Η συνεργασία ανάμεσα σε μουσεία για περιοδική ανταλλαγή εκθεμάτων δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Αυτό, όμως, που ανακοινώθηκε μέσα στην εβδομάδα είναι ιστορικής σημασίας, και ας ισοδυναμεί με τον χειρότερο λογιστικό εφιάλτη. Δεκάδες από τα μεγαλύτερα μουσεία φυσικής ιστορίας του κόσμου αποκάλυψαν μια κοινή έρευνα που αφορά το σύνολο των συλλογών τους.
Ο παγκόσμιος κατάλογος θα αποτελείται από 1,1 δισ. αντικείμενα, που κυμαίνονται από κρανία δεινοσαύρων μέχρι κόκκους γύρης και κουνούπια. Οι διοργανωτές της έρευνας, που περιέγραψαν την πρωτοβουλία στο περιοδικό Science, ελπίζουν ότι θα βοηθήσει τα μουσεία να ενώσουν τις δυνάμεις τους ώστε να απαντήσουν σε πιεστικά ερωτήματα, όπως πόσο γρήγορα εξαφανίζονται τα είδη και πώς η κλιματική αλλαγή αλλάζει τον φυσικό κόσμο.
«Εχουμε πλέον τις πληροφορίες ώστε να σκεφτόμαστε πράγματα που μπορούν να κάνουν ενωμένα τα μουσεία, τα οποία δεν θα είχαμε συλλάβει πριν» δήλωσε ο Κερκ Τζόνσον, διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Smithsonian στην Ουάσινγκτον και ένας από τους ηγέτες του έργου. «Είναι το επιχείρημα για τη δικτύωση ενός παγκόσμιου μουσείου».
Οι επιστήμονες έχουν δημιουργήσει μικρότερες βάσεις δεδομένων μουσειακών αποθεμάτων κατά το παρελθόν. Ωστόσο, η νέα προσπάθεια, στην οποία συμμετέχουν 73 μουσεία από 28 χώρες, είναι απαράμιλλη, λένε οι ειδικοί στο ρεπορτάζ των New York Times. «Η ανάλυση είναι παγκόσμιας κλίμακας και κανείς δεν την είχε επιχειρήσει έως σήμερα» σημειώνει η Εμιλι Μάινεκε, εντομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Ντέιβις, η οποία δεν συμμετέχει στην έρευνα.
Η έρευνα αποκάλυψε σημαντικά κενά στις συλλογές των μουσείων του κόσμου. Για παράδειγμα, σχετικά λίγα αντικείμενα προέρχονται από περιοχές γύρω από τους πόλους της Γης, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Αλλά και τα έντομα, η πιο ποικιλόμορφη ομάδα ζωικών ειδών, υποεκπροσωπούνται.
Η δρ Μάινεκε λέει ότι αυτή η έρευνα των μεγάλων ιδρυμάτων θέτει επίσης τις βάσεις για έρευνες σε μικρότερα μουσεία, που μπορεί να επιφυλάσσουν ακόμη μεγαλύτερες εκπλήξεις. «Από τη στιγμή που αυτές οι μέθοδοι εφαρμοστούν σε μικρότερες συλλογές, τα αποτελέσματα είναι πιθανό να μας δώσουν μια πιο συνολική εικόνα της βιοποικιλότητας σε παγκόσμιο επίπεδο» εξηγεί.
Τα μουσεία φυσικής ιστορίας ξεκίνησαν τον 14ο αιώνα ως «αποθήκες θαυμάτων», όπου οι αριστοκράτες διατηρούσαν πολύτιμες παραξενιές τους, όπως κρανία narwhal ή αστραφτερούς κρυστάλλους. Μέχρι τον 19ο αιώνα είχαν γίνει εθνικοί θεσμοί όπου εργάζονταν στρατιές επιμελητών πλήρους απασχόλησης.
Οταν ένα μουσείο αποκτούσε ένα νέο αντικείμενο εκείνες τις πρώτες ημέρες, οι επιμελητές συνήθως σκάρωναν κάποιες βασικές πληροφορίες σχετικά με αυτό, σε ένα απόκομμα. Το χαρτάκι θα μπορούσε να μπει σε ένα κουτί με καρφιτσωμένες πεταλούδες ή να τοποθετηθεί σε ένα βάζο με διατηρημένο καρχαρία. Στη συνέχεια, οι επιμελητές αποθήκευαν το κουτί ή το βάζο σε ένα ντουλάπι και το σημείωναν σε ένα τεφτέρι.
Σήμερα, τα μουσεία φυσικής ιστορίας έχουν συγκεντρώσει τεράστιες συλλογές. Μόνο το Smithsonian διαθέτει 148.033.146 αντικείμενα. Τα τελευταία χρόνια, ορισμένα μουσεία αναρτούν τα αντικείμενά τους στο Διαδίκτυο.
Πέρυσι, για παράδειγμα, η Εθνική Συλλογή Ξηρών Βοτάνων των ΗΠΑ ολοκλήρωσε τη μεταφόρτωση φωτογραφιών από σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια συμπιεσμένα φυτά. Ωστόσο, τα περισσότερα αντικείμενα σε μουσεία φυσικής ιστορίας δεν έχουν ακόμη σαρωθεί, ώστε να ανεβούν στο cloud – ή ακόμη και για τις ανάγκες καταγραφής τους σε έναν διαδικτυακό κατάλογο.
Εχοντας μόνο μια πρόχειρη ιδέα για το τι υπήρχε στις δικές τους συλλογές, ο δρ Τζόνσον και οι άλλοι διευθυντές μουσείων σύντομα αναγνώρισαν πως δεν είχαν κατανοήσει απολύτως τι μοιράζονταν συλλογικά. «Καταλάβαμε ότι ο καθένας μας κατείχε κάποια εκπληκτικά περιουσιακά στοιχεία, αλλά δεν είχαμε τρόπο να τα συγκρίνουμε» λέει. «Συνειδητοποιήσαμε ότι προεδρεύαμε σε βασίλεια σκοτεινών δεδομένων».
Αντί να περιμένουν χρόνια μέχρι να ψηφιοποιήσουν όλες τις συλλογές τους, οι διευθυντές των μουσείων θέλησαν να κάνουν τον απολογισμό τους άμεσα. Ζήτησαν από τους επιμελητές τους να συμπληρώσουν μια έρευνα που να περιγράφει τι είδους συλλογές στέγαζαν στα μουσεία τους – φυτά, μύκητες, απολιθώματα κλπ.
Στη συνέχεια υπολόγισαν πόσο μεγάλη ήταν κάθε συλλογή –μερικές φορές μετρώντας απλώς τα ερμάρια που τα φιλοξενούσαν– και τα μέρη από όπου οι επιστήμονες είχαν συλλέξει τα αντικείμενα που αυτές περιείχαν. Οι επιμελητές έδωσαν επίσης τον ακριβή αριθμό των αντικειμένων που είχαν ψηφιοποιηθεί, όσων είχαν δειγματιστεί για DNA, και τον αριθμό των ατόμων που είχαν μελετήσει διαφορετικές ομάδες ειδών σε κάθε μουσείο.
Τα μουσεία δημιούργησαν έναν ηλεκτρονικό πίνακα ελέγχου για να εξερευνήσουν τα αποτελέσματα της έρευνας. «Αυτή είναι η πραγματοποίηση ενός ονείρου που είχα εγώ και άλλοι άνθρωποι με τον ίδιο ρόλο, εδώ και πολλά χρόνια» δηλώνει ο Μάικλ Νόβατσεκ, ανώτερος αντιπρόεδρος επιστημών στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης.
Ο δρ Τζόνσον βρίσκει εντυπωσιακό το πόσο πολλοί επιστήμονες μελετούν θηλαστικά, σε σύγκριση με άλλα είδη. «Η έλξη των θερμών ασαφών πραγμάτων ήταν αρκετά εμφανής από τους αριθμούς» συμπληρώνει με νόημα. Αντίθετα, μόνο το 10% των επιστημόνων του μουσείου μελετούσαν έντομα. «Αυτό είναι μια μορφή ελλείμματος» τονίζει ο Τζόνσον. «Τα έντομα αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της επίγειας βιοποικιλότητας, ενώ είναι επίσης οι κυρίαρχοι επικονιαστές και φορείς ασθενειών».
Τα μουσεία έχουν κάνει σχετικά λίγη δουλειά με την Αρκτική και την Ανταρκτική, δυο περιοχές που πλήττονται ιδιαίτερα σκληρά από την κλιματική αλλαγή. Ο δρ Νόβατσεκ επισημαίνει ότι είναι σημαντικό για τα μουσεία να καταγράφουν την ποικιλομορφία της ζωής εκεί, ώστε να κατανοήσουν πόσο αλλάζει με την άνοδο της θερμοκρασίας. «Είναι ένα κάλεσμα για δράση» λέει.
Η γνώση των ελλείψεων στα μουσεία του κόσμου θα μπορούσε να τα βοηθήσει να σχεδιάσουν νέες αποστολές, ώστε να καλύψουν τα κενά. «Μπορεί να είμαστε σε θέση να φτιάξουμε ένα σχέδιο συλλογής για τον 21ο αιώνα» καταλήγει ο δρ Τζόνσον.