| ΙΝΤΙΜΕΝΕWS/Δελτίο τύπου / POOL
Επικαιρότητα

Στουρνάρας: Οι τρεις λόγοι που η Ελλάδα μπορεί να έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για 10 χρόνια

Οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης καθώς και η «αυξημένη ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να συμβάλλει στη χρηματοδότηση βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων» είναι παράγοντες που θα δώσουν μια σημαντική αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ την επόμενη δεκαετία, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ
Protagon Team

Την εκτίμηση ότι η χώρα μας μπορεί για τα επόμενα δέκα χρόνια να καταγράφει διαρκή οικονομική ανάπτυξη, έκανε την Τετάρτη ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Μιλώντας σε συνέδριο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ), ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι ο «δυνητικός ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη δεκαετία θα είναι κοντά στο 2%». Ωστόσο όπως εξήγησε ο ίδιος η οικονομία θα αναπτυχθεί με υψηλότερους ρυθμούς για συγκεκριμένους λόγους.

Πρώτον, οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των καθαρών μεταβιβάσεων κεφαλαίου) είναι ασυνήθιστα υψηλές, με μέσο όρο περίπου 15% του ΑΕΠ το 2021 από 6% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο τα πέντε χρόνια πριν από την πανδημία της Covid-19. Αυτό είναι αποτέλεσμα υψηλότερων προληπτικών αποταμιεύσεων, αναβολής καταναλωτικών και άλλων δαπανών, κρατικών ενισχύσεων και αναστολής δανειακών/φορολογικών υποχρεώσεων.

Η υψηλή αποταμίευση αντανακλάται στην αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά 34 δισ. ευρώ -δηλαδή 20% του ΑΕΠ- από τον Μάρτιο του 2020. Η σταδιακή αποκλιμάκωση του υψηλού ποσοστού αποταμίευσης θα τονώσει την εγχώρια ζήτηση και ιδιαίτερα την ιδιωτική κατανάλωση.

Δεύτερον, η Ελλάδα θα λάβει περίπου 30,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Τα κεφάλαια της NGEU στοχεύουν σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας που ενισχύουν την ανάπτυξη στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και των ιδιωτικών επενδύσεων και θα εκταμιευθούν μετά προϋποθέσεις. Η διοχέτευση αυτών των πόρων σε βιώσιμα επενδυτικά έργα θα ενισχύσει το πραγματικό ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026 και θα συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης, των ιδιωτικών επενδύσεων, των εξαγωγών και των φορολογικών εσόδων. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα θα λάβει 40 δισ. ευρώ από τα Διαρθρωτικά Ταμεία τα επόμενα χρόνια και αναμένεται να προσελκύσει επίσης αυξημένες ξένες άμεσες και έμμεσες επενδύσεις. Σημειώνεται επίσης ότι, μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν προκύπτουν μόνο από τις αναμενόμενες επενδύσεις αλλά, κυρίως, από την αύξηση της παραγωγικότητας που θα προκληθεί από τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Βιωσιμότητας Greece 2.0 -απελευθέρωση της αγοράς, ιδιωτικοποιήσεις και αυξημένες επενδύσεις στην εκπαίδευση- καθώς και η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση.

Τρίτον, η αυξημένη ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να συμβάλλει στη χρηματοδότηση βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων. Το απόθεμα καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα περίπου 176 δισ. ευρώ, δηλαδή στο επίπεδο του Σεπτεμβρίου 2011. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, τα χρηματοοικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν σημαντικά. Σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2016, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε περισσότερο από 50%, κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων με τη χρήση του Ελληνικού Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων. Οι τράπεζες κατάφεραν να εξαλείψουν την εξάρτησή τους από την Έκτακτη Ενίσχυση Ρευστότητας και απέκτησαν ξανά πρόσβαση στις αγορές χονδρικής, εκδίδοντας ομόλογα χωρίς εξασφάλιση και κεφαλαιακά μέσα. Δύο συστημικές τράπεζες κατάφεραν επίσης να εκμεταλλευτούν τις κεφαλαιαγορές και πραγματοποίησαν επιτυχημένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το 2021. Επί του παρόντος, οι τράπεζες απολαμβάνουν επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που τους επιτρέπουν να παρέχουν δανεισμό στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη και αποτελεί εμπόδιο για την πιστωτική επέκταση, ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις όπου ο πιστωτικός κίνδυνος είναι υψηλότερος.