Δεν έφταιγαν τελικά οι καταναλωτές που δεν κυνηγούσαν προσφορές, όπως έλεγαν κάποιοι στην Ελλάδα, αλλά η απληστία των πολυεθνικών για μεγαλύτερα κέρδη | Shutterstock
Επικαιρότητα

Τα «κέρδη της απληστίας» φούσκωσαν τον πληθωρισμό

Ερευνα αποδεικνύει πώς οι πολυεθνικές αύξησαν τις τιμές πολύ περισσότερο από την αύξηση του κόστους, προκαλώντας υπερβολικό αντίκτυπο στην κρίση του κόστους ζωής: οι τιμές βασικών ειδών διατροφής, όπως το γάλα, το τυρί, το βούτυρο και τα αρτοσκευάσματα, αυξήθηκαν πάνω από 30% σε έναν χρόνο!
Protagon Team

Το παγκόσμιο φαινόμενο της κερδοσκοπίας των πολυεθνικών εταιρειών επανέρχεται στο προσκήνιο μέσω μιας νέας έρευνας σε Βρετανία, ΗΠΑ και άλλες χώρες, η οποία δείχνει πώς η απληστία έπληξε το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών στη Δύση. Οι διαπιστώσεις αλλά και η πρόταση για ένα παγκόσμιο φόρο ενδιαφέρουν προφανώς και την Ελλάδα, όπου το πάρτι της κερδοσκοπίας έλαβε τεράστιες διστάσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα στα σουπερμάρκετ.

Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, με τις εξωφρενικές τιμές σε προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών (τελικά  επιβλήθηκαν πρόστιμα κατόπιν εορτής), συνέβη και στη Βρετανία. Το φαινόμενο του πληθωρισμού της απληστίας (greedflation) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του 2022. Αυτό δείχνει με αριθμούς και στοιχεία η έκθεση των βρετανικών δεξαμενών σκέψης IPPR και Common Wealth, που ζητεί παράλληλα τη θέσπιση ενός παγκόσμιου εταιρικού φόρου για τον περιορισμό των υπερβολικών κερδών.

Οπως σημειώνει ο Guardian, η ανάλυση των ισολογισμών πολλών από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κέρδη ξεπέρασαν κατά πολύ τις αυξήσεις του κόστους, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση του πληθωρισμού το 2022 σε επίπεδα που είχαν να παρατηρηθούν στη χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Η έκθεση του IPPR και του Common Wealth αναφέρει ότι τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο της Βρετανίας επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 30%. Το συνολικό αυτό ποσοστό ουσιαστικά διαμορφώθηκε από το 11% των επιχειρήσεων, οι οποίες αποκόμισαν υπερκέρδη χάρη σε τεράστιες αυξήσεις τιμών. Το φαινόμενο αυτό είναι ο ορισμός του λεγόμενου «πληθωρισμού της απληστίας», που στα αγγλικά ονομάζεται greedflation.

Ο Guardian σημειώνει ότι τα υπερβολικά κέρδη ήταν ακόμη μεγαλύτερα στις ΗΠΑ, όπου σε πολλούς και σημαντικούς τομείς της οικονομίας κυριαρχούν λίγες και πολύ ισχυρές εταιρείες. Οπως στην Ελλάδα, έτσι και στη Βρετανία η εκτίναξη των τιμών και των κερδών των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στο πάρτι της κερδοσκοπίας δεν οδήγησε σε αντίστοιχες μισθολογικές αυξήσεις, δημιουργώντας έτσι μια ασφυκτική κατάσταση για τα νοικοκυριά, ιδίως τα πιο αδύναμα.

«Οι εργαζόμενοι υπέστησαν τη μεγαλύτερη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματός τους από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», τονίζει ο Φίλιπ Αϊνμαν, που υπογράφει το άρθρο της βρετανικής εφημερίδας.

Οι ερευνητές των δύο βρετανικών think tanks ανέφεραν ότι οι ενεργειακές εταιρείες ExxonMobil και Shell, οι μεταλλευτικές εταιρείες Glencore και Rio Tinto και οι επιχειρήσεις τροφίμων και εμπορευμάτων Kraft Heinz, Archer-Daniels-Midland και Bunge είδαν τα κέρδη τους να ξεπερνούν κατά πολύ τον πληθωρισμό μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

«Επειδή οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων τροφοδοτούν σε τόσο σημαντικό βαθμό το κόστος σε όλους τους τομείς της οικονομίας, οι αυξήσεις επιδείνωσαν το αρχικό σοκ των τιμών, συμβάλλοντας στο να εκτιναχθεί ο πληθωρισμός ακόμη ψηλότερα και να διαρκέσει περισσότερο» αναφέρει η έκθεση.

Η έκθεση εξέτασε 1.350 εταιρείες που είναι εισηγμένες στα χρηματιστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής. Παράλληλα, ανέφερε ότι μεγάλες επιχειρήσεις στους τομείς της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και του τραπεζικού κλάδου προώθησαν επίσης σημαντικές αυξήσεις τιμών, διευρύνοντας τα περιθώρια κέρδους τους.

Ο Κάρστεν Γιουνγκ, επικεφαλής Οικονομικών στο Ινστιτούτο Ερευνών Δημόσιας Πολιτικής (Institute for Public Policy Research – IPPR), ένα από τα δύο think tanks που συνεργάστηκαν για την έρευνα, στάθηκε στο πώς οι εταιρείες που έχουν κυρίαρχη θέση στην αγορά μπορούν επί της ουσίας να επιβάλουν τους όρους τους. Διότι, όπως αναφέρεται και στην έκθεση, οι εταιρείες αυτές κατάφεραν να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους τους ή ακόμη και να τα αυξήσουν λόγω της μεγάλης ισχύος και της θέσης τους στην αγορά όπου δραστηριοποιούνται.

Ο Γιουνγκ παραπέμπει στο έργο της οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης Ιζαμπέλα Γουέμπερ, η οποία έδειξε πώς οι «συστημικοί τομείς», όπως η ενέργεια, μπορούν να έχουν καθοριστικό αντίκτυπο στον πληθωρισμό που απλώνεται την ευρύτερη οικονομία. Το 2021 είχε προηγηθεί η έρευνα του συνδικάτου Unite, η οποία αποκάλυψε πώς οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών που επηρέασαν τον δείκτη τιμών καταναλωτή στο Ηνωμένο Βασίλειο προήλθαν από επιχειρήσεις που αύξησαν τα περιθώρια κέρδους τους.

Ο Guardian περιλαμβάνει στο δημοσίευμα κατάλογο των εταιρειών που αύξησαν τα κέρδη τους πάνω από τον προ της πανδημίας μέσο όρο:

♦ ExxonMobil: Τα κέρδη, από 15 δισ. στερλίνες (17,5 δισ. ευρώ) που ήταν κατά μέσο όρο πριν από την πανδημία, αυξήθηκαν σε 53 δισ. στερλίνες (62 δισ. ευρώ)

♦ Shell: Από 16 δισ. στερλίνες (18,6 δισ. ευρώ) σε 44 δισ. στερλίνες (61,8 δισ. ευρώ)

♦ Glencore: Από 1,9 δισ. στερλίνες (2,2 δισ. ευρώ) σε 14,8 δισ. στερλίνες (17,2 δισ. ευρώ)

♦ Archer-Daniels-Midland: Από 1,4 δισ. στερλίνες (1,63 δισ. ευρώ) σε 3,16 δισ. στερλίνες (3,68 δισ. ευρώ)

♦ Kraft Heinz: Από 265 εκατ. στερλίνες (309 δισ. ευρώ) σε 1,8 δισ. στερλίνες (2,1 δισ. ευρώ)

Η έρευνα σημειώνει επίσης ότι δύο εταιρείες τροφίμων που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, οι Archer-Daniels-Midland και Bunge, καθώς και οι μη εισηγμένες Cargill και Dreyfus, ελέγχουν το 70% έως 90% της παγκόσμιας αγοράς σιτηρών.

«Η εξέλιξη αυτή έχει προκαλέσει σημαντική ζημιά στην οικονομία στο σύνολό της», αναφέρει η έκθεση. «Το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι κατά 8% υψηλότερο από ό,τι είναι τώρα, αν δεν είχε αυξηθεί η ισχύς των παραγόντων της αγοράς» συνεχίζουν τα δύο think tanks που συνυπογράφουν την έκθεση. Αντίστοιχα, το διαθέσιμο εργατικό εισόδημα μειώθηκε.

Οπως τονίζει ο Αϊνμαν στον Guardian, οι διαπιστώσεις αυτές δεν γίνονται μόνο από ανεξάρτητες δεξαμενές σκέψεις, αλλά και από επίσημους θεσμικούς φορείς. Για παράδειγμα, oρισμένα μέλη του ΔΣ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) έχουν αναγνωρίσει ότι οι αυξήσεις των τιμών έγιναν για να ενισχυθούν τα κέρδη. Ενώ το 2022, η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), ανέφερε ότι «κατά μέσο όρο, τα κέρδη έχουν πρόσφατα συμβάλει καθοριστικά στον συνολικό εγχώριο πληθωρισμό (σ.σ.: της ευρωζώνης) πάνω από τη συμβολή που είχαν ιστορικά».

Στελέχη και των δύο think tanks, ο Κάρστεν Γιουνγκ, του IPPR, και ο οικονομολόγος Κρις Χέιζ του Common Wealth, τονίζουν ότι απαιτείται ένας φόρος στα εκτιμώμενα πλεονάζοντα κέρδη παγκοσμίως, ύψους 4 τρισ. δολαρίων, παράλληλα με κινήσεις για την εξάλειψη των μονοπωλιακών πρακτικών, οι οποίες επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να εκμεταλλεύονται τη δύναμή τους στην αγορά.