| CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Συνομιλώντας με τον Ομηρο σε ένα νησί του Αιγαίου

Ο ιταλός Αλεσάντρο Ντ’ Αβένια, μελετητής της κλασικής αρχαιότητας, σεναριογράφος και συγγραφέας, κάνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα, όπου αποδέχεται να του παραχωρήσει μια συνέντευξη, πρώτη φορά εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο... Ομηρος
Protagon Team

Αποφάσισε να πάει να του πάρει, επιτέλους, μια συνέντευξη, με στόχο να συνθέσει ένα διαφορετικό πορτρέτο από τις γνωστές μαρμάρινες προτομές του. Ωσάν να συνωμότησε το Σύμπαν, όταν έφτασε στο σπίτι του, σε ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους, ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και να αποσυντίθεται σε μικρές νιφάδες φωτός. «Καλημέρα, θνητέ», του είπε ο ποιητής, καλωσορίζοντάς τον στο σπίτι του, και αμέσως άρχισαν να συζητούν.

Ο άνθρωπος που ταξίδεψε στην Ελλάδα είναι ο ιταλός Αλεσάντρο Ντ’ Αβένια, μελετητής της κλασικής αρχαιότητας, σεναριογράφος και συγγραφέας. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Λευκή σαν το γάλα, κόκκινη σαν το αίμα» (από τις Εκδόσεις Πατάκη στα ελληνικά), εκδόθηκε το 2010, ενώ το 2013 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη. Οσον αφορά τον άνθρωπο που τον υποδέχτηκε στην Ελλάδα, αποδεχόμενος να του παραχωρήσει μια συνέντευξη, για πρώτη φορά εδώ και χιλιάδες χρόνια, είναι ο… Ομηρος.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Corriere Della Sera του Σαββάτου 25 Μαΐου και το πρώτο που επισήμανε ο Ντ’ Αβένια στον μυθικό συνομιλητή του, στο πλαίσιο αυτής της φανταστικής συζήτησης, ήταν το εξής: «Εάν μπορούσα να σας απονείμω το Νομπέλ Λογοτεχνίας, θα το αιτιολογούσα με αυτά τα λόγια: “Διακρίθηκε γιατί μπόρεσε να καταλάβει ότι, όπως τα αμπέλια κάνουν τα σταφύλια και οι μέλισσες το μέλι, παρομοίως τα προϊόντα του ανθρώπου είναι ο πόλεμος και το ταξίδι. Το δεύτερο είναι το αποτέλεσμα της ματαιότητας του πρώτου, μια κουραστική επιστροφή στο σπίτι μετά την απώλεια των πάντων, δίδαγμα το οποίο δεν εισακούεται σήμερα», είπε ο Ντ’ Αβένια. «Θα ήθελα να μου το στείλουν. Το έπαθλο για μένα είναι υπέρ της Μούσας», αρκέστηκε να απαντήσει ο Ομηρος.

Ρωτώντας τον στη συνέχεια γιατί επέλεξε να αποσυρθεί στο συγκεκριμένο νησί του Αιγαίου (δεν προσδιορίζεται σε ποιο) ο γηραιός ποιητής εξήγησε ότι «δεν αποσύρθηκα αλλά ρίζωσα βαθιά, ωσάν μία από τις ελιές του. Και, επιπλέον, η θάλασσα συνδέει τα πάντα, στη γλώσσα μου ονομάζεται και Πόντος: τα νησιά, όπως και οι άνθρωποι, είναι στην πραγματικότητα αρχιπελάγη, για αυτό στο δεύτερο βιβλίο που έλαβα (από τη Μούσα), στην Οδύσσεια, ταξιδεύουμε ανάμεσα σε πολλά νησιά που είναι φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους… Αναθέτω το έργο του ταξιδιού στις λέξεις, οι οποίες είναι φτερωτές: έχουν φτερά πουλιών και φτερά βέλους, ώστε να φτάνουν παντού και να πληγώνουν την καρδιά με την αλήθεια».

«Είστε ένας άνθρωπος διακριτικός και η όρασή σας δεν είναι καλή. Πού βρίσκετε την έμπνευση;», ρώτησε ο Αλεσάντρο Ντ’ Αβένια. «Δεν τη βρίσκω, την παραλαμβάνω: εκεί», είπε ο Ομηρος, δείχνοντας ένα ανάκλιντρο με θέα στον ορίζοντα στη βεράντα όπου συνομιλούσαν οι δύο άνδρες. «Από εκεί κοιτάζω ή μάλλον ακούω κάτι για πολλή ώρα, τη θάλασσα για παράδειγμα», είπε ο Ομηρος.

Ειδικά όσον αφορά την έμπνευση, εξήγησε ότι «δεν είμαι εγώ αυτός που επινοεί: η έμπνευση έρχεται από όλα όσα προσέχω πραγματικά, μάλλον αυτό μου προσφέρει την αλήθεια. Αρκεί να κοιτάξεις ή να αφουγκραστείς τη θάλασσα για να διακρίνεις, σε εκείνο το ακούραστο θεϊκό και υγρό δημιούργημα, έναν άνθρωπο που αναζητά τον δρόμο για το σπίτι, που επιστρέφει από έναν πόλεμο στον οποίο δεν ήθελε να συμμετάσχει. Ολα είναι ήδη γραμμένα στα πράγματα, απλά χρειάζεται να τα προσεγγίζεις με υπομονή και στοργή, με αυστηρότητα και τρυφερότητα».

Μιλώντας για πολέμους, ο Αλεσάντρο ντ’ Αβένια θέλησε να μάθει τη γνώμη του ποιητή για τους πολέμους που μαίνονται σήμερα ανά τον κόσμο. «Το αφηγήθηκα στο πρώτο βιβλίο που έλαβα (από τη Μούσα), την “Ιλιάδα”: ο πόλεμος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι δίνουν νόημα στη ζωή όταν δεν βρίσκουν κάποιο νόημα. Πολεμούν όσοι φοβούνται πως δεν υπάρχουν», είπε ο Ομηρος. «Αλλά μερικές φορές ο πόλεμος είναι απαραίτητος: άλλωστε στο βιβλίο σας ξεσπά για τη σωτηρία μιας γυναίκας», σημείωσε ο ιταλός συνομιλητής του.

«Το βιβλίο, που δεν είναι δικό μου, αλλά της Μούσας, μιλάει μάλλον για την ήττα των λέξεων όσον αφορά τη ρύθμιση των ανθρώπινων σχέσεων και των αδικιών. Στην πραγματικότητα, κερδίζει αυτός που χάνει: ο Εκτορας, που προσπαθεί να υπερασπιστεί τη γυναίκα και τον γιο του», απάντησε ο Ομηρος.

«Αναγκασμένος να υπερασπιστεί την πόλη, αντιμετωπίζει τη μοιραία σύγκρουση, αλλά πρώτα αποχαιρετά τους δικούς του ανθρώπους. Ωστόσο ο μικρός γιος του δεν τον αναγνωρίζει, τρομάζει από την περικεφαλαία και αρχίζει να κλαίει. Ο ήρωας πρέπει, μετά, να απαλλαγεί από τον εξοπλισμό του, ώστε να τον πλησιάσει και να του δώσει το τελευταίο χάδι, μόνο τότε το παιδί χαμογελάει: όλη η αλήθεια βρίσκεται εκεί, κάτω από την πανοπλία, σε ένα χάδι, στους δεσμούς. Ο Εκτορας θα πεθάνει και ο πατέρας του, ο Πρίαμος, θα ζητήσει τη σορό του από τον εχθρό που τον έσφαξε. Σε εκείνο το σημείο ο Αχιλλέας, ο θριαμβευτής ήρωας που λυσσομανούσε πάνω στο σώμα του Εκτορα, εμφανίζεται νικημένος: δεν είναι η φήμη αλλά η αγάπη που μας κάνει αθάνατους», πρόσθεσε ο ποιητής.

«Το βιβλίο δεν τελειώνει με το τέλος του πολέμου αλλά με έναν πατέρα που ζητά τη σορό του γιου του. Αυτό είναι το ουσιαστικό: η νίκη του λόγου, των σχέσεων, ακόμη και μεταξύ εχθρών. Οι σημερινοί πόλεμοι είναι οι πόλεμοι του χθες: ορφανά, χήρες, εκδίκηση, ανεπούλωτα τραύματα… Λέμε ότι είμαστε πιο εξελιγμένοι κι όμως μου φαίνεται ότι έχουν εξελιχθεί μόνο τα όπλα».

Σε αυτό το πλαίσιο η αλήθεια είναι ότι «η μισή ζωή προορίζεται για να επιστρέφουμε στο σπίτι από πολέμους αλλότριους και να απελευθερωνόμαστε, ναυαγώντας, από όλες τις ψευδαισθήσεις του πεπρωμένου, στις οποίες προσκολλώμαστε, ώστε να υπάρχουμε λίγο. Και το υπόλοιπο μισό της ζωής μάς χρειάζεται για να βρίσκουμε τον εαυτό μας στα μάτια και στα χέρια όσων μας αναγνωρίζουν όταν είμαστε ο Κανένας. Είναι δύο συνεχώς αλληλένδετες κινήσεις τις οποίες παρουσίασα κατά σειρά για να τις καταστήσω πιο προφανείς, αλλά είναι αμφότερες –και η επιστροφή και η αναγνώριση– απαραίτητες για να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο», είπε ο Ομηρος.