Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έκανε τα πάντα ώστε να μετατρέψει τις τοπικές εκλογές σε προσωπική υπόθεση, σε ένα δημοψήφισμα για το πρόσωπό του. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, δείχνουν ότι το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) υπέστη ένα σημαντικό πλήγμα, χάνοντας τον έλεγχο των σημαντικότερων πόλεων της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης. Κατά συνέπεια το αρνητικό αποτέλεσμα το χρεώνεται προσωπικά ο τούρκος πρόεδρος.
Το ερώτημα, ωστόσο, τώρα αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει ο Ερντογάν. Γιατί «ο άνδρας που κυριάρχησε στην τουρκική πολιτική από το 2003 δεν έχει συνηθίσει να χάνει. Δεν μπορεί να ανεχτεί καμιά μορφή κριτικής», σημειώνει σε κείμενό του Σάιμον Τίσντολ, στον Guardian. Ηταν όμως ο κύριος υπεύθυνος της ήττας γιατί υπήρξε ο κύριος καθοδηγητής της προεκλογικής εκστρατείας. Αναδείχτηκε ή μάλλον επιβλήθηκε ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής των τοπικών εκλογών περιοδεύοντας σε κάθε γωνιά της Τουρκίας. Δήλωνε πως η επικράτηση του κόμματός του ήταν «ζήτημα εθνικής επιβίωσης», κατηγορούσε τους αντιπάλους του ότι συνεργάζονται με τρομοκράτες ενώ δεν δίστασε να προβάλει το βίντεο του μακελειού που σημειώθηκε τον προηγούμενο μήνα στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας, υποστηρίζοντας πως οι επιθέσεις ήταν μέρος μιας οργανωμένης από τη Δύση εκστρατείας κατά των μουσουλμάνων και ειδικά εναντίον των Τούρκων.
Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί το πιο ηχηρό μήνυμα κατά του τούρκου προέδρου μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος που σημειώθηκε τον Ιούλιο του 2016. «Τότε η άμεση αντίδραση του Ερντογάν ήταν να δώσει εντολή για μαζικές συλλήψεις και να επιρρίψει την ευθύνη σε συνωμότες που ζουν στο εξωτερικό. Συνέχισε να χρησιμοποιεί το πραξικόπημα ως δικαιολογία για να προβεί σε τυφλές πανεθνικές εκκαθαρίσεις με στόχο να ενισχύσει τη θέση του στην εξουσία», υπενθυμίζει ο Τίσντολ.
Σήμερα, όπως άλλωστε έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν, το AKP, απολαμβάνοντας τη στήριξη ενός εύκαμπτου δικαστικού σώματος, αναμένεται πως θα κινηθεί νομικά κατά αντιπάλων του που αναδείχτηκαν νικητές στις τοπικές εκλογές, επιδιώκοντας να μην προλάβουν να αναλάβουν τα αξιώματά τους ενώ δεδομένη είναι και η αμφισβήτηση, πάντα σε νομικό επίπεδο, των αποτελεσμάτων σε χιλιάδες εκλογικά κέντρα της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης.
Μετά το περσινό δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο Ερντογάν απέκτησε διευρυμένες εξουσίες, καταλήγοντας να ελέγχει σχεδόν απόλυτα όλους τους θεσμούς της χώρας, συμπεριλαμβανομένων της κυβέρνησης, του δικαστικού σώματος και του στρατού. Ταυτόχρονα φίμωσε όλους τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους, γεγονός το οποίο αρκετοί συνδέουν με τη διαφαινόμενη αύξηση της διαφθοράς. Και μετά τις απώλειες που υπέστη στις τοπικές εκλογές θεωρείται βέβαιο πως το καθεστώς του θα γίνεται ολοένα και πιο αυταρχικό.
Οι επιτυχίες, ωστόσο, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), της κύριας αντιπολιτευόμενης δύναμης της Τουρκίας, αναμένεται πως θα ενισχύσουν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αναπτερώνοντας τις ελπίδες όλων όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν στη δημοκρατία. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Τίσντολ, και διερωτάται αν οι εκλογές της Κυριακής σήμαναν «την αρχή του τέλους για τον Ερντογάν», γνωρίζοντας, όμως, πως είναι πολύ νωρίς για να αποφανθεί κανείς.
Πάντως εκτός απροόπτου στην Τουρκία δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν ξανά εκλογές έως το 2023 και ο Ερντογάν έχει αποδείξει πολλές φορές ότι έχει τον τρόπο του ώστε να παραμένει στην εξουσία. Την ίδια ώρα το κυβερνών κόμμα υποστηρίζει ότι πέτυχε τους στόχους του αφού κατάφερε σε επίπεδο κομματικών ψήφων να φτάσει σε ποσοστό 44,32%, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση, ενώ το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, παρά τη σημαντική άνοδο που σημείωσε, μόλις που ξεπέρασε το 30%.
Ο βραχνάς της οικονομίας και οι διεθνείς προκλήσεις
«Κάθε κέρδος και κάθε απώλεια αποτελούν την εκτίμηση του έθνους μας» και αυτό «αποτελεί προϋπόθεση της δημοκρατίας», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο τούρκος πρόεδρος το βράδυ της Κυριακής, και σύμφωνα με τον Αμπντουλκαντίρ Σελβί, αρθρογράφο της Hurriyet, αυτό αποδεικνύει ότι αποδέχτηκε τα αποτελέσματα με «δημοκρατική ωριμότητα». Ο Ερντογάν δεν παρέλειψε, ωστόσο, να υπογραμμίσει πως «αναδειχθήκαμε πρώτο κόμμα στις εκλογές» και κυρίως ότι «έχουμε 4.5 χρόνια μπροστά μας. Πάντα θα κοιτάμε μπροστά», έως τις προεδρικές εκλογές του 2023.
Ο Σελβί, ωστόσο, δεν είναι σίγουρος ότι δεν θα προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, και μαζί του συμφωνεί και η Λόρα Πίτελ, ανταποκρίτρια των Financial Times στην Τουρκία, σημειώνοντας πως ο Ερντογάν, έχοντας καταφέρει να ανέλθει στην εξουσία με εφαλτήριο τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης, γνωρίζει πολύ καλά πως στην πατρίδα του οι τοπικές εκλογές μπορούν να αλλάξουν άρδην το πολιτικό σκηνικό.
Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν στην Τουρκία από σήμερα έως το 2023. Κυρίως στην οικονομία. Γιατί ο Ερντογάν δεν κατάφερε να ελέγξει την αύξηση των επιτοκίων και παραμέλησε την αύξηση του ιδιωτικού χρέους, αυξάνοντας συγχρόνως τις δημόσιες δαπάνες για την κατασκευή φαραωνικών έργων υποδομών, με αποτέλεσμα η τουρκική οικονομία να εισέλθει, για πρώτη φορά από το 2009, σε τροχιά ύφεσης, η τουρκική λίρα να απολέσει (πέρυσι) το 30% της αξίας της και να αυξηθούν σημαντικά και η ανεργία και ο πληθωρισμός.
Την Κυριακή ο τούρκος πρόεδρος θέλησε να στείλει ένα μήνυμα προς τους επενδυτές μιλώντας για οικονομικές μεταρρυθμίσεις και σεβασμό «των κανόνων που διέπουν την οικονομία της ελεύθερης αγοράς». Αρκετοί, ωστόσο, ειδικοί εμφανίζονται επιφυλακτικοί, σημειώνοντας πως οι απώλειες που υπέστη το κυβερνών κόμμα, πιθανώς να περιορίσουν τη δυνατότητα λήψης δραστικών μέτρων.
«Η τωρινή κυβέρνηση ενδέχεται να έχει περιορισμένη διάθεση για μεταρρυθμίσεις και δεν αποκλείεται να εστιάσει σε πιο γρήγορες λύσεις, όπως το να πλημμυρίσει με περισσότερο φθηνό χρήμα την οικονομία», εξήγησε στους FT η Νόρα Νέουτεμπομ, οικονομολόγος της ολλανδικής τράπεζας ABN Ambro. Το πρώτο, οπότε, που πρέπει να κάνει ο Ερντογάν, μαζί με τον γαμπρό του και υπουργό Οικονομικών της Τουρκίας Μπεράτ Αλμπαϊράκ, είναι να παρουσιάσουν ένα πρόγραμμα που θα συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, μεταξύ τόσο των ξένων επενδυτών όσο και των τούρκων πολιτών. «Εάν δεν το κάνουν, τότε θα έχουν πρόβλημα. Η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί πολύ γρήγορα», υποστήριξε ο Τιμ Ας, στέλεχος της BlueBay Asset Management με ειδίκευση στις αναδυόμενες αγορές.
Πέρα, ωστόσο, από το να ελέγξει την οικονομία και να κερδίσει τις βιομηχανικές ελίτ και τα μέλη της μεσαίας τάξης που του γύρισαν την πλάτη, ο Ερντογάν καλείται να ξεπεράσει και σημαντικές προκλήσεις στη διεθνή σκηνή. Αρχικά θα πρέπει να διαχειριστεί την επιδείνωση των σχέσεων της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον λόγω της απόφασης του να προχωρήσει στην αγορά του πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία. Στη συνέχεια θα πρέπει να καταλήξει σε έναν συμβιβασμό για το μέλλον της Βόρειας Συρίας μετά τη δέσμευση του Ντόναλντ Τραμπ περί σταδιακού τερματισμού της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή.