Μια πιο αναλυτική εικόνα για το τι πραγματικά συμβαίνει με τις ελληνικές τράπεζες —διαψεύδοντας μάλιστα τα περί υπερκερδών για τα οποία κάνει λόγο η αντιπολίτευση και περιγράφοντας τους λόγους που τα επιτόκια είναι σε αυτά τα επίπεδα— έδωσε το Σάββατο ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας στα «Νέα Σαββατοκύριακο», ο κ. Στουρνάρας είπε ότι οι πολιτικοί έχουν δικαίωμα να σχολιάζουν τα των κεντρικών τραπεζών. «Οπως εμείς, οι κεντρικοί τραπεζίτες, εκφέρουμε γνώμη για τη δημοσιονομική πολιτική, και οι πολιτικοί μπορούν να έχουν γνώμη για τη νομισματική πολιτική και για τις τράπεζες. Δεν μπορούν όμως να αγνοούν το θεσμικό πλαίσιο και να επιδιώκουν να καθοδηγούν τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών Αρχών. Αυτές καθορίζονται από τη Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την ευρωπαϊκή νομοθεσία», ανέφερε.
Ωστόσο ο ίδιος εξήγησε ότι, δυστυχώς, οι ελληνικές τράπεζες όχι μόνο δεν έχουν υπερκέρδη αλλά στην ουσία υποαποδίδουν σε σχέση με τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
«Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι», είπε για τα υπερκερδών των τραπεζών ο κ. Στουρνάρας, για να συνεχίσει: «Εχουν μάλιστα λιγότερα κέρδη από το επιθυμητό, σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης ενεργητικού ή τον δείκτη απόδοσης του κεφαλαίου, όταν συγκρίνεται με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη. Εξάλλου πολλά από τα κέρδη των τραπεζών στο εννεάμηνο του 2022 ήταν εφάπαξ, δηλαδή μη επαναλαμβανόμενα. Μπορεί η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών να έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά χρειάζεται ακόμα δρόμος».
Για τα περί έκτακτης εισφορά στα κέρδη των τραπεζών, ο κ. Στουρνάρας απάντησε ότι αυτό θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιο. «Οχι ότι δεν μπορεί να το αποφασίσει μια κυβέρνηση. Μπορεί. Αλλά πού θα βάλει φόρο, ειδικά στην Ελλάδα; Σε τράπεζες, όπου τα μισά τους κεφάλαια είναι αναβαλλόμενος φόρος;», ανέφερε χαρακτηριστικά στη συνέντευξή του στον Λεωνίδα Στεργίου.
Στη συνέχεια, ο κ. Στουρνάρας εξήγησε τους τέσσερις παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των επιτοκίων, των προμηθειών και γενικά των τιμολογίων των τραπεζών.
Ο πρώτος παράγοντας είναι τα επιτόκια. Ολη η συζήτηση ξεκίνησε με την άνοδο των βασικών επιτοκίων, αυτών δηλαδή που καθορίζονται από τις αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός. Η άνοδος των επιτοκίων επιφέρει αύξηση του κόστους του χρήματος, συνθήκες επιβράδυνσης της οικονομίας και μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό ισχύει για όλες τις τράπεζες πανευρωπαϊκά και για όλους τους ευρωπαίους πολίτες. Οσον αφορά τα επιτόκια, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι κανείς δεν διαφωνεί με την αύξηση των βασικών επιτοκίων μέχρι να επανέλθει ο πληθωρισμός στο 2% μεσοπρόθεσμα. Ηλθε δηλαδή ο καιρός για επαναφορά της λεγόμενης κανονικότητας στη νομισματική πολιτική. Η ένστασή του είναι στον ρυθμό αύξησης. «Προσωπικά εκτιμώ ότι μικρότερες αυξήσεις είναι πιο ενδεδειγμένες. Για παράδειγμα, θα προτιμούσα τώρα μια αύξηση της τάξεως του 0,5 της μονάδας, παρά του 0,75», είπε.
Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με τους εποπτικούς κανόνες. Αυτοί είναι ενιαίοι και καθορίζουν με ακρίβεια τη ρευστότητα, το κεφάλαιο, τους κινδύνους, το ύψος των προβλέψεων και άλλα μεγέθη που με τη σειρά τους καθορίζουν το κόστος για τις τράπεζες.
Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον πιστωτικό κίνδυνο, κυρίως δηλαδή με το ύψος των κόκκινων δανείων, που στην Ελλάδα παραμένουν ακόμα πολύ υψηλά σε σχέση με την ευρωζώνη. Και αυτό, παρά τη μείωση που έχει προκύψει, με τη μεγάλη βοήθεια που προσέφερε το Δημόσιο στις τράπεζες μέσω της παροχής εγγυήσεων του σχεδίου «Ηρακλής», στις τιτλοποιήσεις των δανείων, η οποία μείωση κόστισε επίσης σε κεφάλαια στις τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, όπως τα κόκκινα δάνεια αποτελούν κληρονομιά της κρίσης, έτσι και το σημερινό σύγχρονο πτωχευτικό πλαίσιο, με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, αποτελεί ένα από τα κέρδη που είχαμε από την κρίση. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός και πτωχευτικός νόμος θα πρέπει να εξαντλήσουν τη σωστή χρήση του ενεχύρου. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να ενταχθούν στο τραπεζικό σύστημα όλες οι υγιείς επιχειρήσεις, ακόμα και αυτές που παλαιότερα είχαν κόκκινα δάνεια αλλά τα καθάρισαν, και να ρευστοποιηθούν οι αποδεδειγμένα μη υγιείς, απελευθερώνοντας κεφάλαια και ρευστότητα για τις βιώσιμες και αξιοποιώντας παραγωγικά τα ενέχυρα. Ετσι, μειώνονται οι κίνδυνοι του ιδιωτικού χρέους και, κατά συνέπεια, το κόστος δανεισμού, αλλά και ο αριθμός των επιλέξιμων δανειοληπτών.
Ο τέταρτος παράγοντας σχετίζεται με τον ανταγωνισμό, μέσα στο τραπεζικό σύστημα, της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, παρατηρείται η υψηλότερη συγκέντρωση στο τραπεζικό σύστημα, με τέσσερις συστημικές τράπεζες να κατέχουν σχεδόν όλη την αγορά. Και αυτό ήταν αποτέλεσμα της κρίσης, καθώς έκλεισαν αρκετά τραπεζικά ιδρύματα.