Ο Ανδρέας Ξανθός μιλώντας στο πάνελ για την πανδημία. Κατηγόρησε την κυβέρνηση, αλλά βρέθηκε στο στόχαστρο του Παύλου Πολάκη | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS/ΖΑΧΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Επικαιρότητα

Συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ: Ως κοινό συμμετείχε στη συζήτηση για την πανδημία ο Πολάκης – και «κάρφωσε» τον Ξανθό

Παρά τον αποκλεισμό του από τους ομιλητές του πάνελ, ο πρώην αν. υπουργός Υγείας παρενέβη στη συζήτηση, παρατήρησε πως «η αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ για την πανδημία δεν ήταν στην ένταση που έπρεπε» και διαμαρτυρήθηκε ότι κατηγορήθηκε «και από συντρόφους ως αντιεμβολιαστής»
Protagon Team

Ο Παύλος Πολάκης δεν συμπεριλήφθηκε στο πάνελ των ομιλητών για την πανδημία στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που διοργανώθηκε την Παρασκευή στο πλαίσιο του 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Περίεργος αυτός ο αποκλεισμός του, διότι ο κ. Πολάκης, βουλευτής και ιατρός, διατέλεσε αν. υπουργός Υγείας επί κυβέρνησης Τσίπρα ενώ τα δύο τελευταία χρόνια της Covid-19 ήταν ο πλέον «παρεμβατικός» πολιτικός του ΣΥΡΙΖΑ σε θέματα πανδημίας, ακόμα και με αμφιλεγόμενες θέσεις για τα εμβόλια από το βήμα της Βουλής. Ομως ο βουλευτής Χανίων δεν πτοήθηκε. Συμμετείχε στη συζήτηση ως μέλος του κοινού!

Μάλιστα στην παρέμβασή του άσκησε έντονη κριτική στην τακτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κυβέρνηση στο θέμα της διαχείρισης της πανδημίας, «σημαδεύοντας», όπως σημείωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, και τον Ανδρέα Ξανθό, ως αρμόδιο τομεάρχη Υγείας, αν και απέφυγε να τον κατονομάσει.

Ο κ. Πολάκης υπογράμμισε πως «η αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ για την πανδημία δεν ήταν στην ένταση που έπρεπε και όφειλε να ακολουθήσει άλλη στρατηγική από αυτή που υποστήριξε».

Είπε ο βουλευτής Χανίων πως «ο Νοέμβριος του 2020 ήταν κομβικό σημείο για τη χάραξη άλλης πολιτικής, αφού τότε άρχισαν να εκτινάσσονται τα κρούσματα». Σημείωσε ότι ο ίδιος κατηγορήθηκε «και από συντρόφους ως αντιεμβολιαστής» και αναρωτήθηκε «πού είναι το τείχος ανοσίας όταν έχουμε 750.000 κρούσματα στις ηλικίες 0 έως 17 χρόνων που θα δημιουργείτο, όπως είχε πει και ο ΣΥΡΙΖΑ». Αντιθέτως, συνέχισε «έπρεπε να δοθεί έμφαση στον προληπτικό έλεγχο και στη μείωση του κόστους των τεστ». Ανέφερε ότι έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στη φαρμακευτική αντιμετώπιση και σχολίασε ότι «αν δεν είχε φέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τα αντιικά και αντικλωνικά φάρμακα, θα μας είχαν κρεμάσει στην πλατεία Συντάγματος».

Γενικεύοντας ανέφερε ότι «η παραγόμενη επιστημονική γνώση πρέπει να είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητας», ενώ ζήτησε «τη συγκρότηση εθνικής φαρμακοβιομηχανίας προκειμένου να αντιπαρατεθεί στο παγκόσμιο και εγχώριο καρτέλ, αλλά και να σπάσει ο φαύλος κύκλος των υπερτιμολογήσεων με τη σιωπηρή συμφωνία του κράτους που ξεκίνησε από την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη».

Το κοινό έπαιξε τον δικό του… ρόλο στη συνεδριακή συζήτηση για την πανδημία (INTIMENEWS/ΖΑΧΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ)

Οπως γίνεται αντιληπτό, τα όσα είπαν οι ομιλητές του πάνελ πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, αν και όλοι συμφώνησαν πως η αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση κρίνεται εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη και ότι αυτό οφείλεται στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη που την διατρέχει.

Ως «θέατρο του παραλόγου», χαρακτήρισε την αντιμετώπιση της πανδημίας από την κυβέρνηση ο Οθωνας Ηλιόπουλος, καθηγητής Ιατρικής και κλινικός Ογκολόγος στο Harvard Medical School. Μεταφέροντας την εμπειρία του από την Μασαχουσέτη και κάνοντας σύγκριση με την ελληνική εμπειρία, μίλησε για λάθη της κυβέρνησης και εξήγησε: «Κατά την πρώτη περίοδο του αρχικού εγκλεισμού, που κρίθηκε επιτυχημένη, τα χαμηλά ποσοστά οφείλονται στο ότι δεν ήταν καλοκαίρι και δεν υπήρχε είσοδος ξένων. Στη συνέχεια οι κινήσεις της κυβέρνησης δεν συνοδεύονταν από συλλογή πραγματικών δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, ώστε να προσαρμόζει ανάλογα την πολιτική της στον γενικό πληθυσμό. Ενώ η τεχνολογία για την αντιμετώπιση της πανδημίας από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε το τεστ ανίχνευσης υπήρχε, δεν αξιοποιήθηκε. Η εμπειρία αυτή δεν ζητήθηκε καν από την κυβέρνηση από όσους την διαθέταμε. Ο τρόπος του ανοίγματος μετά τον πρώτο εγκλεισμό ήταν επίσης αναποτελεσματικός καθώς βασίστηκε σε δειγματοληπτική ιχνηλάτηση. Η “επεμβατική επιδημιολογία” με τεστ στον καθένα που εισέρχεται στην χώρα δεν έγινε. Η κυβέρνηση στηρίχθηκε σε δημοσιογραφικού τύπου πληροφορίες από άλλες χώρες -ενώ απέρριψε παραδείγματα όπως της Σουηδίας- και όχι στην ενδογενή παραγωγή με βάση τα δεδομένα της χώρας μας. Συνολικά αγοράσαμε συμβουλές».

Γενικεύοντας είπε ότι «η κυβέρνηση έχασε την ευκαιρία της πανδημίας για να επεκτείνει και να ενισχύσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας».

Η Αθηνά Λινού, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, σημείωσε ότι η πανδημία είναι κυρίως ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο και δευτερευόντως ιατρικό.

Στην τοποθέτησή της ανέφερε: «Ο ιός είναι εδώ και θα μείνει και εμείς καλούμαστε να διαχειριστούμε δύο θέματα: αυτούς που ήδη νόσησαν και υφίστανται τις μακροχρόνιες συνέπειες και κυρίως να διαχειριστούμε την επόμενη κρίση (που μπορεί να είναι υγειονομική ή περιβαλλοντική ή άλλη) που είναι πραγματική και θα υπάρξει». Όσον αφορά την πανδημία υποστήριξε: «Οι χώρες της Δύσης δεν αξιοποίησαν τις εμπειρίες των άλλων χωρών της Ασίας ή της Αφρικής, θωρώντας ότι παρόμοιες κρίσεις δεν τις αφορούν και ότι μπορούν να τις αντιμετωπίσουν». Ακολούθως ανέφερε: «Oι κοινωνικές ανισότητες έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην αντιμετώπιση… Η ευθύνη της αντιμετώπισης μεταφέρθηκε στον πολίτη και μεταφράστηκε σε περιορισμούς και στέρηση ελευθερίας. Χρειάζονται δομικές αλλαγές για την αντιμετώπιση των επόμενων κρίσεων που δεν είναι απαραίτητο να είναι στην Covid. Θα έχουμε κρίση στους καρκίνους ή στα πνευμονολογικά νοσήματα όπου οι κοινωνικές ανισότητες θα επηρεάσουν δυσανάλογα κάποιες κατηγορίες του πληθυσμού».

Ο καθηγητής Γρηγόρης Γεροτζιάφας ανέφερε ότι το πρόβλημα στην αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα είναι ένα πρόβλημα θέσης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Μεταφέροντας την εμπειρία του από τη Γαλλία, είπε ότι και εκεί «τα Νοσοκομεία λειτούργησαν με βάση την εσωτερική οργάνωση και το φιλότιμο των γιατρών και των εργαζομένων. Είμαστε ευθυγραμμισμένοι στην αντιμετώπιση ανεξάρτητα πολιτικών ή κοινωνικών πεποιθήσεων. Ωστόσο οι μάνατζερ των νοσοκομείων, προερχόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα μας άφησαν δίχως μάσκες. Φοβόμασταν στο Παρίσι ότι θα τελειώσουν τα φάρμακα για να ναρκώσουμε τους ασθενείς στις ΜΕΘ. Επίσης δεν είχαμε τεστ και εισάγαμε από άλλες χώρες. Αυτά οφείλονται στο ότι δεν έγιναν οι απαραίτητες επενδύσεις στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Επίσης δεν είχαμε ενιαία στρατηγική καθοδήγηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τι είχαμε; Τη δυνατότητα να λειτουργούμε ακόμη σε ένα οργανωμένο πλαίσιο, την οργάνωση των εσωτερικών μας τμημάτων». Αναφερόμενος στην ελληνική κατάσταση είπε ότι «δεν έχουμε δομή και γι αυτό δεν θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την καινούργια γνώση όπου και αν δημιουργείται». Προσέθεσε δε ότι οι εδώ αρμόδιοι «έκλεισαν τα αυτιά τους στις συμβουλές που δίναμε ακόμη και όσοι ερχόμασταν από εξειδικευμένα κέντρα της Ευρώπης. Γιατί το έκαναν αυτό; Γιατί είναι σκληρά δογματικοί και νεοφιλελεύθεροι και θα έπρεπε να αλλάξουν την αντίληψη για την κρατική παρέμβαση… Η πανδημία πλήττει όλους τους ανθρώπους αλλά οι φτωχοί και κοινωνικά αδύναμοι είναι πολύ πιο ευάλωτοι. Κυρίως οι Έλληνες αρμόδιοι δεν ενδιαφέρθηκαν για τους πραγματικά αρίστους της κοινωνίας που είναι οι εργαζόμενοι και οι άνθρωποι του μόχθου. Αυτοί οι άνθρωποι δεν τους ενδιαφέρουν. Για το εμβόλιο θεώρησαν ότι είναι “ψεκάστε, σκουπίστε τελειώσατε”. Όμως η δουλειά του κράτους είναι να διδάξει και να πείσει. Όταν όμως είσαι αντικρατιστής κρατικοδίαιτος δεν το κάνεις».

Γενικεύοντας πολιτικά σημείωσε: «Εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή της πανδημίας κάναμε πράξη την προστασία της υγείας του λαού. Συνολικά στόχος μας είναι να πάρουμε το κράτος και να οργανώσουμε το κράτος για να προστατεύσουμε την υγεία του συνόλου του λαού, για να αντιμετωπίσουμε την μείζονα υγειονομική κρίση που έρχεται. Αυτό είναι το επίδικο. Ευτυχώς στην Ελλάδα το σύνολο της Αριστεράς έχει στην προμετωπίδα του το κράτος πρόνοιας. Καλή υγεία σημαίνει ανάπτυξη και η ανάπτυξη θα εξασφαλίσει την καλή υγεία του λαού».

Ξανθός: Η κυβέρνηση επέτρεψε μια τραγωδία

Από την πλευρά του, ο κ. Ξανθός πρώην υπουργός Υγείας και αρμόδιος τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, είπε ότι εκ του αποτελέσματος η διαχείριση κρίνεται απολύτως αποτυχημένη και πρόσθεσε ότι οι δείκτες αποτυχίας δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Ακολούθως σημείωσε: «Η διάγνωση έχει γίνει, ο λόγος που απέτυχε η κυβέρνηση και επέτρεψε να δημιουργηθεί μία τραγωδία είναι ότι η κατευθυντήρια αντίληψη ήταν νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία και επιχειρηματικά συμφέροντα. Νεοφιλελευθερισμός και συμφέροντα ήταν το τοξικό μείγμα».

Όπως είπε, τα κρίσιμα διδάγματα είναι τρία: πρώτο αναδείχθηκε η αξία των δημόσιων συστημάτων υγείας που σε όλο τον κόσμο σήκωσαν όλο το βάρος της διαχείρισης. Το αναγνώρισαν ακόμη και οι νεοφιλελεύθεροι ότι η αγορά δεν λειτούργησε, άρα θέλουμε πολιτικές ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος και όχι ιδιωτικοποίηση που προωθεί η κυβέρνηση.

Δεύτερον, ότι αναδείχθηκε η αξία της δημόσιας υγείας όχι μόνο ως δομές, αλλά ως πρόληψη και προστασία της υγείας του πληθυσμού που σχετίζεται με τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν τη νοσηρότητα.

Τρίτον, ότι οι παγκόσμιες κρίσεις απαιτούν υπερεθνικού τύπου παρεμβάσεις και πολιτικές για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Τα όρια των εθνικών πολιτικών είναι περιορισμένα και οι ανισότητες αναδεικνύουν την ανάγκη νέων ρυθμίσεων. Η ριζοσπαστική πρόταση της Αριστεράς που κατέθεσε για απελευθέρωση της πατέντας, ήταν σημαντική».

Συνεχίζοντας ανέφερε: «Η κυβέρνηση απέτυχε γιατί είναι μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που δεν πιστεύει σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος και στη μείωση των ανισοτήτων. Η διαφορά μας δεν είναι ποσοτική η διαφορά είναι ποιοτική και στρατηγικού χαρακτήρα».