Μέχρι να απαγορευτούν από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο (393 μ.Χ.) οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια με τέτοια συνέπεια, ώστε το διάστημα που μεσολαβούσε -η Ολυμπιάδα- να αποτελεί, για πάνω από μια χιλιετία, μια εναλλακτική μονάδα μέτρησης του χρόνου. Αυτή η ακολουθία, που τηρήθηκε και μετά την αναβίωσή τους (1896), διακόπηκε το 1916. Ηταν η πρώτη φορά που ένας πόλεμος δεν έπαψε για χάρη τους, αλλά το αντίστροφο.
Θα διεξάγονταν στο Βερολίνο, όπου -τι ειρωνεία- επρόκειτο να κάνει την παρθενική της εμφάνιση η λευκή Ολυμπιακή σημαία με τους πέντε κύκλους, σύμβολο της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών των πέντε ηπείρων. Οι προετοιμασίες για τους Αγώνες συνεχίστηκαν και μετά το 1914, καθώς κανείς δεν περίμενε ότι ο πόλεμος που είχε κηρύξει η Αυστροουγγαρία στη Σερβία θα ήταν η απαρχή του «Μεγάλου Πολέμου», που διήρκεσε περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Η κατασκευή του «Ντόιτσες Στάντιον», 60.000 θεατών (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου), ολοκληρώθηκε, όμως αυτό το αριστούργημα έμεινε κλειστό για πάντα.
Δυστυχώς, δεν ήταν η τελευταία φορά που οι Αγώνες υποχώρησαν μπροστά στα όπλα. Το 1940 επρόκειτο να φιλοξενηθούν στο Τόκιο (21 Σεπτεμβρίου – 6 Οκτωβρίου), για πρώτη φορά σε ασιατικό έδαφος. Μάλιστα, οι Ιάπωνες θα διοργάνωναν και τους Χειμερινούς Αγώνες, στο Σαπόρο. Είχαν, ήδη, δαπανήσει πολλά χρήματα για την κατασκευή υπερσύγχρονων αθλητικών εγκαταστάσεων όταν, το 1937 (τη χρονιά που απεβίωσε ο Πιερ ντε Κουμπερτέν), άρχισαν οι εχθροπραξίες του Β’ Σινοϊαπωνικού πολέμου. Η ιαπωνική κυβέρνηση διέκοψε τη χρηματοδότηση των έργων και, λίγο καιρό αργότερα, αποφάσισε να «επιστρέψει» τους Αγώνες στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Η ΔΟΕ ανέθεσε τους Θερινούς στη Φινλανδία και τους Χειμερινούς στη Γερμανία (Γκάρμις – Παρτενκίρχεν). Αλλά, μερικούς μήνες μετά, ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το Λονδίνο είχε αναλάβει τους Αγώνες του 1944 προτού ο Χίτλερ εισβάλει στην Πολωνία. Και η Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο (Ιταλία), τους Χειμερινούς. Ματαιώθηκαν και οι δύο. Οι Ολυμπιακοί επέστρεψαν το 1948. Στο Λονδίνο, χωρίς νέα ανάθεση. Κι έμειναν στην Ιστορία ως οι «Αγώνες της Λιτότητας», επειδή δεν χτίστηκαν νέα γήπεδα λόγω έλλειψης των απαραίτητων πόρων. Από την πρώτη μεταπολεμική διοργάνωση αποκλείστηκαν, η Γερμανία, η Ιταλία, και όλες οι χώρες που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του «Αξονα».
Οπως τόνισε ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Τόμας Μπαχ, μετά την ανακοίνωση ότι οι εφετινοί Αγώνες του Τόκιο αναβάλλονται για το 2021, μόνον οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι είχαν σταθεί ικανοί να χαλάσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του αθλητισμού, εδώ και 124 χρόνια. Ποτέ άλλοτε, σε καιρό ειρήνης, δεν είχαν ματαιωθεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες – κι ας πέρασαν πολλά: τρομοκρατικές επιθέσεις, μποϊκοτάζ (αρκετά, μάλιστα), μια έκρηξη ηφαιστείου, Ισπανική Γρίπη, και την προπαγάνδα του Χίτλερ.
Το 1908 θα διεξάγονταν στη Ρώμη, όμως η καταστροφική έκρηξη του Βεζούβιου (1906) τους μετέφερε στο Λονδίνο. Οι Ιταλοί χρειάζονταν τα χρήματα που θα δαπανούσαν για τις ανάγκες της διοργάνωσης, για την ανοικοδόμηση της Νάπολης.
Το 1920 έγιναν στην Αμβέρσα (Βέλγιο), χωρίς τη συμμετοχή των χωρών που θεωρήθηκε ότι ευθύνονταν για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Αυστροουγγαρία, Γερμανία, Βουλγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία), παρά τον φόβο της Ισπανικής Γρίπης. Διεξήχθησαν από τις 14 Αυγούστου έως τις 12 Σεπτεμβρίου, αν και η φονική επιδημία, που υπολογίζεται πως σκότωσε 50 έως 100 εκατομμύρια ανθρώπους από τον Ιανουάριο του 1918 έως τον Δεκέμβριο του 1920, δεν είχε παρέλθει.
Το 1932, οι Αγώνες του Λος Αντζελες κινδύνευσαν με ματαίωση εξαιτίας της Μεγάλης Υφεσης. Η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου είχε ως συνέπεια να μειωθούν δραματικά οι συμμετοχές. Ελαβαν μέρος μόλις 1.332 αθλητές από 37 χώρες.
Το 1936, στο Βερολίνο, οι πρώτοι Αγώνες που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά δοκιμάστηκαν από την απροκάλυπτη προπαγάνδα του Αδόλφου Χίτλερ υπέρ της υπεροχής της αρίας φυλής. Αλλά οι φωνές που ζητούσαν τη διακοπή τους, δεν εισακούστηκαν.
Το 1956, στη Μελβούρνη, η πρώτη διοργάνωση που φιλοξενήθηκε στο νότιο ημισφαίριο έπεσε θύμα διπλού μποϊκοτάζ: από την Αίγυπτο, το Ιράκ και τον Λίβανο (λόγω της κρίσης του Σουέζ), αλλά και από την Ολλανδία, την Ισπανία και την Ελβετία, που διαμαρτύρονταν για την καταστολή της Ουγγρικής Επανάστασης από τη Σοβιετική Ενωση.
Το 1972, στο Μόναχο, η ομηρία και η δολοφονία 11 ισραηλινών αθλητών, προπονητών και συνοδών από Παλαιστίνιους που ανήκαν στην τρομοκρατική οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», διέκοψε τους Αγώνες μόνο για μια μέρα. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή επέμεινε να συνεχιστούν, και το Ισραήλ συμφώνησε.
Το 1976, στο Μόντρεαλ, 29 χώρες -κυρίως από την Αφρική- απείχαν, επειδή η ΔΟΕ δεν τιμώρησε τη Νέα Ζηλανδία, που είχε «σπάσει» τον αποκλεισμό της Νότιας Αφρικής λόγω του Απαρτχάιντ.
Το 1980, στη Μόσχα, 64 χώρες ακολούθησαν τις ΗΠΑ στο μποϊκοτάζ που διέταξε ο (τότε) αμερικανός Πρόεδρος, Τζίμι Κάρτερ, εξαιτίας της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν (1979), πληγώνοντας σοβαρά τους Αγώνες.
Το 1984, στο Λος Αντζελες, 14 χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (ανάμεσά τους, η Σοβιετική Ενωση και η Ανατολική Γερμανία) απείχαν, ως «απάντηση» στο μποϊκοτάζ των Αμερικανών.
Το 1996, στην Ατλάντα, μια βόμβα που εξερράγη στο Ολυμπιακό Πάρκο, με απολογισμό δύο νεκρούς και 111 τραυματίες, «μουτζούρωσε» τη γιορτή για τα 100 χρόνια από την αναβίωση των Αγώνων.
Τώρα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν να αντιμετωπίσουν τον κορονοϊό. Αλλά, αυτή τη φορά αναβλήθηκαν – δεν ματαιώθηκαν, όπως όλες τις προηγούμενες. Με την ευχή και την ελπίδα ότι το 2021, στο Τόκιο, όλοι θα έχουμε διαγράψει από τη μνήμη μας αυτόν τον εφιάλτη.