Το 2020, όταν η πανδημία υποχρέωσε την Ευρωλίγκα σε lock-down, ο Παναθηναϊκός ήταν 6ος στη βαθμολογική κατάταξη, και ο Ολυμπιακός 10ος. Διεκδικούσαν την πρόκρισή τους στα πλέι-οφ. Το τουρνουά διακόπηκε οριστικά, όμως το Basket Champions League έφτασε έως το τέλος, με την ΑΕΚ φιναλίστ.
Το 2019 ο Παναθηναϊκός κέρδισε μια θέση στα πλέι-οφ.
Το 2018 τα κατάφεραν και οι δύο (Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός), ενώ η ΑΕΚ σήκωσε την Κούπα του BCL.
Το 2017 ο Ολυμπιακός έπαιξε στον τελικό της Euroleague και ο Παναθηναϊκός στα πλέι-οφ.
Το 2016 πέρασαν στα πλέι-οφ, και οι «κόκκινοι», και οι «πράσινοι».
Για να βρούμε μια χρονιά στην οποία κανένας ελληνικός σύλλογος δεν έπιασε ούτε τον μίνιμουμ στόχο στην Ευρώπη, θα πρέπει να γυρίσουμε πάνω από τρεις δεκαετίες πίσω: στις μέρες πριν από τις τρεις διαδοχικές παρουσίες του Αρη στα Final-4 του 1988, του 1989 και του 1990.
Ο αποκλεισμός του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού από τα πλέι-οφ της εφετινής Euroleague, αλλά και της ΑΕΚ από τους «8» του Basket Champions League, σηματοδοτεί το τέλος της «χρυσής» εποχής του ελληνικού μπάσκετ σε επίπεδο συλλόγων.
Από το 1991, που ο Παναγιώτης Φασούλας σήκωσε το Κύπελλο Σαπόρτα με τη φανέλα του ΠΑΟΚ στη Γενεύη, έως το 2018, που η ΑΕΚ κατέκτησε το BCL, σαρώσαμε 17 ευρω-τρόπαια: εννέα Κούπες Ευρωλίγκας (έξι ο Παναθηναϊκός, τρεις ο Ολυμπιακός), το BCL της ΑΕΚ, τέσσερα Κύπελλα Σαπόρτα (ΠΑΟΚ, Αρης, ΑΕΚ, Μαρούσι), δύο Κύπελλα Κόρατς (ΠΑΟΚ, Αρης) και ένα Eurocup Challenge (Αρης). Απολαύσαμε άλλους 13 «ελληνικούς» τελικούς και «ματσάρες» των ομάδων μας σε 21 Final-4. Επί πέντε συναπτά έτη (1994-1998) δεν υπήρχε τελικός Ευρωλίγκας χωρίς Ελλάδα.
Δύο χρονιές, η μεγάλη Κούπα δεν μας ήταν αρκετή. Το 1997 πήραμε και ένα Κόρατς. Το 2000, και ένα Σαπόρτα. Ημασταν τέτοια υπερδύναμη στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, ώστε είδαμε σε τελικούς, σε διάφορες διοργανώσεις, 12 διαφορετικές ομάδες μας. Μέχρι και τον Μακεδονικό, το 2005 στο Eurocup. Πρωτοφανές. Ανήκουστο.
Και τώρα; Τώρα, για πρώτη φορά στα χρονικά, βρέθηκαν εκτός πλέι-οφ, και ο Παναθηναϊκός, και ο Ολυμπιακός. Θα παρακολουθήσουν την προημιτελική φάση της διοργάνωσης από την τηλεόραση. Ιδίως ο «Εξάστερος», εφέτος θα τερματίσει στη χειρότερη θέση της ιστορίας του στην Euroleague, ό,τι κι αν κάνει στα δύο εξ’ αναβολής (λόγω κορονοϊού) παιχνίδια του με τη Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης και την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στη Ρωσία. Μόνο δύο φορές είχε συμβεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, το 2003 και το 2004. Τότε που ακόμη δεν είχαμε πλέι-οφ, αλλά top-16 και, στη συνέχεια, νοκ-άουτ αγώνες. Η τελευταία παρουσία του Ολυμπιακού σε Final-4 ήταν το 2017. Του Παναθηναϊκού, το 2012. Και το χειρότερο είναι πως τίποτα δεν προμηνύει την επιστροφή τους στην «ελίτ» της Ευρώπης στο άμεσο μέλλον.
Για τον Ολυμπιακό, οι ελπίδες πρόκρισης στα πλέι-οφ είχαν στερέψει από τον Φεβρουάριο. Οταν, ύστερα από τέσσερις ήττες σε πέντε ματς, έχασε και από τον Παναθηναϊκό στο ΣΕΦ. Οπως αποδείχτηκε στην πορεία, το πρόβλημα ήταν… κατασκευαστικό. Του έλειψαν οι «ποιοτικοί» ψηλοί και οι σουτέρ επιπέδου Ευρωλίγκας, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει στο 100% τον κορυφαίο του παίκτη (Κώστας Σλούκας), και ο Σπανούλης με τον Πρίντεζη δεν αντέχουν, πλέον, πάνω από δέκα λεπτά. Κάποιες σπουδαίες νίκες τις πήρε… με τη φανέλα, ιδίως εκτός έδρας. Στο ΣΕΦ πλήρωσε πιο ακριβά από πολλές άλλες ομάδες τις άδειες εξέδρες.
Για τον Παναθηναϊκό, οι ελπίδες ήταν (σχεδόν) ανύπαρκτες από την αρχή, κυρίως λόγω των δραματικών περικοπών στο μπάτζετ του. Ο Χεζόνια -που για κάποιο μυστήριο λόγο δεν πήρε πολύ χρόνο συμμετοχής- και ο Νέντοβιτς, δεν κατόρθωσαν να αλλάξουν τη μοίρα του. Τα αρνητικά αποτελέσματα σχημάτισαν από πολύ νωρίς μια χιονοστιβάδα απογοήτευσης, που καταράκωσε το ηθικό των παικτών του. Τους έβλεπες απρόθυμους να κάνουν ακόμη και τα στοιχειώδη.
Οι οικονομικές δυσκολίες είναι ο κυριότερος λόγος της οπισθοχώρησης του ελληνικού μπάσκετ. Οι ιδιοκτήτες των συλλόγων μας επενδύουν λιγότερα, την ώρα που άλλες ευρωπαϊκές ομάδες ξοδεύουν ακόμη περισσότερα από ό,τι στο παρελθόν. Η Εφές είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αλλά, τελευταίως, μπαίνουν δυνατά στο «παιχνίδι» και σύλλογοι από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Οπως η Μπάγερν και η Βιλερμπάν, που αυτή την εποχή κατασκευάζουν τα νέα τους γήπεδα, ή η Αλμπα, που εξασφάλισε διετή wild card από την Euroleague. Ο ανταγωνισμός μεγαλώνει επικίνδυνα για τους παλιούς «αριστοκράτες» της πορτοκαλί μπάλας.
Φταίει, βεβαίως, και το οτι δεν παράγουμε παίκτες. Ταλέντα υπάρχουν, όμως πολύ δύσκολα τους επιτρέπουμε να φτάσουν σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Δεν τους προσφέρουμε πολύ χρόνο συμμετοχής, δεν τους εμπιστευόμαστε, και οι προπονητές -οι περισσότεροι- δεν έχουν την υπομονή που χρειάζονται αυτά τα παιδιά για να ωριμάσουν. Οι πιο πολλά υποσχόμενοι μπαίνουν στον πειρασμό να υπογράψουν συμβόλαιο σε έναν μεγάλο σύλλογο, που πληρώνει καλύτερα, αλλά εκεί χάνουν τα πιο κρίσιμα -για την εξέλιξή τους- χρόνια, παρακολουθώντας τους αγώνες από τον πάγκο.
Ο καθοδικός κύκλος του ελληνικού μπάσκετ αφορά, μοιραία, και τις Εθνικές μας ομάδες, που έχουν μείνει μακριά από τις επιτυχίες για πάνω από μια δεκαετία (από το χάλκινο μετάλλιο στην Πολωνία), με σπάνιες εξαιρέσεις: τις διακρίσεις των Εφήβων (2015, 2017) και των Γυναικών (2017).
Το ερώτημα, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, είναι, πόσο θα κρατήσει.