Η Λένα Κιτσοπούλου φέρνει στο Μικρό Παλλάς το έργο της «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις». Ενα έργο που μοιάζει ανάλαφρο σαν κωμωδία, όμως πιστέψτε μας είναι μια κανονική τραγωδία. Κλισέ, πολλά κλισέ, παραληρηματικοί μονόλογοι ορίζουν τον περίκλειστο κόσμο μια κανονικής συζήτησης, δύο κανονικών φίλων, σε ένα κανονικό διαμέρισμα κάπου στην Αθήνα. Κάνοντας τους θεατές βγαίνοντας να πουν –κάπως αιφνιδιασμένοι- πως πολλές φράσεις χρησιμοποιούν συχνά και οι ίδιοι.
Η ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, Λένα Κιτσοπούλου μίλησε στο Protagon για τον πυρήνα του έργου και για όλους αυτούς του αθέατους μηχανισμούς της παράστασης που γίνεται καθρέπτης, ηχείο εσωτερικό των θεατών. Τελικά, ποιος κάθεται στον καναπέ στη σκηνή του Μικρού Παλλάς;
«Eνα έργο για την εποχή μας που πια δεν περιμένουμε και πολλές εκπλήξεις» διαβάζω στο σημείωμα σας για την παράσταση. Αλήθεια, δεν εκπλήσσεστε πλέον;
Πιστεύω ότι όποιος στερεί από τον εαυτό του την προοπτική της έκπληξης είναι πεθαμένος. Πιστεύω επίσης ότι έχουμε πολλούς πεθαμένους που περπατάνε γύρω μας. Προσωπικά, ενώ έχω πεθάνει εδώ και καιρό, εκπλήσσομαι πολλές φορές γιατί πάσχω ευτυχώς από κάποια αρρώστια, που ονομάζεται λανθάνουσα εφηβεία, υπερτροφική ανωριμότητα, κάπως έτσι. Πολύ συχνά, δηλαδή, βγαίνω τις νύχτες από τον τάφο μου (και με φως ημέρας μπορεί να με συναντήσεις) και πάω σε διάφορα μέρη.
Ποια είναι η τελευταία φορά που νιώσατε έκπληξη;
Τελευταία, εξεπλάγην που έπαιξα μπιλιάρδο τέλεια, ενώ είχα να παίξω από τα δεκαοχτώ. Πήρα μεγάλη χαρά. Είχα όλο το στιλ και όλη την τεχνική. Μπορώ να πω ότι για λίγο πίστεψα ότι θα βρεθώ σε παγκόσμιο πρωτάθλημα μπιλιάρδου.
Οι ήρωες στην παράσταση χρησιμοποιούν φράσεις κλισέ. Ποιο είναι το μεγαλύτερο κλισέ που έχει ειπωθεί για εσάς;
Για μένα πολλά κλισέ έχω ακούσει. Η ανατρεπτική. Η προκλητική. Οτι έχω πρόβλημα με τους άντρες επειδή στα έργα μου βρίζω τις σχέσεις. Οτι είμαι ανεξάρτητη και κάνω ό,τι γουστάρω. Τίποτα φυσικά δεν ισχύει απ’ όλα αυτά. Είναι τραγική αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να κατατάξει τον άλλον σε μία κατηγορία. Ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος αν αρκούσε στον άνθρωπο να ανήκει στην κατηγορία του εαυτού του.
Εσείς; Καταφεύγετε σε κλισέ;
Δεν νομίζω ότι εγώ η ίδια χρησιμοποιώ κλισέ εκφράσεις. Τις χρησιμοποιώ πολλές φορές γελώντας, για να τις κοροϊδέψω.
Πώς υπογραμμίζεται, πώς αναδύεται στην παράσταση η «ανουσιότητα του να ζεις»;
Ο κορμός του έργου είναι ένα ασταμάτητο κουβεντολόι μεταξύ δύο φίλων στον καναπέ του σπιτιού τους, το οποίο αποτελείται από όλες τις κλισέ συζητήσεις, που όλοι κατά καιρούς κάνουμε. Συνταγές μαγειρικής, ανακαίνιση σπιτιού, λίγο πολιτική, λίγο για τα ρούχα, λίγο κουτσομπολιό κ.λ.π. Ο εμμονικός, όμως, καταιγισμός αυτών των θεμάτων και ο απόλυτα ρεαλιστικός τρόπος συμπεριφοράς των ανθρώπων επί σκηνής δημιουργεί νομίζω μία ταύτιση του θεατή με τους ήρωες, σαν να είναι και αυτός μέρος του σαλονιού. Και αυτός είναι και ο στόχος του έργου.
Ποιους μηχανισμούς χρησιμοποιείτε για να πετύχετε αυτόν τον στόχο;
Ακούγοντας λοιπόν τον εαυτό σου, ως θεατής, συνειδητοποιείς πόσες μπούρδες λες καθημερινά. Αυτό από μόνο του έχει μία τραγικότητα. Ολες οι ανούσιες κουβέντες είναι μαζεμένες σε αυτό το έργο. Παράλληλα, γίνονται ξαφνικές σκηνοθετικές εγκοπές, γίνονται παραληρηματικοί μονόλογοι, βίαιες πράξεις, κενά και σιωπές, από τα οποία όμως και πάλι επιστρέφουμε στον καθημερινό λόγο, στον κορμό μας. Υπάρχει ματαιότητα και στα ανώδυνα και στα σοβαρά σημεία του έργου. Τα σοβαρά, που είναι οι φόβοι μας κυρίως για την ύπαρξή μας, για το θάνατο, για την αντιμετώπιση όλων αυτών που μας πονάνε και μας βασανίζουν, δεν έχουν λύση και γι’ αυτό αποφεύγουμε να τα συζητάμε. Απ’ την άλλη μεριά, οι καθημερινές ανώδυνες κουβέντες μας, δεν έχουν κανένα νόημα και γίνονται απλώς για να περνάει η ώρα. Οπότε, γενικά όλα είναι μάταια. Και το έργο αυτό που μοιάζει ανάλαφρο και χρησιμοποιεί κυρίως την κωμωδία ως μέσο έκφρασης, είναι τελικά μία τραγωδία.
«Ανούσιες κουβέντες για να περάσει η ώρα για να ξεχαστούμε» γράφετε. Να ξεχαστούμε από τι;
Μεγαλώνοντας βαριόμαστε πια να λέμε, δεν είμαι καλά, είμαι σκατά κ.λ.π. Ισως επειδή φοβόμαστε ότι θα γίνουμε γραφικοί ή επειδή έχουμε υποστεί τέτοια πλύση εγκεφάλου περί αισιοδοξίας και ευτυχίας. Δεν ξέρω. Το σίγουρο πάντως είναι ότι μαζί με εμάς μεγαλώνει και ο φόβος του θανάτου, οπότε θεωρούμε ότι πρέπει να είμαστε ευγνώμονες και μόνο που ζούμε και είμαστε υγιείς (όσοι είμαστε ακόμα). Ομως, το γεγονός ότι αποφεύγουμε τέτοιου είδους «απαισιοδοξίες», δεν σημαίνει ότι δεν τις έχουμε. Μεγαλώνοντας, απλώς τις καλύπτουμε όλο και περισσότερο και αυτό αυξάνει την πίεση, χωρίς να λύνει το πρόβλημα.
Είναι ντροπή αυτής της κυβέρνησης, όχι το ότι έδιωξε τον Γιώργο Λούκο, αλλά το ότι προσπάθησε να «λερώσει» το όνομα αυτού του ανθρώπου, ο οποίος ανέδειξε πολλούς έλληνες δημιουργούς, έφερε και μας έμαθε σπουδαίους ξένους καλλιτέχνες, έφτιαξε από το τίποτα ένα φεστιβάλ διεθνούς βεληνεκούς, αξιοζήλευτο, αλλά κυρίως χάρισε ένα κομμάτι αξιοπρέπειας και ουσίας μέσα σε αυτό το σαθρό κράτος
Υπάρχουν διαφορές από την πρώτη παρουσίαση του έργου στο Θέατρο Τέχνης;
Η παράσταση είναι η ίδια. Είναι, βέβαια, μία παράσταση η οποία αφήνει τρύπες και ανοίγει χώρους για μας τους ηθοποιούς να προσθέτουμε καινούργια πράγματα, εάν υπάρχει λόγος και ανάγκη.
Ποιο είναι το πιο απρόσμενο πράγμα που σας είπαν για την παράσταση αυτή; Και ποιο είναι το περισσότερο… κλισέ;
Δεν ξέρω αν είναι απρόσμενο ή κλισέ, ή πώς ονομάζεται. Πάντως ένα πράγμα που άκουσα αρκετά συχνά και από διαφορετικού είδους θεατές και για διαφορετικά σημεία του έργου ήταν το εξής: «Απίστευτο, αυτό είμαι εγώ». Ή «αυτή την ατάκα που είπες εκεί, τη λέω συνέχεια».
Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την μετεξέλιξη του Φεστιβάλ μετά και τη δίωξη Λούκου;
Η δίωξη του Γιώργου Λούκου, ο οποίος προσέφερε επί δέκα χρόνια ένα φως στα πολιτιστικά αυτής της χώρας, είναι και μόνο γι’ αυτό τον λόγο, μία χυδαιότητα όσον αφορά στον τρόπο που έγινε. Είναι ντροπή αυτής της κυβέρνησης, όχι το ότι έδιωξε τον Γιώργο Λούκο, αλλά το ότι προσπάθησε να «λερώσει» το όνομα αυτού του ανθρώπου, ο οποίος ανέδειξε πολλούς έλληνες δημιουργούς, έφερε και μας έμαθε σπουδαίους ξένους καλλιτέχνες, έφτιαξε από το τίποτα ένα φεστιβάλ διεθνούς βεληνεκούς, αξιοζήλευτο, αλλά κυρίως χάρισε ένα κομμάτι αξιοπρέπειας και ουσίας μέσα σε αυτό το σαθρό κράτος. Ντροπή και χυδαιότητα. Και μόνο γι’αυτό το λόγο, υποστηρίζω την κίνηση του Γιαν Φαμπρ ο οποίος παραιτήθηκε, γιατί κανένας από αυτούς που θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί σε αυτή τη χώρα, δεν έχει παραιτηθεί ποτέ. Ο Γιαν Φαμπρ δίδαξε πολιτισμό, οι κινήσεις του όλες άψογες και αξιπρεπέστατες κατά τη γνώμη μου. Από δω και πέρα, όλοι νομίζω οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με τη δουλειά αυτή του θεάτρου, περιμένουμε και ελπίζουμε σε ό,τι καλύτερο μπορεί να γίνει πάνω σε αυτά τα συντρίμμια, ώστε να υποστηριχτεί η δημιουργικότητα η φαντασία και η τρέλα των ικανών δημιουργών.
Θα λάβετε μέρος σε παραστάσεις του νέου Φεστιβάλ ή ανήκετε σε αυτούς που υποστηρίζουν την αποχή;
Θα λάβω μέρος, θα παίζω στην «Λυσιστράτη» του Εθνικού, σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Οσο μπορώ να κάνω αυτό που θέλω, χωρίς καμία έκπτωση ή λογοκρισία, φυσικά και θα το κάνω, γιατί αν σε αυτή τη χώρα αποφασίζαμε να δουλέψουμε μέσα σε πλαίσια απόλυτα αξιοκρατικά και ηθικά, τότε θα έπρεπε να πάμε να βρούμε ο καθένας από μία σπηλιά και να μην ξαναβγούμε από κει μέσα ποτέ. Δεν είμαι ακόμα σε αυτό το στάδιο, γι’ αυτό και δεν φανατίζομαι, ούτε τοποθετούμαι ακραία, κατ’ αρχάς επειδή τα πράγματα έτσι κι αλλιώς έχουν πάντα πολλές πλευρές και πολλές οπτικές γωνίες και κατά δεύτερον, γιατί πιστεύω ότι η επανάσταση είναι πολύ σοβαρό πράγμα και για πολύ λίγους. Κι εγώ δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία.
Ιnfo
«Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις»
Μικρό Παλλάς
Από 4 Μαΐου
Για 15 παραστάσεις
Συντελεστές:
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλοου
Σκηνικά – Κοστούμια: Ναταλία Λάτση
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική επιμέλεια: ο Θίασος
Α’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου
Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Χρήστος Χριστόπουλος
Γ’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Μαυρέα
Δ’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζένια Κονταράτου
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Παίζουν: Γιάννης Κότσιφας, Λένα Κιτσοπούλου κ.ά.
Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων:
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή: 21:00