Ο βρετανός συνθέτης και μαέστρος Λίο Γκέγιερ έκανε το 2015 ένα ταξίδι που θα του άλλαζε τη ζωή: Πήγε στο Αουσβιτς-Μπίρκεναου, το διαβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ανακάλυψε 210 μουσικές παρτιτούρες τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι ορχήστρες των κρατουμένων για να διασκεδάζουν τους Ναζί ή για να καλύπτουν με τη μουσική τον θόρυβο από τις εκτελέσεις και τους θανάτους στους θαλάμους αερίων.
Μία από τις παρτιτούρες ήταν ημιτελής, μισοκατεστραμμένη και ανυπόγραφη. Ο Γκέγιερ ανέλαβε να την ολοκληρώσει. Πριν από λίγες μέρες, η μουσική αυτή ακούστηκε για πρώτη φορά σε μια αίθουσα συναυλιών στο Λονδίνο.
Ο Γκέγιερ πήγε στο Αουσβιτς όταν του ανατέθηκε να δημιουργήσει ένα έργο προς τιμήν του Μάρτιν Γκίλμπερτ, ιστορικού και ειδικού του Ολοκαυτώματος, ο οποίος πέθανε τον Φεβρουάριο του 2023. Ταξίδεψε στην Πολωνία για να αποκτήσει μια «αίσθηση της βαρύτητας» του έργου του Γκίλμπερτ, είπε ο ίδιος στην Washington Post.
Στο μεγαλύτερο ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου έχασαν τη ζωή τους περίπου 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι. Μέσα σε αυτόν τον τόπο μαρτυρίου ο Γκέγιερ θα ανακάλυπτε μια πληθώρα μουσικών αρχείων που θα ενέπνεαν το επόμενο έργο του.
«Είχα μια συνομιλία με έναν από τους αρχειονόμους και μου είπε ότι υπήρχαν κάποια μουσικά χειρόγραφα στο αρχείο» είπε στην Post. «Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υπάρχει και ότι είχε παραβλεφθεί όλο αυτό το διάστημα».
Πριν από περίπου 80 χρόνια, οι μουσικοί του Αουσβιτς που συμμετείχαν στις ορχήστρες του στρατοπέδου είχαν παίξει αυτές τις παρτιτούρες. Η μουσική είναι βαθιά συνυφασμένη με τη φρίκη του Ολοκαυτώματος και οι Ναζί χρησιμοποίησαν τις τέχνες «ως μέρος της δολοφονικής μηχανής που είχαν στήσει» είπε ο βρετανός μουσικός δημοσιογράφος Νόρμαν Λέμπρεχτ στην Deutsche Welle. Πολύ συχνά οι κρατούμενοι βάδιζαν προς τον θάνατό τους υπό τους ήχους ορχήστρας.
Η μουσική ήταν επίσης ένας τρόπος για να εκφράσουν οι κρατούμενοι τον πόνο και τον τρόμο που αντιμετώπιζαν. «Οι Εβραίοι που κρατούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσουν τι τους συνέβαινε με συμβατικά μέσα. Ηταν αδύνατο να γράψουν ή να φωτογραφίσουν, έτσι στράφηκαν σε μια μακρά πολιτιστική παράδοση, αυτή της αφήγησης των ιστοριών τους μέσω τραγουδιών και μουσικής» εξήγησε η ιστορικός Σίρλι Γκίλμπερτ. «Μακριά από τα μάτια των αξιωματικών των SS, οι Εβραίοι δημιούργησαν κρυφά τη δική τους μουσική, ως μέσο για να αντεπεξέλθουν, να επιβιώσουν και να τεκμηριώσουν».
Μετά τον Β’ΠΠ οι παρτιτούρες των ορχηστρών έμειναν ως απόδειξη της φρίκης του Ολοκαυτώματος. Και δεκαετίες αργότερα, καθώς ο Γκέγιερ τις επιθεωρούσε στα αρχεία του Αουσβιτς, τον ενέπνευσαν να ξαναδημιουργήσει τη μουσική που είχε παραμείνει άπαιχτη από τότε, ένα κατόρθωμα που θα χρειαζόταν επτά χρόνια, έξι επισκέψεις στο Αουσβιτς, πολλές συνεντεύξεις με επιζώντες και χιλιάδες ώρες έρευνας.
«Είναι το ισοδύναμο πολλών εκατοντάδων κομματιών ενός παζλ από το οποίο λείπουν πολλά κομμάτια» ανέφερε στην Post. «Χρειάζεται πάρα πολλή μουσική δουλειά για να συνδυαστούν τα κομμάτια, να ανασυντεθούν τα μέρη που λείπουν, να ανακαλύψει κανείς τελικά τη μουσική».
Υπήρχαν κομμάτια διαφορετικών τραγουδιών, το καθένα με «διαφορετικά επίπεδα ολοκλήρωσης», σύμφωνα με τον ίδιο. Κάποια ήταν ημιτελή. Πολλές από τις παρτιτούρες είχαν καεί κατά μήκος των άκρων.
Τα πράγματα γίνονταν ακόμη πιο περίπλοκα από το γεγονός ότι οι ορχήστρες χρησιμοποιούσαν συχνά μια «συλλογή από τυχαία όργανα που ήταν διαθέσιμα», συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που δεν χρησιμοποιούνται παραδοσιακά σε ορχήστρες, όπως ακορντεόν, σαξόφωνο και μαντολίνο.
«Ετσι, πολλή από αυτή τη μουσική θα ακουγόταν πολύ περίεργη» σημείωσε ο Γκέγιερ. «Υπάρχουν πολλά κομμάτια που γνωρίζουμε και αγαπάμε –για παράδειγμα του Μότσαρτ και του Μπετόβεν–, τα οποία είναι σχεδόν αδύνατον να φανταστούμε παιγμένα με όλα αυτά τα περίεργα χάλκινα όργανα και ακορντεόν».
Τα περισσότερα από τα τραγούδια ήταν γερμανικά, είπε, αλλά οι κρατούμενοι κατάφεραν επίσης να ξαναφτιάξουν τον πολωνικό εθνικό ύμνο και συνθέσεις του Τζον Φίλιπ Σόουζα, όπως το «The Stars and Stripes Forever», τον αμερικανικό εθνικό ύμνο.
Ωστόσο, το κομμάτι που ενέπνευσε περισσότερο τον Γκέγιερ να ξεκινήσει το έργο του ήταν το «Μάταιες Τύψεις», ένα παράδειγμα της μυστικής μουσικής που οι κρατούμενοι έφτιαχναν για τον εαυτό τους. Η ημιτελής σύνθεση ήταν μια συμφωνία θλίψης που προσπαθούσε να διηγηθεί ιστορίες ζωών που είχαν διακοπεί βίαια. Η παρτιτούρα ήταν ανυπόγραφη, επομένως η ταυτότητα και η μοίρα του συνθέτη παραμένουν μυστήριο.
«Οταν το είδα, απλώς ένιωσα ότι ήταν καθήκον μου να το τελειώσω» είπε ο Γκέγιερ στην Ρost. «Δεν είμαι Εβραίος, Ρομά, Πολωνός, Ρώσος ή ανάπηρος, ούτε κατάγομαι από κάποιο άτομο που βρέθηκε στο Αουσβιτς, αλλά στέκομαι δίπλα σε αυτούς που διώκονται απλώς επειδή είναι αυτό που είναι. Και ελπίζω να ζήσω σε έναν κόσμο όπου κανένα τέτοιο κακό δεν θα μπορούσε να ξανασυμβεί».
Τη Δευτέρα, το «Μάταιες Τύψεις» και τρία άλλα κομμάτια που ανακαλύφθηκαν στο Αουσβιτς παρουσιάστηκαν ως μέρος μιας συναυλίας για τον εορτασμό της 10ης επετείου της Constella Music, της μουσικής εταιρείας του Γκέγιερ. Η εκδήλωση οργανώθηκε για να συγκεντρωθούν χρήματα για ένα επερχόμενο μπαλέτο όπερας που θα αφηγείται την ιστορία των ορχηστρών κρατουμένων του Αουσβιτς.
«Η μουσική είναι απίστευτα ισχυρή και μας δίνει τη δυνατότητα να ασχοληθούμε με το Ολοκαύτωμα με έναν νέο και διαφορετικό τρόπο» κατέληξε ο Γκέγιερ. «Δυστυχώς, στην εποχή που ζούμε, με την άνοδο του αντισημιτισμού παγκοσμίως, η σημασία της μνήμης του Ολοκαυτώματος είναι πιο ουσιαστική από ποτέ».