Είναι, χωρίς αμφιβολία, η πιο πολυσυζητημένη φωτογραφία στην ιστορία των σπορ. Ο Αντρέ ΛεΚοκ θυμάται με κάθε λεπτομέρεια πώς την τράβηξε, στις 22 Ιουνίου 1986, στο Στάδιο Αζτέκα της Πόλης του Μεξικού. «Καθόμουν πίσω από τη γραμμή του τέρματος, στο σημείο που προβλέπεται για τους φωτορεπόρτερ. Παρακολουθούσα μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής μου την πορεία της μπάλας. Είδα τον Ντιέγκο Μαραντόνα και τον γκολκίπερ της Αγγλίας, Πίτερ Σίλτον, να πηδούν προς την μπάλα, και τον Μαραντόνα να τη βρίσκει με την υψωμένη του γροθιά. Στα δικά μου μάτια ήταν ξεκάθαρο. Και ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν το γκολ κατακυρώθηκε» λέει.
Εκείνη την εποχή ο ΛεΚοκ εργαζόταν για την Equipe. Ηταν πολύ έμπειρος – είχε καλύψει όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα από το 1962 και έπειτα. Παρ’ όλα αυτά, καθώς εμφάνιζε το φιλμ του στον σκοτεινό θάλαμο που υπήρχε στο γήπεδο για να στείλει τη φωτογραφία στα γραφεία της γαλλικής αθλητικής εφημερίδας στο Παρίσι, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θησαυρό κρατούσε στα χέρια του.
«Είχα αντιληφθεί την αξία της συγκεκριμένης φωτογραφίας, όμως πίστευα πως όλοι οι συνάδελφοί μου θα είχαν απαθανατίσει αυτή τη σημαντική στιγμή», εξομολογείται 36 χρόνια μετά στην Telegraph. «Οταν ανακάλυψα ότι κανείς άλλος δεν είχε αποτυπώσει σε εικόνα τη φάση που καθόρισε την έκβαση του αγώνα, έμεινα κατάπληκτος. Δεν ξέρω πώς συνέβη, αλλά εμένα με ωφέλησε».
Η φωτογραφία έκανε τον γύρο της Γης σε χρόνο-ρεκόρ. Εγινε πρωτοσέλιδη παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι που παρακολουθούν ποδόσφαιρο. Ιδίως στην Αγγλία. Γιατί ήταν το πειστήριο του «εγκλήματος». Η αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι η εθνική ομάδα της χώρας έχασε την ευκαιρία να διεκδικήσει το βαρύτιμο τρόπαιο εξαιτίας του μεγαλύτερου σκανδάλου στα χρονικά του παιχνιδιού.
Αυτό το ξεκάθαρο αποτύπωμα του «Χεριού του Θεού» έγινε αντικείμενο παγκόσμιας συζήτησης. Αλλοι καταδίκασαν την απάτη του Μαραντόνα και άλλοι τη χειροκρότησαν. Δεν βοήθησε τους Αγγλους να βρουν το δίκιο τους –παρακολούθησαν τον τελικό ως θεατές–, όμως θα αξίζει για πάντα ως ένα σπουδαίο ιστορικό ντοκουμέντο.
Ο ΛεΚοκ είδε το όνομά του γραμμένο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, σε εφημερίδες και περιοδικά με εκατοντάδες εκατομμύρια αναγνώστες. Εγινε διάσημος. Ωστόσο, η φήμη που απέκτησε δεν είχε σημαντικό οικονομικό αντίκρισμα. «Οχι, δεν έγινα πλούσιος», δήλωσε στην Telegraph με ένα πικρό χαμόγελο. «Ημουν μισθωτός, επομένως τα δικαιώματα των φωτογραφιών μου ανήκαν στην Equipe. Εγώ εισέπραξα μόνο ένα μπόνους. Και το προνόμιο να επιλέγω ποια γεγονότα θα καλύπτω».
Συνταξιοδοτήθηκε λίγο πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, το οποίο διοργάνωσε και κατέκτησε η χώρα του. «Το χρονικό σημείο δεν ήταν το καλύτερο δυνατό», παραδέχεται. Αλλά είχε κουραστεί. «Η δουλειά του φωτορεπόρτερ ήταν πολύ πιο δύσκολη στις ημέρες μου. Δεν υπήρχαν οι digital μηχανές. Ταξιδεύαμε κουβαλώντας ένα ολόκληρο εργαστήριο. Τυπώναμε τις φωτογραφίες μας σε σκοτεινά δωμάτια, κάτω από τις εξέδρες των γηπέδων. Το βάρος του εξοπλισμού μας ήταν εξουθενωτικό. Εργάστηκα σε εννέα Μουντιάλ. Και καμία από τις καλύτερες εικόνες μου δεν ανήκε μόνο σε μένα».
Μέσα στις επόμενες ημέρες θα βγει σε δημοπρασία στο Λονδίνο μια αυθεντική εκτύπωση της ιστορικής φωτογραφίας του ΛεΚοκ, μαζί με άλλες δυο εικόνες του από εκείνο το αλησμόνητο ματς. Ο γάλλος φωτορεπόρτερ είχε απαθανατίσει και το δεύτερο γκολ του Μαραντόνα στο ίδιο παιχνίδι, το «κανονικό»: ένα από τα πιο θεαματικά στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Η τριλογία του δεν θα «πιάσει» τα εκατομμύρια λίρες που προσέφεραν οι συλλέκτες για να αποκτήσουν τη φανέλα που φορούσε ο «Ντιεγκίτο» ή για την μπάλα του αγώνα, όμως είναι βέβαιο ότι θα βρει γενναιόδωρους αγοραστές. Γιατί, όπως τονίζει ο γάλλος φωτογράφος, «είναι και αυτή κάτι μοναδικό».