Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να επέστρεψε κινηματογραφικά στον Λευκό Οίκο και να πέταξε επιδεικτικά τη μάσκα του μετά την ολιγοήμερη, όπως εξελίχθηκε, νοσηλεία του με συμπτώματα Covid–19, αλλά πολλά ερωτήματα όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του παραμένουν αναπάντητα.
Καθώς όμως ο Λευκός Οίκος δεν προτίθεται, όπως φαίνεται, να αποκαλύψει τις σχετικές λεπτομέρειες, πρώην και νυν αξιωματούχοι των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ προειδοποιούν πως το εν λόγω πληροφοριακό κενό ενδέχεται να επιδιώκουν να καλύψουν κακόβουλα οι εχθροί των ΗΠΑ.
Φοβούνται πως οι αρμόδιες υπηρεσίες των κύριων ανταγωνιστών της Ουάσιγκτον στη διεθνή σκηνή εργάζονται νυχθημερόν με στόχο να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πραγματική κατάσταση της υγείας του αμερικανού προέδρου, ούτως ώστε να τις χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια για να πλήξουν την εικόνα της αμερικανικής κυβέρνησης ειδικά και των ΗΠΑ γενικότερα.
«Κάθε ξένη υπηρεσία πληροφοριών άξια του ονόματός της θα θέλει να έχει στο πεδίο δράσης κατασκόπους και πηγές σε θέση να παράσχουν αναφορές για την υγεία του προέδρου των ΗΠΑ», σημείωσε, μιλώντας στο Politico, ο Στιβ Χολ, πρώην σταθμάρχης της CIA στη Μόσχα.
Ο Μαρκ Πολυμερόπουλος, ένας άλλος πρώην ανώτατος αξιωματούχος της CIA o οποίος αποσύρθηκε πέρυσι από την ενεργό δράση, ανέφερε από την πλευρά του πως αποτελεί «αποστολή ρουτίνας» για τις μυστικές υπηρεσίες όλων των ισχυρών κρατών, η απόπειρα συλλογής πληροφοριών κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας κρίσης. Αποκάλυψε επίσης – έχοντας επιχειρήσει ως μυστικός πράκτορας σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο – πως και οι ΗΠΑ επιδιώκουν να συγκεντρώνουν ανάλογες πληροφορίες, εν δυνάμει ζημιογόνες για τους αντιπάλους τους.
«Ηταν συχνά εφικτή η συλλογή πληροφοριών όσον αφορά την υγεία των ηγετών των αντιπάλων μας, καθώς δεν χρειαζόταν να στρατολογήσουμε αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών ή της κυβέρνησης της άλλης χώρας, αλλά μέλη του νοσοκομειακού ή του διοικητικού προσωπικού, στόχους στους οποίους δεν θα είχαν στραμμένες τις κεραίες τους οι υπηρεσίες αντικατασκοπείας», εξήγησε.
Οι αμερικανοί πρώην κατάσκοποι δεν θεωρούν ιδιαίτερα πιθανό το ενδεχόμενο μυστικοί πράκτορες του Κρεμλίνου ή του Πεκίνου να κατάφεραν εισχωρήσουν στο στρατιωτικό νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύτηκε ο Τραμπ. Ενδέχεται, ωστόσο, να αποπειράθηκαν να συγκεντρώσουν τις όποιες πληροφορίες ακόμα και μέσω των επίσημων διαύλων επικοινωνίας του Λευκού Οίκου.
«Δημοσιεύματα στον Τύπο υποδεικνύουν ότι ο Τραμπ επικοινώνησε τηλεφωνικώς με ξένους ηγέτες. Εάν ένας από αυτούς ήταν ο Πούτιν και εγώ ήμουν ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών του Πούτιν, θα είχα βάλει έναν ρώσο γιατρό να ακούσει τη συνομιλία και θα τον ρωτούσα εάν είχε δύσπνοια ο Τραμπ και κατά πόσο ακουγόταν μπερδεμένος», σημείωσε ο πρώην σταθμάρχης της CIA στη Μόσχα.
Ανάλογες πληροφορίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους αντιπάλους των ΗΠΑ για την υπονόμευση της αξιοπιστίας όχι μόνον του αμερικανού προέδρου αλλά ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού. Σύμφωνα με τον Μικ Μαλρόι, νυν αναλυτή του ABC και πρώην πράκτορα της CIA με θητεία και στο Πεντάγωνο, τα παραπλανητικά ανακοινωθέν της ιατρικής ομάδας του Λευκού Οίκου «προκαλούν μια κρίση εμπιστοσύνης στη δομή διοίκησης», και αυτό θα μπορούσαν κάλλιστα να το εκμεταλλευτούν οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, ακόμα και οι Ιρανοί, εξαπολύοντας εκστρατείες παραπληροφόρησης με στόχο «να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των Αμερικανών στην κυβέρνησή μας και την εκλογική διαδικασία».
Σε επίσημο επίπεδο ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι εξακολουθούν να δηλώνουν πως η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο. «Οι αντίπαλοί μας γνωρίζουν ότι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σταθερή και αξιόπιστη και ότι προστατεύουμε τον αμερικανικό λαό», υποστήριξε την περασμένη Κυριακή ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μπράιαν μιλώντας το CBS.
Ωστόσο ο κίνδυνος συγκέντρωσης πληροφοριών για την υγεία του εκάστοτε αμερικανού προέδρου με στόχο την υπονόμευση του ίδιου και, κατ’ επέκταση των ΗΠΑ, είναι πάντα υπαρκτός, γεγονός που εξηγεί γιατί τα ιατρικά δεδομένα των αμερικανών ηγετών αντιμετωπίζονται πάντα με ιδιαίτερη προσοχή. Οι περισσότεροι πρόεδροι, για παράδειγμα, πριν από τον Ντόναλντ Τραμπ ζητούσαν οι ίδιοι από τους γιατρούς τους να εκδίδουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα λεπτομερείς αναφορές όσον αφορά την υγεία τους.
Ο νυν αμερικανός πρόεδρος, ωστόσο, παρότι όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ήταν ήδη 70 ετών, αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα το πλήρες ιατρικό του ιστορικό. Αντ’ αυτού ο πρώην προσωπικός του γιατρός έδωσε στην δημοσιότητα τον Δεκέμβριο του 2015 μια επιστολή του στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων πως «εάν επικρατήσει, μπορώ να δηλώσω κατηγορηματικά πως ο κύριος Τραμπ θα είναι ο πιο υγιής άνθρωπος που θα έχει εκλεγεί ποτέ στην προεδρία». Στη συνέχεια ο ίδιος γιατρός αποκάλυψε πως το περιεχόμενο της επιστολής του το είχε υπαγορέψει ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ.
Οσον αφορά την παρούσα κατάσταση, κυβερνητικοί αξιωματούχοι επιδιώκουν να υποβαθμίσουν την ασθένεια του αμερικανού προέδρου, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να γνωρίζουν ούτε ο εθνικός μηχανισμός ασφαλείας ούτε ο υπόλοιπος κόσμος την ακριβή κατάσταση της υγείας του.
«Δεν θεωρώ πως υπάρχει ανάγκη να έχουμε πλήρη εικόνα για την κατάστασή του γιατί δεν είμαστε γιατροί, αλλά είναι ξεκάθαρο πως ο πρόεδρος εκτελεί τα καθήκοντά του, δεν έχει καταστεί ανίκανος, και ολόκληρος ο κυβερνητικός μηχανισμός τον ακολουθεί», είπε στο CNN ο Ελιοτ Εïμπραμς, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του αμερικανικού ΥΠΕΞ, επικεφαλής για το Ιράν, σημειώνοντας επίσης ότι θα ήταν άστοχο εκ μέρους των αντιπάλων των ΗΠΑ να αποπειραθούν να εκμεταλλευτούν τη δεδομένη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με την υγεία του Ντόναλντ Τραμπ.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τις όποιες καθησυχαστικές δηλώσεις των όποιων αξιωματούχων, κάθε άλλο παρά παράλογο θα πρέπει να θεωρείται το ενδεχόμενο ξένες κυβερνήσεις, της Ρωσίας, για παράδειγμα, ή της Κίνας, που διαθέτουν ενεργά και αποτελεσματικά δίκτυα συλλογής πληροφοριών, να επιδιώκουν να επωφεληθούν των περιστάσεων. «Μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι ξένες μυστικές υπηρεσίες συλλέγουν ενεργά και με επιτυχία πληροφορίες, μαθαίνοντας περισσότερα για την κατάσταση της υγείας του προέδρου σε σχέση με τα αμερικανικά ΜΜΕ και τον αμερικανικό λαό», προειδοποίησε ο κ. Πολυμερόπουλος.