Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο εκτελεστικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προσπαθεί να αναπτύξει μέτρα προστασίας του εμπορίου και των επενδύσεων, κυρίως στους τομείς της τεχνολογίας και των επικοινωνιών, δηλαδή εκεί όπου οι αντίπαλοί της μπορεί να «χτυπήσουν» για δικούς τους λόγους, είτε ασφαλείας είτε στρατιωτικούς.
Ανακοινώνοντας τη σχετική πρόταση, η οποία πρέπει να εγκριθεί από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, η γερμανίδα πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είπε: «Ο κόσμος έχει γίνει πιο ανασφαλής, υπάρχει ένα περιορισμένο σύνολο βασικών τεχνολογιών οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν με διαφορετικό και επιθετικό τρόπο. Επειδή οι κίνδυνοι μεταβάλλονται, χρειαζόμαστε τώρα ένα στρατηγικό όραμα για το πώς θα τους αντιμετωπίσουμε».
Το έγγραφο που παρουσίασε η Φον ντερ Λάιεν μαζί με τον ύπατο εκπρόσωπο για την Εξωτερική Πολιτική της ΕΕ, τον Zoζέπ Μπορελ, «είναι ένα σχέδιο που συνοψίζει τη μακρά, δύσκολη και αγωνιώδη περίοδο που ξεκίνησε με την κορονοϊκή πανδημία και συνεχίστηκε με τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία» έγραψε σε σημείωμά της η Corriere della Sera.
Οι δύο ευρωπαίοι ηγέτες προτείνουν στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων του κλαμπ να υιοθετήσουν κοινές παρεμβάσεις προς «μετριασμό τεσσάρων κινδύνων». Αυτοί οι κίνδυνοι ορίζονται: είναι α) οι διακοπές ή οι στρεβλώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, β) οι «φυσικές» επιθέσεις ή οι κυβερνοεπιθέσεις κατά ζωτικών υποδομών, γ) η κλοπή της τεχνογνωσίας, δ) οι εκβιασμοί ή τα οικονομικά αντίποινα για πολιτικούς λόγους.
Oπως ανέφερε η Corriere, στο έγγραφο δεν κατονομάζονται οι χώρες από τις οποίες μπορεί να προέρχονται αυτοί οι κίνδυνοι. Ωστόσο γίνεται κατανοητό ότι υπονοούνται η Κίνα (προμήθειες, τεχνολογία, οικονομικός εκβιασμός) και η Ρωσία («φυσικές» επιθέσεις ή κυβερνοεπιθέσεις). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα συζητήσει την συγκεκριμένη πρόταση της Κομισιόν στις 29 και 30 Ιουνίου και τότε θα δούμε αν θα αναληφθούν και πρωτοβουλίες.
Κατά τη γνώμη του ιταλικού μέσου, αν υπάρξει η έγκριση του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα δράσει ανεξάρτητα από την αμερικανική στρατηγική: «Θα πρόκειται για άλμα σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο».