Για μία ακόμα φορά η υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα αποκτά νέες ταχύτητες και η δημόσια συζήτηση στη Βρετανία πυκνώνει. Την ώρα που ο Τζορτζ Οσμπορν, πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, επαναλάμβανε τα περί μιας ενδεχόμενης συμφωνίας ανταλλαγής αρχαιτήτων –«ορισμένοι θαυμάσιοι ελληνικοί θησαυροί που δεν έχουν φύγει ποτέ από την Ελλάδα θα έρχονται και θα εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο, όπως η Μάσκα του Αγαμέμνονα για παράδειγμα», είπε χαρακτηριστικά– και παράλληλα άδειαζε την κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ για το διπλωματικό ατόπημα της ακύρωσης της συνάντησης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη τον περασμένο Νοέμβριο –«ακόμα και αν η βρετανική κυβέρνηση δεν μιλά στον έλληνα πρωθυπουργό, μιλά το Βρετανικό Μουσείο», σημείωσε–, ο βρετανικός Τύπος γέμιζε με αποκαλύψεις για το πώς η κυβέρνηση Μπλερ συζητούσε το θέμα πριν από 20 ολόκληρα χρόνια, ύστερα από σχετική πρόταση του Κώστα Σημίτη.
Οι Financial Times και ο Guardian επικαλούνται απόρρητα έγγραφα που αποχαρακτηρίστηκαν με την πάροδο της 20ετίας και κατέγραφαν τις συζητήσεις στην Ντάουινγκ Στριτ το 2003, επί πρωθυπουργίας Τόνι Μπλερ, για μια αλλαγή τακτικής της Βρετανίας στο όλο θέμα.
Είχε προηγηθεί επιστολή του κ. Σημίτη προς τον Τόνι Μπλερ, με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 2002, την οποία αποκάλυψε η «Καθημερινή»: «Η πρότασή μας για την επιστροφή συνιστά πρόταση για μια κοινή καινοτομία στην πολιτιστική πολιτική, από την οποία θα επωφεληθούν τόσο η Βρετανία όσο και η Ελλάδα. Προτείνεται η επιστροφή των Μαρμάρων να πραγματοποιηθεί με τη μορφή μακροχρόνιου δανεισμού από το Βρετανικό Μουσείο στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, παρακάμπτοντας το ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων», έγραφε ο κ. Σημίτης στην επιστολή του προς τον Τόνι Μπλερ. Φωτοαντίγραφο της επιστολής υπάρχει στον φάκελο εγγράφων που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα από τη βρετανική κυβέρνηση με τον κωδικό PREM49/2946.
Στην ίδια επιστολή ο κ. Σημίτης υπογράμμιζε στον βρετανό ομόλογό του ότι στο πλαίσιο ενός κοινού ελληνοβρετανικού σχεδίου, η Ελλάδα θα αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει νέες και σημαντικές περιοδικές εκθέσεις ελληνικών αρχαιοτήτων στο Βρετανικό Μουσείο, συμπεριλαμβανομένων εκθεμάτων που δεν είχαν εκτεθεί ποτέ εκτός Ελλάδας και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είχαν ακόμη παρουσιαστεί εντός της ίδιας της χώρας.
Η στάση της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στην πρόταση του κ. Σημίτη ήταν φυσικά επαμφοτερίζουσα. Η κυβέρνηση Μπλερ κατέφευγε στο μόνιμο και τότε «ασφαλές» επιχείρημα ότι πρόκειται για θέμα των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου, ενώ το βρετανικό υπουργείο Πολιτισμού δεν εμφανιζόταν πρόθυμο να παρέμβει προς το Μουσείο και ανεπισήμως προειδοποιούσε ότι αν τα Γλυπτά που είχε φέρει ο λόρδος Ελγιν στο Λονδίνο στις αρχές του 19ου αιώνα έφευγαν από την Αγγλία για την Ελλάδα πιθανότατα δεν θα επέστρεφαν ποτέ.
Με βάση, όμως, τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, οι συζητήσεις που γίνονταν μυστικά στην Ντάουνινγκ Στριτ μαρτυρούν μια αλλαγή στάσης, καθώς, εκτός των άλλων, η «ήπια ισχύς» της Ελλάδας εκείνο το διάστημα ήταν αναβαθμισμένη διεθνώς –σύντομα θα αναλάμβανε και την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης προωθώντας τη διεύρυνση– και υπήρχε η εκτίμηση ότι μια κίνηση καλής θέλησης προς την Αθήνα για το θέμα των Γλυπτών θα μπορούσε να βοηθήσει τα βρετανικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο των FT, η κυβέρνηση των Εργατικών είχε φτάσει στο σημείο να πιέσει για μια συμφωνία με την Ελλάδα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, κατηγορώντας παράλληλα το Βρετανικό Μουσείο για αδιαλλαξία και στενότητα οπτικής σχετικά με το όλο θέμα. Τον Απρίλιο του 2003, η τότε σύμβουλος του Μπλερ σε θέματα Πολιτισμού, Σάρα Χάντερ, έγραφε στον βρετανό πρωθυπουργό: «Υπάρχουν καλοί λόγοι για μας, τόσο κατ’ ίδίαν όσο και δημοσίως να ενθαρρύνουμε το Βρετανικό Μουσείο να καταλήξει σε έναν συμβιβασμό στους επόμενους 12 μήνες» και συμπλήρωνε επίσης πως «η ελληνική επιχειρηματολογία έχει γίνει πιο εκλεπτυσμένη –συζητώντας για δανεισμό και όχι τόσο για αλλαγή της ιδιοκτησίας– και βρίσκεται σε αντίθεση με την στείρα αδιαλλαξία (του Βρετανικού Μουσείου) να συζητήσει οποιαδήποτε συμφωνία».
Ο Guardian, στο δικό του ρεπορτάζ, επεσήμανε ότι αυτές οι συζητήσεις γίνονταν στην Ντάουνινγκ Στριτ και με φόντο τη διεκδίκηση από το Λονδίνο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012. Εκείνη την περίοδο η ελληνική κυβέρνηση του κ. Σημίτη είχε προτείνει να έρθουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Και μολονότι το Μουσείο της Ακρόπολης δεν είχε ολοκληρωθεί (εγκαινιάστηκε το 2009) και η επίσημη θέση της υπουργού Πολιτισμού της Βρετανίας Τέσα Τζάουελ ήταν σταθερά επιφυλακτική –«αν τους τα δανείσουμε, θα τα κρατήσουν για πάντα» είχε πει στον Μπλερ–, στα ενδότερα της Ντάουνινγκ Στριτ η συζήτηση για συμφωνία με την Ελλάδα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα είχε ανάψει.
«Τα Μάρμαρα (του Ελγιν, δηλαδή τα Γλυπτά του Παρθενώνα), θα μπορούσαν να είναι ένα πανίσχυρο διαπραγατευτικό χαρτί στη ΔΟΕ, εν όψει της διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012. Η δημοσιότητα μιας τέτοιας κίνησης θα μας εξασφάλιζε τη συναίνεση των Ελλήνων και θα βοηθούσε να συγκεντρώσουμε περισσότερες ψήφους εντός της ΔΟΕ», είχε γράψει η Σάρα Χάντερ στο σημείωμά της προς τον Μπλερ, επισημαίνοντάς του μάλιστα πως ο Ντέιβιντ Οουεν, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (1977-1979), είχε προτείνει πως οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Ελλάδας θα μπορούσαν να έρθουν σε μια συμφωνία για τα Γλυπτά.
«Φαίνεται λογικό: η ορθολογική χάραξη πολιτικής ευνοεί τους Ελληνες. Αλλά αυτή δεν είναι μια επιλογή που εμπίπτει στις δικές μας αρμοδιότητες: μόνο οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου έχουν την καταστατική εξουσία να χορηγούν δάνειο και η έναρξη μιας κυβερνητικής άσκησης πειθούς στο έτος της 250ής επετείου του Βρετανικού Μουσείου θα συναντήσει αντίσταση και πολλά πρωτοσέλιδα θα τα κάνει να αγωνιούν. Αν και η Τέσα (Τέσα Τζάουελ, υπουργός Πολιτισμού) κατανοεί τα επιχειρήματα των Ελλήνων, είναι απρόθυμη να το κάνει θέμα για την κυβέρνηση και δεν θέλει να αντιμετωπίσει το Βρετανικό Μουσείο», σημείωνε επίσης η Χάντερ στο εμπιστευτικό έγγραφο προς τον Μπλερ.
Στο ερώτημα της Σάρα Χάντερ αν μπορεί να διερευνήσει το όλο θέμα περισσότερο, ο Μπλερ έχει απαντήσει ιδιοχείρως: «Ναι. Γιατί να μην βάλουμε τον Ντέιβιντ Οουεν επικεφαλής, να το διαπραγματευτεί; Θα μας δώσει κύρος και ισχύ και πιθανότατα θα βοηθήσει με το Βρετανικό Μουσείο, κρατώντας και λίγες αποστάσεις από την κυβέρνηση».
Οντως ο λόρδος Οουεν είχε προτείνει εκείνη την περίοδο την υπογραφή συμφώνου που θα προέβλεπε την εναλλασσόμενη έκθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Ο ίδιος επεσήμανε και το θέμα της υποψηφιότητας του Λονδίνου για το 2012 (με μεγάλο αντίπαλο τότε, το Παρίσι). Ο λόρδος Οουεν παραδεχόταν σε επιστολή του πως το επιχείρημα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ισχυρό, «με όρους δημοσίων σχέσεων», αλλά επεσήμανε και μια επιπλέον ιδιαιτερότητα: Στην Αθήνα, κ. Βενιζέλος, τότε υπουργός Πολιτισμού, τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα ήταν δύσκολο να πείσει την ελληνική αντιπροσωπεία στη ΔΟΕ να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Λονδίνου για τους Αγώνες του 2012 ως αντάλλαγμα για την έκθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην ελληνική πρωτεύουσα.
«Με λίγη εφευρετικότητα θα ήταν δυνατόν να τεθεί η συμφωνία υπό την κοινοτική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο θα αποτελούσε ακόμη καλύτερη εγγύηση από την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο», σημείωνε από την πλευρά του ο λόρδος Οουεν στην επιστολή του προς τον σερ Στέφεν Γουόλ, σύμβουλο του πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις (18 Μαρτίου 2003) (PREM49/2949).
Στην επιστολή-απάντηση προς τον κ. Σημίτη, ο Τόνι Μπλερ επικροτούσε το γεγονός ότι το θέμα είχε συζητηθεί σε επίπεδο υπουργών Πολιτισμών (Ευάγγελος Βενιζέλος και Τέσα Τζάουελ) αλλά και σε επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων των δύο μουσείων, του Βρετανικού και της Ακρόπολης. Για την όποια απόφαση βέβαια, παρέπεμπε στο Βρετανικό Μουσείο.
Εγραφε στον κ. Σημίτη ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου: «Ξεκαθάρισε (η υπουργός Πολιτισμού Τέσα Τζάουελ) επίσης ότι το θέμα του δανεισμού των Γλυπτών αφορά τους διαχειριστές του Μουσείου. Αυτό δεν είναι ένα από τα θέματα για τα οποία η βρετανική κυβέρνηση θα επιδιώξει να παρέμβει. Ωστόσο, είμαι πολύ πρόθυμος να δω τη συνεχή επαφή σε πολιτιστικά θέματα μεταξύ των αρμόδιων αξιωματούχων των δύο υπουργείων Πολιτισμού, της Ελλάδας και της Βρετανίας» (PREM49/2946).
Σε κάθε περίπτωση, οι αποκαλύψεις των επιστολών και των συζητήσεων που γίνονταν στα ενδότερα της βρετανικής κυβέρνησης το 2003 για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, δίνουν έναν διαφορετικό τόνο στην όλη υπόθεση και ενισχύουν το momentum: περιγράφεται μια βρετανική κυβέρνηση δεκτική στις διαπραγματεύσεις, σε αντίθεση με αυτή του Ρίσι Σούνακ, ενώ τώρα το Βρετανικό Μουσείο σκέφτεται εντελώς διαφορετικά, είναι αυτό που συζητά μια συμφωνία με την Ελλάδα.