Ενας νέος χώρος πολιτισμού γεννιέται στο Μεταξουργείο μετά την απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού να ιδρύσει το Μαντηλάδικο -Μουσείο Σταμπωτού Υφάσματος, διασώζοντας ένα κομμάτι της ιστορίας της πόλης των Αθηνών. Το νέο μουσείο στεγάζεται σε ένα διατηρητέο κτίριο με ιστορία σχεδόν 130 ετών, άρρηκτα δεμένο με την καλεμκερί, την τυποβαφική τέχνη του σταμπωτού υφάσματος.
Στο κτίριο αυτό λειτουργούσε παλιότερα η «Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών ΒΕΜ Ο.Ε.» των αδελφών Οικονομόπουλων, που κατασκεύαζε τα παραδοσιακά γυναικεία μαντήλια κεφαλής για όλες τις περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, αλλά και για τα μοναστήρια της χώρας.
Η λέξη καλεμκερί, τουρκικής προέλευσης και σύνθετη (καλέμ=κάλαμος και κιαρ=εργασία), σήμαινε το γυναικείο και ζωγραφισμένο στο χέρι μαντήλι. Το τελευταίο καλεμκερείον ξεκίνησε να λειτουργεί στη Σύρο, από τον Ηρακλή Οικονομόπουλο και τα τέσσερα αδέλφια του.
Το 1895, το καλεμκερείον μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στην οδό Πλαταιών 38. Οι αδελφοί Οικονομόπουλοι επέλεξαν αυτόν τον χώρο για να φτιάξουν το εργαστήριό τους, γιατί το συγκεκριμένο οικόπεδο διέθετε πηγάδι και το νερό αποτελούσε κύριο συστατικό για τη βαφή. Οι μηχανές της ΒΕΜ λειτούργησαν εκεί αδιάκοπα μέχρι το 1997, διατηρώντας την παραδοσιακή διαδικασία για την παραγωγή σταμπωτών μαντηλιών με πλήθος μοτίβων από τον φυτικό κόσμο, ενώ δεν λείπουν και οι ανθρώπινες φιγούρες.
Οπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του ΥΠΠΟ, τα μοτίβα ήταν αντίγραφα από κεντήματα διαφόρων περιοχών της χώρας, με σκοπό να είναι αναγνωρίσιμα από τις γυναίκες που τα φορούσαν. Το μαντήλι αυτού του τύπου ήταν το τελευταίο στοιχείο του ελληνικού κεφαλόδεσμου. Η ΒΕΜ διέθετε έναν μοναδικό παραδοσιακό τεχνικό εξοπλισμό, με λεπτοκαμωμένες μήτρες, σπουδαία σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και με το μαύρο, ανεξίτηλο χρώμα της ανιλίνης. Είναι το χρώμα που χαρακτήριζε τα ελληνικά μαντήλια, αφού παρέμενε ανεξίτηλο ακόμη και στη χλωρίνη!
Τα σχέδια και οι μήτρες των ξυλότυπων αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο, ενώ η συνταγή της βαφής ήταν επτασφράγιστο μυστικό που το παρέδιδαν από γενιά σε γενιά. Τα υφάσματα των μαντηλιών ήταν από μαλακό βαμβάκι και ελαφρύ μεταξωτό τύπου «πονζέ», με αζούρ μονό, διπλό ή και τριπλό στο τελείωμα. Οι ξυλόγλυπτες σφραγίδες, τα καλούπια, σκαλίζονταν στο εύπλαστο ξύλο φλαμουριάς, ελιάς ή –για μεγαλύτερη διάρκεια– αγριογκοριτσάς, από τεχνίτες μερακλήδες – καλλιτέχνες του ξύλου που εμπνέονταν από τη βυζαντινή λαϊκή παράδοση, με μοτίβα κυρίως λουλουδιών.
Την περίοδο 1935-1940, μάλιστα, με προτροπή της Δώρας Στράτου, ο Γιάννης Τσαρούχης δημιούργησε σχέδια με ελληνική θεματολογία, με εξαίρετα αποτελέσματα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Τη δεκαετία του 1950, δε, το εργαστήριο ανακαινίστηκε, περνώντας από τα ξύλινα καλούπια και τις σφραγίδες, στη μεταξοτυπία.
Το 1995, το ακίνητο μαζί με τον μηχανολογικό και κινητό του εξοπλισμό, ως σύνολο, χαρακτηρίστηκε από το ΥΠΠΟ ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Σήμερα, το σύνολο του μνημείου ανήκει πλέον στο υπουργείο Πολιτισμού και αποκαθίσταται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, συνολικό προϋπολογισμό 7,6 εκατ. ευρώ και ορίζοντα ολοκλήρωσης το τέλος του 2025. Το «Μαντηλάδικο» θα λειτουργήσει ως παράρτημα του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού (ΜΝΕΠ).
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε σχετικά: «Ο επαναπροσδιορισμός και η ανάπτυξη της ελληνικής χειροτεχνίας, ως μορφή σύγχρονης παραγωγικής δραστηριότητας, μέσα από την αναβίωση των παραδοσιακών τεχνικών, συνεισφέρει στην εθνική εφαρμογή της Σύμβασης της UNESCO για τη Διαφύλαξη της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, αξιοποιώντας παλαιότερες τεχνικές και γνώσεις, στο πλαίσιο ήπιων και καινοτόμων δράσεων».
Η κυρία Μενδώνη τόνισε ακόμη: «Η Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών συνιστά έναν πολύτιμο μάρτυρα της εξέλιξης στην Ελλάδα της τυποβαφικής τέχνης και της μετάβασης από το στάμπωμα με ξυλότυπους, στην τεχνική της μεταξοτυπίας. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός και τα αντικείμενα -μήτρες, μοναδικά σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και μαντίλια βαμμένα με το μαύρο, ανεξίτηλο χρώμα, της ανιλίνης- που έχουν διασωθεί, συνθέτουν ένα ξεχωριστό παραδοσιακό τεχνικό σύνολο που συντηρείται και αναδεικνύεται ολιστικά και με τη χρήση σύγχρονων εποπτικών μέσων. Με την αποκατάσταση και την επανάχρηση του κτηριακού συγκροτήματος, προσαρμοσμένου στις νέες λειτουργίες του και τη διάσωση του κινητού του εξοπλισμού, εκτός από τη μουσειακή χρήση και τη διαφύλαξη του παραδοσιακού εργαστηρίου, αναδεικνύουμε αυτόν τον πρωτότυπο θησαυρό με σύγχρονη ματιά, που αφορά και στην διάσωση μιας παραδοσιακής τεχνικής και στην οικονομία».
Υπογράμμισε, τέλος, ότι «ο νέος πολιτιστικός και μουσειακός χώρος, θα αποτελέσει κυψέλη ανάδειξης και αναβίωσης της παραδοσιακής τεχνικής στην παραγωγή σταμπωτών μαντηλιών, ενώ η χωροθέτηση ενός νέου πολιτιστικού κυττάρου στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας συνεισφέρει ουσιαστικά στην αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής».
Το 1999, ο μηχανολογικός και λοιπός κινητός του εξοπλισμός, συμπεριλαμβανομένων και κινητών αντικειμένων, που αποτελούσαν μέρος της βιοτεχνικής παραγωγής, παραχωρήθηκε από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) στο υπουργείο Πολιτισμού. Το 2000 το ΥΠΠΟ εξαγόρασε τον μηχανολογικό και κινητό εξοπλισμό του εργαστηρίου. Στο πλαίσιο των πρόδρομων εργασιών στις εγκαταστάσεις του βιοτεχνικού συγκροτήματος εντοπίστηκαν τμήματα του κινητού εξοπλισμού και εγκαταστάσεις που είχαν διατηρηθεί στον χώρο του εργοστασίου, όπως στεγνωτήριο, βαφείο, γραφείο, χημείο, ραφείο, χώρο αποθήκευσης με την ένδειξη «αρχείο», απλωτήριο και εσωτερική αυλή.
Η κεντρική ιδέα που διατρέχει το μουσειολογικό σκεπτικό είναι η εξέλιξη της τυποβαφικής τέχνης στον ελληνικό χώρο, με αφορμή την αφήγηση της ιστορίας της ΒΕΜ, πλαισιωμένη με παράλληλες δράσεις στους αντίστοιχους χώρους του κτιριακού συγκροτήματος. Συγχρόνως αναδεικνύεται και η συμβολή της στη διαφύλαξη και αναζωογόνηση της τυποβαφικής τεχνογνωσίας, σύμφωνα και με τις αρχές της Σύμβασης της UNESCO.
Η πλειονότητα των φυσικών εκθεμάτων της μουσειακής έκθεσης προέρχεται από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στον χώρο και συγκροτούν τη συλλογή της ΒΕΜ και τα οποία έχουν καταγραφεί και ενταχθεί στη συλλογή του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού.
Προβλέπεται, σημειακά, να αξιοποιηθούν και συγκεκριμένα συναφή αντικείμενα από τις μόνιμες συλλογές στο ΜΝΕΠ. Τα φυσικά εκθέματα θα πλαισιώνονται από πρωτότυπο ψηφιακό υλικό, συνδέοντας την ιστορία της βιοτεχνίας με το παρόν του τόπου, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την αξιοποίηση του γνωστικού, ιστορικού, τεχνικού και εικαστικού αποθέματος.
Η διαδρομή των επισκεπτών στο χώρο είναι κυκλική: Η είσοδος χωροθετείται στην οδό Σφακτηρίας. Η περιήγηση του επισκέπτη συνεχίζεται στον ημιυπαίθριο χώρο με τον in situ μηχανολογικό εξοπλισμό και συνεχίζεται στην κατεξοχήν στεγασμένη μόνιμη μουσειακή έκθεση και στους χώρους των πολλαπλών δραστηριοτήτων. Η έξοδος γίνεται μέσω του πωλητηρίου.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε επτά ενότητες που περιλαμβάνουν την υποδοχή, την ιστορία της βιοτεχνίας και της εμπορικής δραστηριότητάς της, την παρουσίαση των μεθόδων παραγωγής, των πρώτων υλών, των μηχανικών μέσων αλλά και του κτιριακού κελύφους, την ιστορία και τις χρήσεις του μαντηλιού, και τέλος, μια εκτενή αναφορά στα σχέδια των μαντηλιών. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα μοτίβα που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Τσαρούχης, έπειτα από προτροπή της Δώρας Στράτου.
Προβλέπονται, επίσης, η δημιουργία:
- Απτικής διαδρομής, ώστε να υπάρχει πρόσβαση στο μουσείο από άτομα με μειωμένη όραση, με τρισδιάστατες κατόψεις του κτιρίου και των χώρων εργασίας, ανάγλυφα σχέδια μαντηλιών και πληροφορίες γραμμένες σε Braille,
- Πωλητηρίου, με αντικείμενα εμπνευσμένα από τα εκθέματα και τα μοτίβα του Μουσείου,
- Εργαστηρίου χειροτεχνίας του υφάσματος και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αίθουσας πολλαπλών χρήσεων για διαλέξεις, εικαστικές εκδηλώσεις και εκδηλώσεις μόδας,
- Χώρου για ερευνητές,
- Χώρου εστίασης,
- Χώρου προβολών (ταινιών, ντοκιμαντέρ), στην ταράτσα.