Γυναίκες εργάζονται σε εργοστάσιο ρούχων στην Κίνα | Shutterstock
Επικαιρότητα

Πώς βλέπουν τον κινέζικο κομμουνισμό οι αμερικανοί καπιταλιστές

Δεν πραγματοποιήθηκαν όλες οι προσδοκίες που γεννήθηκαν την περίοδο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ Σιαοπίνγκ κατά τη δεκαετία του 1980. Διαψεύσθηκαν, για παράδειγμα, οικτρά οι ελπίδες των Κινέζων για περισσότερη πολιτική ελευθερία, παρατηρεί η Wall Street Journal, η εφημερίδα-συνώνυμο του αμερικανικού μεγάλου κεφαλαίου
Protagon Team

Μπορεί η Κίνα να είναι πλέον η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο αλλά «η απόπειρα δημιουργίας μιας υβριδικής οικονομίας – εν μέρει σοσιαλιστικής, εν μέρει της αγοράς – φόρτωσε τη χώρα με γενικευμένη διαφθορά, εκτεταμένη ρύπανση και ανθυγιεινά τρόφιμα. Και τα χειρότερα έπονται καθώς η πολιτική του ενός παιδιού που επέβαλε επί δεκαετίες το Κομμουνιστικό Κόμμα την επιβάρυνε με έναν τάχιστα γηράσκοντα πληθυσμό».

Το ότι η Wall Street Journal, η εφημερίδα-συνώνυμο του αμερικανικού καπιταλισμού δεν θα συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό της κινεζικής ηγεσίας για την 70η επέτειο της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας την 1η Οκτωβρίου του 1949 από τον Μάο Τσετούνγκ ήταν αναμενόμενο. Και κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το κύριο άρθρο της την 30η Σεπτεμβρίου ήταν αφιερωμένο σε όλες τις παθογένειες της σύγχρονης Κίνας.

Αρχικά, ωστόσο, τα μέλη της συντακτικής ομάδας της νεοϋορκέζικης εφημερίδας που υπογράφουν το κείμενο, αναγνωρίζουν όλα όσα κατάφεραν οι Κινέζοι τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, σημειώνοντας καταρχάς ότι απαλλάχτηκαν από την πείνα και τη φτώχεια εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, χάρη σε μια άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη η οποία ωφέλησε σημαντικά και τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.

Στιγμιότυπο από τις εορταστικές εκδηλώσεις για την 70η επέτειο της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

Υπογραμμίζουν, όμως, αμέσως μετά πως δεν πραγματοποιήθηκαν όλες οι προσδοκίες που γεννήθηκαν την περίοδο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ Σιαοπίνγκ κατά τη δεκαετία του 1980. Διαψεύσθηκαν, για παράδειγμα, οικτρά οι ελπίδες των Κινέζων για περισσότερη πολιτική ελευθερία.

«Ακόμα και μετά τη σφαγή στην Τιενανμέν» αρκετοί πίστευαν πως θα μπορούσε «η Κίνα να εξελιχθεί, αν όχι σε μια δυτικού ή ιαπωνικού τύπου δημοκρατία, ενδεχομένως σε ένα κράτος, κατά το πρότυπο της Σιγκαπούρης, με ένα σχετικά ανεκτικό και μη διεφθαρμένο μονοκομματικό καθεστώς», αλλά οι ελπίδες τους εξανεμίστηκαν οριστικά μετά την άνοδο και την δια βίου εγκαθίδρυση του Σι Τζινπίνγκ στην εξουσία. «Η Κίνα είναι πιο ισχυρή αλλά λιγότερη ελεύθερη από όσο ήταν πριν από μια δεκαετία και ο υπόλοιπος κόσμος παρατηρεί την επιθετικότητά της με αυξανόμενη ανησυχία», υποστηρίζουν οι αμερικανοί δημοσιογράφοι.

Ο Σι Τζινπίνγκ απεικονίζεται ως Χίτλερ στις διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στο Χονγκ Κονγκ κατά τη διάρκεια των εορτασμών για τη 70η επέτειο της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (REUTERS/Athit Perawongmetha)

Και σημειώνουν πως μεταξύ των κύριων ελαττωμάτων της σύγχρονης Κίνας συγκαταλέγονται ο απόλυτος έλεγχος της οικονομίας από το κράτος, η εξάρτηση της χώρας από τις εξαγωγές και την υποκλοπή τεχνογνωσίας και τεχνολογίας από το εξωτερικό, η οργουελικού τύπου επιτήρηση των πολιτών της, η εκτεταμένη λογοκρισία ειδικά στο Διαδίκτυο, ο περιορισμός των θρησκευτικών ελευθεριών, οι διώξεις κατά των Ουιγούρων και των ακτιβιστών που αγωνίζονται για ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, η διαρκώς επιθετική στάση απέναντι στους γείτονές της, η αθέτηση της δέσμευσης περί διασφάλισης της ανεξαρτησίας του Χονγκ Κονγκ, η υποτιθέμενη ήπια ισχύς του νέου Δρόμου του Μεταξιού που οδηγεί στην οικονομική υποτέλεια πολλές από τις εμπλεκόμενες χώρες.

Και όλα αυτά ερμηνεύονται στο πλαίσιο ενός εθνικιστικού ρεβανσισμού που ωθεί εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζους «έπειτα από δύο αιώνες εσωτερικής αστάθειας και υποταγής στους ξένους να θεωρούν πως θα κυριαρχήσουν στον 21ο αιώνα καθώς οι ΗΠΑ βυθίζονται στο δημοκρατικό χάος και την πολιτισμική παρακμή».

Φυσικά, η συντακτική ομάδα της WSJ είναι πεπεισμένη πως το όνειρο των Κινέζων δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, γιατί στην Αμερική, συμφωνούν όλοι, Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί, πως οι ΗΠΑ πρέπει πάση θυσία να αντεπεξέλθουν στην κινεζική πρόκληση.

Οχι όμως αποσυνδέοντας την κινεζική οικονομία από την αμερικανική, καθώς οι συνέπειες θα είναι αρνητικές και για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ, και σίγουρα όχι αντιμετωπίζοντας την Κίνα ως μια νέα Σοβιετική Ενωση. «Τουλάχιστον όχι ακόμα». Προς το παρόν πρέπει να διασφαλιστεί η ομαλή συνύπαρξη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Ξέροντας ή ελπίζοντας πως η ανάγκη για περισσότερη ελευθερία κάποια στιγμή θα καταστεί και στην Κίνα επιτακτική. Γιατί «γνωρίζουμε από την Ιστορία ότι τα αυταρχικά καθεστώτα συχνά φαίνονται πιο ισχυρά από όσο είναι. Η επιμονή του Κόμματος για πλήρη πολιτικό έλεγχο μπορεί να είναι ο σπόρος της κατάρρευσής του».