μικρού Ναυτίλου». «Πήγε ανέλπιστα καλά» λέει σήμερα η κυρία Καρύδη. «Και εμείς δεν ξέραμε καν πως να διαχειριστούμε ένα βιβλίο που πουλάει τόσο πολύ». Το 1987, χάρη στη μεσολάβηση του Μάνου Χατζιδάκι, οι δυο αδελφές συναντούν τον Νίκο Γκάτσο και παίρνουν την άδεια να επανεκδοθεί η «Αμοργός» ύστερα από 19 χρόνια εκδοτικής απουσίας. Η έκδοση εξαντλείται μέσα σε έναν μήνα.
Οι δύο Καρυδιές
Το παρατσούκλι «οι Καρυδιές» ήταν ιδέα του Πέτρου Τατσόπουλου (περιέργως, διότι ο ίδιος δεν θα διατελέσει ποτέ συγγραφέας του Ικαρου). Επειδή είναι πραγματικά παντού αχώριστες, ο Γιάννης Τσαρούχης προτιμά να τις αποκαλεί «φούστα-μπλούζα». «Γενικά, τα κάναμε όλα μαζί. Ηταν και από ανάγκη. Νιώθαμε ασφάλεια να είμαστε μαζί όπου πηγαίναμε» λέει η Κατερίνα Καρύδη. «Μοιράζαμε ίσως τους συγγραφείς. Κάποια δηλαδή ήταν πιο κοντά στον έναν, κάποια ήταν πιο κοντά στον άλλον. Η Χρυσή είχε π.χ. μια προσωπική σχέση με τον Ελύτη και πάντοτε ήταν κατά κάποιον τρόπο “δική” του. Εγώ ήμουν πιο κοντά στους νέους που είχαν έρθει τότε». Η μία «Καρυδιά», η Χρυσή, θα αποχωριστεί την οικογενειακή επιχείρηση το 2004 (λόγω της εισόδου της στην πολιτική).
Νίκος Καρούζος
Η αποκλειστικότητα του έργου του ποιητή Νίκου Καρούζου θα είναι μια ακόμη από τις μεγάλες εκδοτικές κατακτήσεις των αδελφών Καρύδη στις αρχές της δεκαετίας του ’90. «Το προξενιό το είχε κάνει ο Ευγένιος Αρανίτσης, ο Καρούζος τον εμπιστευόταν και τον αγαπούσε» θυμάται η κυρία Καρύδη.
Λεπτολογίας εγκώμιον
Κάποιες ιστορίες είναι ενδεικτικές του ικάριου οικοσυστήματος και των ανθρώπων με τους οποίους ο εκδοτικός οίκος παραδοσιακά συνδιαλέγεται. Οπως τότε που οι αδελφές Καρύδη πηγαίνουν μαζί με τον τότε επιμελητή έκδοσης Βασίλη Διοσκουρίδη στο σπίτι του Στέφανου Κουμανούδη προκειμένου να τους παραδώσει προς έκδοση το «Ημερολόγιο 1845-1867» του παππού του, περιώνυμου λόγιου και αρχαιολόγου, με το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο.
Στο τέλος της συνάντησης, ο Κουμανούδης δυσκολεύεται να αποχωριστεί ένα μπλε ντοσιέ –το «γνωστό σύνδρομο παράδοσης χειρογράφου»– και ρωτάει και ξαναρωτάει «Θα είναι πολυτονικό με βαρείες;» Ο Βασίλης Διοσκουρίδης θα χάσει κάποια στιγμή την ιώβειο υπομονή του και θα αναφωνήσει: «Μα, επιτέλους, κύριε Κουμανούδη, δεν έχετε καταλάβει. Εγώ ΕΙΜΑΙ η βαρεία!”»
Σάββατα μεσημέρι
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 μέχρι και το 2004 καθιερώνεται μια jour fixe για τους συνεργάτες και φίλους του Ικαρου. Τα σαββατιάτικα μεσημέρια το μαγαζί της Βουλής 4 μένει ανοιχτό για όποιον επιθυμεί να προσέλθει για λογοτεχνικό, γαστρονομικό, ενίοτε και ποδοσφαιρικό κουσκούς, τσίπουρα και φοβερές ποικιλίες από τον Βασίλη της στοάς.
Μόνιμοι θαμώνες οι Χρίστος Ζουράρις, Ευγένιος Αρανίτσης, Νώντας Ασλανίδης, Μιχάλης Κοπιδάκης. Αναλύσεις, απόψεις, καβγάδες, ζυμώσεις, χωρίς σοβαροφάνεια, μέσα σε σύννεφα καπνού, που συχνά γεννούν ή επωάζουν ιδέες για μελλοντικές εκδόσεις. Κάμποσοι, βέβαια, και οι περαστικοί (ανάμεσά τους και δημοσιογράφοι από το Συγκρότημα Λαμπράκη της γειτονικής Χρήστου Λαδά).
Τι γυρεύει ο μπουφές;
Το 1991 εκδίδεται ένα από τα μεγάλα, απροσδόκητα μπεστ σέλερ του Ικαρου και ένα από τα πρώτα θεωρητικά βιβλία γαστρονομίας στην Ελλάδα: ο «Δειπνοσοφιστής». Συγκεντρώνονται εδώ για πρώτη φορά τα γαστρονομικά κείμενα του «φιλόσοφου της γεύσης» Χρίστου Ζουράρι. Ο τίτλος είναι δανεισμένος από το έργο «Οι Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου – αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα. Θα ακολουθήσουν δύο ακόμη «Δειπνοσοφιστές» (1999, 2003). Η γαστρονομία αισίως απενοχοποιείται.
Η άφιξη των εγγονών
Το 1995, μόλις έχει τελειώσει το σχολείο η κόρη της Χρυσής, Μαριλένα Πανουργιά, και έρχεται στον Ικαρο. «Δεν ήταν ποτέ σαν άφιξη. Ηταν κάτι αυτονόητο. Υπήρχε το αίσθημα του ανήκειν» λέει σήμερα η ίδια. Τα πρώτα πέντε χρόνια βοηθάει στο μαγαζί παράλληλα με τις σπουδές της. Η πρώτη σοβαρή δουλειά της θα είναι να γράψει «μπορεί και δεκαπέντε φορές!» στην ηλεκτρική γραφομηχανή το δελτίο Τύπου για τη «Θεία Λειτουργία», σε απόδοση στη δημοτική από τον Π.Α. Σινόπουλο (1997).
Η τρίτη γενιά παίρνει μπρος
Η τρίτη γενιά θα συμπληρωθεί το 2005 με την άφιξη του γιου της Κατερίνας Καρύδη, Νίκου Αργύρη. Με τα δύο ξαδέλφια ο Ικαρος ξεκινά το τρίτο του πέταγμα, πατώντας ωστόσο γερά στον 21ο αιώνα: αποκτά μηχανοργάνωση, social media, e-books, audiobooks. Το κυριότερο, βέβαια, είναι ότι δίπλα στον ιστορικό κατάλογο φιγουράρει σταδιακά ο σύγχρονος με την ξένη λογοτεχνία, το παιδικό βιβλίο με τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία κ.ο.κ. Οχι ότι τα ιερά τέρατα δεν παραμένουν «κορόνα» στην κεφαλή του ιστορικού οίκου. «Αλλά και αυτά σήμερα τα ιερά τέρατα, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, έχει σημασία να βρίσκεις τρόπους να τα κάνεις ελκυστικά για τις επόμενες γενιές» τονίζει η Μαριλένα Πανουργιά.
Σταθερά Βουλής 4
Στο θέμα της στέγης ο Ικαρος υιοθετεί τη φιλοσοφία που έχει και για τους τίτλους: «ποιότητα και όχι ποσότητα». Το μόνο που θα αλλάξει, προφανώς, για να αντέξει τους πολλαπλούς αναβρασμούς του κέντρου της Αθήνας, είναι τα παλιά δικτυωτά σιδερένια ρολά (στα Δεκεμβριανά του 2008 αντικαθίστανται με πυράντοχα, τα οποία κρύβουν, δυστυχώς, τη βιτρίνα τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα). Ο,τι και να συμβαίνει, το μικροσκοπικό βιβλιοπωλείο της Βουλής 4 (που από το 1997 έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο) παραμένει, μετά από 80 ολόκληρα χρόνια, εκεί, με την ίδια ταμπέλα και με το ίδιο σκοτεινό πατάρι, ένα σθεναρό στέκι της πνευματικής Αθήνας.
Μα, κόμικς στον Ικαρο;
Το 2008 ο Ικαρος ταράζει τα δικά του νερά με το «Logicomix», ένα ελληνικό (πάνω από 100.000 αντίτυπα) αλλά και διεθνές μπεστ σέλερ. Το υπογράφουν, εκτός από τον μαθηματικό και εμπνευστή της «μαθηματικής λογοτεχνίας» Απόστολο Δοξιάδη, ο θεωρητικός της πληροφορικής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, Χρίστος Χ. Παπαδημητρίου, ενώ τα σκίτσα είναι των Αλέκου Παπαδάτου και Αnnie Di Donna. Πρόκειται για «το πρώτο graphic novel», ένα βιβλίο «που είναι μυθιστόρημα μαζί και κόμικ, ιστορία και μυθοπλασία, παραμύθι και δοκίμιο».
Ικαρος και Covid-19
Ο περίοδος του κορονοϊού είναι αυτή της Μεγάλης Παράλυσης για τους περισσότερους κλάδους, αλλά όχι και για τους εκδότες. «Για τους εκδότες, βέβαια, που μπόρεσαν να ανταποκριθούν, που είχαν μια παρουσία ηλεκτρονική και είχαν τη δυνατότητα να ελιχθούν» υπογραμμίζει η Μαριλένα Πανουργιά. «Εμείς είχαμε ήδη το e-shop, είχαμε στοιχειώδεις επικοινωνίες και στήσαμε πάρα πολύ γρήγορα την τηλεργασία. Τα βιβλία που αγοράστηκαν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως, κανονικά πρέπει να “συντηρούν” σπίτια για χρόνια».
Συνύπαρξη γενεών
Η συνύπαρξη διαφορετικών γενεών στους κόλπους μιας οικογενειακής επιχείρησης δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. «Με τα παιδιά σήμερα ισχύει σήμερα ό,τι και με εμένα και τη Χρυσή παλαιότερα» λέει η κυρία Καρύδη, η οποία κλείνει φέτος 40 χρόνια στον Ικαρο. «Μπορούσαμε να συγκρουστούμε στη δουλειά, γιατί ξέραμε ότι το βράδυ θα μιλούσαμε στο τηλέφωνο να πούμε “καληνύχτα”. Δεν υπήρχε περίπτωση να κρατήσει η σύγκρουση». «Υπάρχει η αδιαπραγμάτευτη ένωση» συμπληρώνει η συνεργάτις και ανιψιά Μαριλένα Πανουργιά. «Αυτό που μας ενώνει ακόμη και στις χειρότερες μέρες μας. Επίσης, αν ένας από τρεις μας πει για ένα βιβλίο “δεν το θέλω”, δεν βγαίνει».
«Οι Ικαροι»
Εν έτει 2023 το βιβλιοπωλείο του Ικαρου κοσμεί πάντα η φωτογραφία του Σεφέρη με την αφιέρωση «Στους Ικαρους». Χτίζεις πάντα το καινούργιο ξεκινώντας από το παλιό. «Είναι πολύ γλυκό ότι αυτό το “στους Ικαρους” χρησιμοποιείται από σημερινούς συνεργάτες για την Κατερίνα, τον Νίκο και εμένα» λέει η Μαριλένα Πανουργιά.