| George Vitsaras / SOOC
Επικαιρότητα

Στουρνάρας: Ανάπτυξη 2,2% το 2023, κοντά η επενδυτική βαθμίδα

Στο 3% το 2024 και 2,7% το 2025. Βασικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία αποτελεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και σε μεταγενέστερο στάδιο η υπέρβασή της. Σημαντική πρόκληση, επίσης, ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι προτάσεις πολιτικής
Protagon Team

Αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% και επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο 3% για το 2024, και 2,7% το 2025, προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής (ολόκληρη εδώ) που κατατέθηκε την Πέμπτη στη Βουλή.

Ο πληθωρισμός προβλέπεται εφέτος να υποχωρήσει στο 4,3% από 9,3% πέρυσι, και θα διαμορφωθεί στο 3,8% το 2024 και 2,3% το 2025, παρόλο που τα είδη διατροφής, τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και οι υπηρεσίες αναμένεται ότι θα συμβάλουν αυξητικά στη δυναμική του.

Ωστόσο η πραγματική σύγκλιση αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία, καθώς το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας αντιστοιχεί περίπου στο 55% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης, έναντι περίπου 70% πριν από την κρίση χρέους. Για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, απαιτείται σύμφωνα με την ΤτΕ διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης που να υπερβαίνουν κατά πολύ το μέσο ρυθμό της ευρωζώνης. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορεί να χρειαστεί πάνω από μια δεκαπενταετία για να επανέλθει η ελληνική οικονομία στο επίπεδο όπου βρισκόταν σε σχέση με την ευρωζώνη πριν από την κρίση χρέους.

Οπως αναφέρεται πάντως στην Εκθεση, τα επόμενα έτη αναμένεται η ελληνική οικονομία να συνεχίσει να μεγεθύνεται με ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς του δυνητικού προϊόντος, το επίπεδο του οποίου έχει ήδη υπερβεί.

Οι επιδόσεις αυτές μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι στο εξωτερικό περιβάλλον η γεωπολιτική κρίση θα έχει αποκλιμακωθεί, θα έχουν μειωθεί οι τιμές της ενέργειας και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα έχει περιορισμένο αρνητικό αποτύπωμα στην οικονομία της ευρωζώνης.

Επιπρόσθετα, οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την καλή πορεία υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων και την αναπτυξιακή πορεία της ευρωζώνης, που είναι ο μεγάλος εμπορικός εταίρος της χώρας.

Η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας της περαιτέρω επιδείνωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος, του υψηλότερου και επίμονου πληθωρισμού, του χαμηλότερου του αναμενομένου ρυθμού απορρόφησης των κονδυλίων του NextGenerationEU, και των τυχόν καθυστερήσεων στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, τέλος στην περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων, η οποία θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάπτυξη και να οδηγήσει σε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων. Τυχόν θετικότερη έκβαση σχετίζεται με την ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και την καλύτερη του αναμενομένου επίδοση του τουρισμού.

Βασικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία αποτελεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και σε μεταγενέστερο στάδιο η υπέρβασή της. Και τούτο διότι η εξέλιξη αυτή θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και επεισόδια μεταβλητότητας των διεθνών αγορών, θα περιορίσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και θα διευκολύνει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, την πραγματοποίηση επενδύσεων και την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.

Για το Δημόσιο Χρέος αναφέρεται ότι παρόλο που είναι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητά του παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι.

Ωστόσο, μακροπρόθεσμα εκτιμάται αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων.

Για αυτό τον λόγο η ΤτΕ συστήνει τη συστηματική επιστροφή σε πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο μεσοπρόθεσμα, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού και η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης και του πληθωρισμού περιορίζουν τη μειωτική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη δυναμική του χρέους

Τέλος, σημαντική πρόκληση αποτελεί ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά το ότι το υψηλό έλλειμμα που σημειώθηκε το 2022 (9,7% του ΑΕΠ) οφείλεται κατά 40% περίπου στις αυξημένες τιμές καυσίμων και αναμένεται υποχώρησή του στο 7% του ΑΕΠ το 2023.

Προτάσεις πολιτικής

Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τις νέες και τις προϋπάρχουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, καθώς και την ανάγκη να επιταχυνθεί η πραγματική σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος με το μέσο όρο της ΕΕ, προτείνονται τα ακόλουθα:

1ον Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα, ο ρυθμός αύξησης του δυνητικού προϊόντος και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και να αυξηθεί έτσι η δυνατότητα της οικονομίας για μεγαλύτερες δαπάνες (κυρίως επενδυτικές) χωρίς επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.

2ον Η αποτελεσματική και ταχεία αξιοποίηση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την τόνωση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και τον περιορισμό του επενδυτικού κενού. Η διεύρυνση των επενδύσεων θα πρέπει να στηριχθεί και στην άνοδο της εγχώριας αποταμίευσης, χωρίς τη συμβολή της οποίας υπάρχει ανισορροπία μεταξύ εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων, η οποία και επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο πληρωμών.

3ον Η αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας. Προϋποθέσεις για τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι η περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών, η υποκατάσταση των εισαγωγών και η προώθηση της ενεργειακής αυτονομίας ώστε να περιοριστούν οι ανάγκες εισαγωγών ενέργειας.

4ον Η περαιτέρω μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Αυτό απαιτεί τη συστηματική επιστροφή σε πρωτογενή, κυκλικά διορθωμένα, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο μεσοπρόθεσμα, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού και η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης και του πληθωρισμού περιορίζουν τη μειωτική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη δυναμική του χρέους. Κατά συνέπεια, αποδυναμώνεται σταδιακά η αρχικά ευεργετική επίδραση του πληθωρισμού στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, και άρα απαιτείται η δημιουργία διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων ώστε να μην υπονομευθεί η συνεχής πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους.

5ον Η διασφάλιση της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει: Πρώτον, ότι οι μισθολογικές αυξήσεις θα αντιστοιχούν στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, όπως αυτές προσδιορίζονται κυρίως από τις μεταβολές της παραγωγικότητας, και ότι θα αποφευχθεί μία φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών. Δεύτερον, ότι θα υπάρξουν παρεμβάσεις και έλεγχοι στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών ώστε να αποφευχθούν υπερβολικές, δηλαδή μη συνεπείς με το μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού, αυξήσεις στις τιμές, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τα ήδη υψηλά περιθώρια κέρδους σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας. Σε βάθος χρόνου απαιτείται βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές με άρση εμποδίων και στρεβλώσεων για να περιοριστούν οι ολιγοπωλιακές πρακτικές.

6ον Η περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας και η αντιμετώπιση του προβλήματος της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Απαιτείται αναβάθμιση της τεχνικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης και υλοποίηση στοχευμένων προγραμμάτων κατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Εξίσου αναγκαίες είναι παρεμβάσεις για να ενισχυθεί το πλέγμα εναρμόνισης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, για την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με έμφαση στις γυναίκες και στους νέους. Θεσμικές παρεμβάσεις για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή επιδότησή τους θα μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος και θα συμβάλουν, σε συνδυασμό με την αύξηση των ελέγχων και ιδιαίτερα σε κλάδους με αυξημένη παραβατικότητα, στον περιορισμό της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας.

7ον Η επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μίγμα προϋποθέτει, εκτός από νέες επενδύσεις, και αύξηση των δυνατοτήτων αποθήκευσης ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμη είναι η αξιοποίηση των πόρων του REPowerEU για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας προϋποθέτει, πέρα από την υλοποίηση νέων επενδύσεων, και την ύπαρξη κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού στις νέες τεχνολογίες.

8ον Η περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο τα τελευταία χρόνια και είναι και πάλι σε θέση να συνεχίσει με επιτυχία το διαμεσολαβητικό του ρόλο και να επωφεληθεί από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την αναμενόμενη επαναφορά του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα αξιολόγησης. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με την ανάγκη διατήρησης ισχυρής κερδοφορίας και περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις (DTC) εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών.