Ολα αυτά τα χρόνια ο Γκάλης έδινε την εντύπωση ότι αδιαφορούσε για το σπορ, που τόσο αγάπησε | ΑΠΕ-ΜΠΕ
Επικαιρότητα

Τα 27 χρόνια «εξορίας» του Νίκου Γκάλη

Είναι αδιανόητο: για (σχεδόν) τρεις δεκαετίες ο «Θεός του μπάσκετ» στην Ελλάδα δεν είχε λόγο στο δημιούργημά του. Ο Νίκος Γκάλης έδινε την εντύπωση πως αδιαφορούσε για το σπορ, που τόσο αγάπησε, όμως οποιαδήποτε παρέμβασή του θα ήταν μάταιη. Ο παντοδύναμος μονάρχης της ΕΟΚ, Γιώργος Βασιλακόπουλος, του είχε δείξει τα... αισθήματά του από πολύ νωρίς
Sportscaster

Είχε πολύ καιρό, το ελληνικό μπάσκετ, να ακούσει μια τόσο ευχάριστη είδηση. Είκοσι επτά χρόνια μετά το ξαφνικό -και άδοξο- τέλος της μυθικής του καριέρας, ο Νίκος Γκάλης είναι πρόθυμος να ξαναγίνει μέρος του παιχνιδιού. Του παιχνιδιού που ο ίδιος, με το θεϊκό του ταλέντο, έβγαλε από την αφάνεια στη χώρα μας, για να γίνει το «εθνικό μας σπορ».

Εχοντας κλείσει τα 64 (πριν από ένα μήνα), δυστυχώς, δεν θα μπορούσε να επιστρέψει με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια. Αλλά είναι έτοιμος να προσφέρει τη μπασκετική του σοφία από το πόστο του επίτιμου προέδρου της ΕΟΚ. Εφόσον, βεβαίως, ο συνοδοιπόρος του στο «Επος του ’87» και ιστορικός του αντίπαλος στα ντέρμπι Αρη – ΠΑΟΚ, Παναγιώτης Φασούλας, που του απηύθυνε τη σχετική πρόσκληση, εκλεγεί πρόεδρος της Ομοσπονδίας στις αρχαιρεσίες της 12ης Σεπτεμβρίου.

Ακόμη κι αν αυτή η κίνηση αποσκοπεί στη δυναμική που το όνομα του Γκάλη, ασφαλώς, θα προσδώσει στην παράταξη «Πρώτα το Μπάσκετ», η πρωτοβουλία της «αράχνης» είναι το αυτονόητο που -επιτέλους- έγινε κατανοητό. Το δίκαιο που έγινε πράξη. Δεν το χωράει ανθρώπου νους, οτι για (σχεδόν) τρεις δεκαετίες ο «Θεός του μπάσκετ» στην Ελλάδα δεν είχε λόγο στο δημιούργημά του. Ούτε, καν, την τελευταία 12ετία, που το οικοδόμημα του ελληνικού μπάσκετ άρχισε να καταρρέει. Με τις αλλεπάλληλες αποτυχίες της Εθνικής μας ομάδας, αρχικώς, και των κορυφαίων συλλόγων μας, στη συνέχεια.

Ο Φασούλας δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος του μπάσκετ που σκέφτηκε ότι ο μεγαλύτερος έλληνας μπασκετμπολίστας όλων των εποχών θα μπορούσε, ίσως, να συμβάλει στην αναγέννηση του αθλήματος. Πολλοί πριν από εκείνον, παράγοντες της ΕΟΚ, είχαν την ίδια γνώμη. Αλλά όσοι (ελάχιστοι) από αυτούς τόλμησαν να την εκφράσουν στον «ισόβιο μονάρχη» της Ομοσπονδίας, Γιώργο Βασιλακόπουλο, έπεσαν σε δυσμένεια. Κι όσοι επιχείρησαν να κάνουν μια αναγνωριστική κουβέντα με τον αθλητή – θρύλο, εισέπραξαν ένα πικρό, γεμάτο νόημα, μειδίαμα.

Ολα αυτά τα χρόνια ο Γκάλης έδινε την εντύπωση ότι αδιαφορούσε για το σπορ, που τόσο αγάπησε. Στην πραγματικότητα, όμως, είχε επιλέξει να ζει μακριά του, αυτοεξόριστος, επειδή οποιαδήποτε παρέμβασή του θα ήταν μάταιος κόπος. Ο παντοδύναμος διοικητικός ηγέτης του ελληνικού μπάσκετ, του είχε δείξει τα… αισθήματά του από πολύ νωρίς. Από το 1995. Τότε που, ως γενικός γραμματέας Αθλητισμού στην τελευταία Κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε αντισταθεί λυσσαλέα στην πρόταση του πολιτικού του προϊστάμενου, Γιώργου Λιάνη, να δοθεί στο (νεότευκτο) Κλειστό Γυμναστήριο του ΟΑΚΑ η ονομασία «Νίκος Γκάλης». Στο τέλος, τα κατάφερε. Η ιδέα του (τότε) υφυπουργού Αθλητισμού έμεινε στο συρτάρι έως το 2016.

Το ζήτημα δεν ήταν προσωπικό. Ο Βασιλακόπουλος είχε πρόβλημα με οποιονδήποτε θα μπορούσε να «λάμπει» στον ίδιο χώρο περισσότερο από εκείνον. Δεν είναι τυχαίο, που κανείς από τους παλιούς θρύλους του μπάσκετ (με εξαίρεση τον Φασούλα, ο οποίος διετέλεσε σύμβουλός του ως υπάλληλος αορίστου χρόνου της ΕΟΚ) δεν τόλμησε να ασχοληθεί με τα κοινά του αθλήματος. Ούτε, καν, ο Φάνης Χριστοδούλου, το αγαπημένο του παιδί.

Είμαστε από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης που επιμένουν να μην εμπιστεύονται διοικητικά πόστα σε παλιές δόξες των σπορ. Ας πάρουμε για παράδειγμα το μπάσκετ. Στη Σερβία, ο Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς είναι πρόεδρος της ομοσπονδίας από τον Δεκέμβριο του 2016. Στη Λιθουανία, ο Αρβιντας Σαμπόνις από το 2011. Στην Κροατία, ο Στόγιαν Βράνκοβιτς από τον Νοέμβριο του 2016. Στην Ισπανία, ο Χόρχε Γκαρμπαχόσα. Το 2016 διαδέχθηκε τον Χοσέ Λουίς Σάεθ, που κατηγορήθηκε για κακοδιαχείριση, και το 2020 εκλέχθηκε για δεύτερη φορά. Στη Ρωσία, ο Αντρέι Κιριλένκο. Ανέλαβε σε ηλικία μόλις 34 ετών, το 2015, και από τον Αύγουστο του 2020 διανύει τη δεύτερη θητεία του. Στην Τουρκία, ο Χέντο Τούρκογλου. Ψηφίστηκε πρόεδρος στα 37 του, το 2016. Στην Ουκρανία, ο Σάσα Βολκόφ. Στη Σλοβενία, ο Ράσο Νεστέροβιτς. Και στη Βόρεια Μακεδονία, ο Πέρο Αντιτς.

Μόνο εμείς, στην Ελλάδα, πιστεύουμε τους επαγγελματίες παράγοντες, που μας λένε οτι οι αθλητές ξέρουν να παίζουν, αλλά όχι και να διοικούν. Ετσι, οι αθλητές χάνουν στην κάλπη από ιδιοκτήτες καφενείων (συνέβη στην ΕΠΟ), ενώ οι παράγοντες γερνούν στα κέντρα των αποφάσεων, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα. Μήπως ήρθε η ώρα να τους δοκιμάσουμε; Ακόμη κι αν δεν έχουν την πείρα του (κάθε) Βασιλακόπουλου, ο Φασούλας, ο Χριστοδούλου, ο Ρεντζιάς, ο Ιωάννου και -πάνω απ’ όλους ο Γκάλης- αξίζουν μια ευκαιρία. Για όσα προσέφεραν ως παίκτες, αλλά και γιατί, κατά τεκμήριο, αγαπούν το άθλημά τους όσο κανείς.

Αυτή η αγάπη, που υπερβαίνει εγωϊσμούς, στρατηγικές και παιχνίδια εξουσίας, έκανε τον Κυριάκο Γιαννόπουλο, παλιά δόξα του πόλο και (σήμερα) πρόεδρο της ομοσπονδίας κολύμβησης, να αλλάξει γνώμη και να επιτρέψει στον Θοδωρή Βλάχο να εργάζεται ως
προπονητής της Εθνικής (του αργυρού μεταλλίου στο Τόκιο), παράλληλα με τα καθήκοντά του στην ομάδα υδατοσφαίρισης του Ολυμπιακού. Ο αθλητής νίκησε, μέσα του, τον νεόκοπο παράγοντα. Σε μια αντίστοιχη περίπτωση, ο Βασιλακόπουλος έδιωξε από την Εθνική μπάσκετ τον τελευταίο της επιτυχημένο προπονητή, Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο παράγοντας, μέσα του, νίκησε τον αθλητή. Γιατί τον αθλητή Βασιλακόπουλο (1957-1967), ούτε που τον θυμάται, πια.