Η αίθουσα στη Μονή Λαζαριστών το πρωί της Πέμπτης 28 Ιουνίου ήταν γεμάτη. Ελάχιστα τα Ελληνικά, παντού άκουγες Ρωσικά. Το «restart», η έκθεση που έρχεται να σημάνει μια νέα εποχή για το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης, έφερε στην πόλη φιλότεχνους και δημοσιογράφους από τη Ρωσία. Δικαίως: το ΚΜΣΤ διαθέτει την πιο πλήρη συλλογή έργων ρωσικής πρωτοπορίας που βρίσκεται σε μουσείο εκτός Ρωσίας. Τη Συλλογή Κωστάκη, έναν θησαυρό για τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος αποτελεί παγκοσμίως σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη τέχνη.
Εχοντας αποφασίσει να καθιερώσουν μια εντελώς νέα μουσειολογική αντίληψη, οι άνθρωποι του μουσείου προχώρησαν στη δημιουργία ενός ομίλου δωρητών, ο οποίος λειτουργεί ως «Συμβούλιο Υποστηρικτών του ΚΜΣΤ». Η έκθεση «Θεσσαλονίκη. Η Συλλογή Γιώργου Κωστάκη. Restart» που θα διαρκέσει έως τις 16/9, πραγματοποιείται στις ανακαινισμένες αίθουσες της Μονής Λαζαριστών, με την υποστήριξη του ιδρύματος AVC Charity του ρώσου επιχειρηματία και συλλέκτη Αντρέι Τσεγκιάκοφ.
Ο φιλόδοξος στόχος του μουσείου και του Συμβουλίου Υποστηρικτών του είναι να δημιουργηθεί ένα επιστημονικό-ερευνητικό κέντρο ρωσικής πρωτοπορίας στη Θεσσαλονίκη. «Παρά το εντατικό ενδιαφέρον που προκαλεί το θέμα, η ρωσική πρωτοπορία παραμένει αντικείμενο μελέτης και συνεχίζει να προσφέρει στους ιστορικούς της τέχνης υλικό για επιστημονική έρευνα και σημαντικές ανακαλύψεις. Δεν έχουν ακόμη επαρκώς μελετηθεί πολλά ονόματα, υπάρχουν αρχεία που δεν έχουν εξαντληθεί ως πηγές, το θέμα της ρωσικής πρωτοπορίας απέβη κατά πολύ ευρύτερο, από ό,τι το φανταζόμασταν μερικές δεκαετίες πριν. Ταυτόχρονα, εξαιτίας μιας δημοτικότητας που αυξάνεται απίστευτα, η ρωσική πρωτοπορία έχει μετατραπεί σε ναρκοπέδιο με ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη την αγορά των πλαστών έργων και αισχροκέρδεια σε αυτόν τον τομέα» λέει η Κριστίνα Κρασνάνσκαγια, πρόεδρος του Συμβουλίου Υποστηρικτών.
Τον περασμένο Ιανουάριο, ο κόσμος (και η αγορά) της τέχνης δέχτηκε ένα σοβαρό πλήγμα. Αποκαλύφθηκε ότι όλα τα έργα ρωσικής πρωτοπορίας σε έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Museum voor Schone Kunsten στη Γάνδη ήταν πλαστά! Στην αποκάλυψη της υπόθεσης αναμίχθηκαν έμποροι τέχνης, ειδικοί, εφημερίδες κι επιθεωρήσεις τέχνης ενώ δεν έλειψαν και πολιτικές δηλώσεις. Τα έργα είχαν εκτεθεί για τρεις μήνες, έως ότου οι ιθύνοντες αναγκαστούν να τα κατεβάσουν και οι Αρχές να παρέμβουν για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Υπάρχουν υποψίες ότι όλη η Ευρώπη είναι γεμάτη πλαστά έργα ρωσικής πρωτοπορίας, ελλείψει εμπειρογνωμόνων και επαρκούς μελέτης της εποχής. Ενα ανάλογο ερευνητικό κέντρο στη Θεσσαλονίκη που διαθέτει μια τέτοια συλλογή, θα την καταστήσει επίκεντρο του χώρου της ρωσικής πρωτοπορίας.
«Σήμερα ο Κωστάκης μπορεί να μην υπάρχει πια, μας έδειξε όμως έναν τρόπο μελέτης που ακολουθεί πιστά τη δική του μέθοδο συλλογής. Αυτό που λέω δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Η πλειοψηφία των συλλεκτών αναζητά έργα επώνυμα, μεγάλα και ολοκληρωμένα. Εμάς μας ώθησε ο ίδιος ο Κωστάκης να συνειδητοποιήσουμε πολύ καλά ότι κάθε μικρό χαρτάκι έχει την ανεπανάληπτη αξία του και ότι είναι πολύ πιθανό ένα μικρό σχέδιο με μολύβι σε ένα σκισμένο χαρτί να αποδειχτεί ότι έχει πολύ μεγαλύτερη αξία για τη μελέτη ενός ζητήματος της τέχνης απ’ ό,τι μπορεί να έχει ένας ολοκληρωμένος και λεπτομερώς τεκμηριωμένος από ιστορικής πλευράς πίνακας, ο οποίος ασφαλώς έχει εκατονταπλάσια χρηματιστηριακή αξία από αυτή του μικρού σχεδίου» λέει η Μαρία Τσαντσάνογλου, διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης – Συλλογή Κωστάκη.
Η Συλλογή Κωστάκη είναι μοναδική στον κόσμο. Απαρτίζεται από 1.275 έργα τέχνης: πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, κατασκευές, κεραμικά, όλα σημαντικών καλλιτεχνών της ρωσικής πρωτοπορίας. Η συλλογή είναι αντιπροσωπευτική όλων των ρευμάτων και των τάσεων της ρωσικής πρωτοπορίας, μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της παγκόσμιας τέχνης που άνθησε στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η έκθεση για το «Restart» έχει ως ενότητες την πρώιμη πρωτοπορία, τον κυβοφουτουρισμό, τον σουπρεματισμό, την τέχνη στην παραγωγή καθώς και τον κοσμικό και ηλεκτροοργανισμό. Τετρακόσια έργα που μας οδηγούν σε ένα ιδιαίτερο ταξίδι στη ζωή του συλλέκτη.
Ενα δωμάτιο στο μουσείο έχει αφιερωθεί στον Γεώργιο Κωστάκη, τον άνθρωπο με το χάρισμα της ορθής κρίσης και της σωστής επιλογής, που έκανε το όνομά του συνώνυμο με τη ρωσική πρωτοπορία. Στον καναπέ του δωματίου αυτού κάθεται η κόρη του Αλίκη, και μιλά στη ρωσική τηλεόραση για τον πατέρα της και τη συλλογή. Από την αφήγησή της περνούν οι λέξεις Χρουστσόφ, Στάλιν, Σαγκάλ, Καντίνσκι, Μαλέβιτς. Από το διαμέρισμα του Κωστάκη στη Μόσχα περνούσε ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο Μαρκ Σαγκάλ, καλλιτέχνες και φιλότεχνοι, φοιτητές, υψηλοί προσκεκλημένοι της Σοβιετικής Ενωσης από το εξωτερικό.
Αλλά ποιος ήταν ο Κωστάκης και πώς έφθασε να γίνει ο μεγαλύτερος ιδιώτης συλλέκτης έργων ρωσικής πρωτοπορίας; Ο Γεώργιος Κωστάκης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1913 όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Εργάστηκε ως οδηγός στην ελληνική πρεσβεία μέχρι το 1940 και στη συνέχεια ως επικεφαλής του τοπικού προσωπικού της καναδικής πρεσβείας. Στο πλαίσιο των επαγγελματικών του καθηκόντων συνόδευε ξένους διπλωμάτες στις επισκέψεις τους σε παλαιοπωλεία και χώρους τέχνης. Χωρίς να έχει ιδιαίτερη καλλιτεχνική παιδεία και επαφή με τη μοντέρνα τέχνη, εντυπωσιάστηκε όταν αντίκρισε το 1946 ένα πίνακα της Olga Rozanova. Αρχισε να ενδιαφέρεται για τη ρωσική τέχνη των αρχών του 20ού αιώνα και ήρθε σε επαφή με τις οικογένειες των καλλιτεχνών από τους οποίους αγόραζε τα έργα. Ο Κωστάκης συνέχισε για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες τη συγκέντρωση των έργων, σχηματίζοντας έτσι μία περίφημη συλλογή η οποία διέσωσε από την καταστροφή και τη λήθη ένα σημαντικό τμήμα της μοντέρνας ευρωπαϊκής τέχνης. Το σταλινικό καθεστώς, όπως γνωρίζουμε, είχε θέσει σε απαγόρευση τα έργα της ρωσικής πρωτοπορίας, επιβάλλοντας στην τέχνη το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο Κωστάκης κατάφερε και να τα βγάλει από τη χώρα. Η συλλογή του έχει έργα Κρασνοπέβετς, Τσελκόφ, Ριάμπιν, Καντίνσκι, Μαλέβιτς, Ποπόβα, Ουνταλτσόβα, Φιλόνοφ, Κλούτσις, Λισίτσκι, κ.ά.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν πλέον είχε καταστεί σαφές ότι ο Κωστάκης θα αναγκαζόταν να μετοικήσει, η συλλογή χωρίστηκε σε δύο μέρη. Απέδωσε 800 έργα στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ, ως όρο για την αναχώρηση από τη Σοβιετική Ενωση.
Το 1977 ήταν ίσως ο σημαντικότερος σταθμός στην ιστορία της Συλλογής, καθώς τότε πραγματοποιήθηκε στο Ντίσελντορφ η πρώτη έκθεση της στην Ευρώπη, για να ακολουθήσει το 1981 η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης. O Γιώργος Κωστάκης μάζευε έργα της ρωσικής αβανγκάρντ με ένστικτο αλάνθαστο, απορρίπτοντας μάλιστα έργα που ανήκαν σε άλλες περιόδους ιστορικά και καλλιτεχνικά ελεγχόμενες. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1977, και το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για την αύξηση του ενδιαφέροντος για τη ρωσική πρωτοπορία και από ελληνικής πλευράς, τη στιγμή μάλιστα που διάφορες πληροφορίες μιλούσαν για μεγαλόψυχη δωρεά προς το ελληνικό κράτος εκ μέρους του.
Ο Κωστάκης πέθανε το 1990 και ως εκδήλωση τιμής προς το πρόσωπό του και το έργο του οργανώθηκε η μεγάλη έκθεση του 1995 που έφερε εις πέρας με πολλή επιτυχία η ιστορικός της τέχνης Αννα Καφέτση. Η Συλλογή Κωστάκη αγοράστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού το 2000, επί υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου. Η συμφωνία υπογράφηκε ανάμεσα στην οικογένεια Κωστάκη και στη διοίκηση του μουσείου, αφού προηγήθηκε η σύσταση διεθνούς επιτροπής ειδικών, η οποία εκτίμησε την οικονομική και καλλιτεχνική αξία της συλλογής αφού τόνισε την αυθεντικότητα και τη μοναδικότητά της.
Η απόκτηση της Συλλογής Κωστάκη είναι σταθμός για τη Θεσσαλονίκη. Στη λήψη της απόφασης να αγοραστεί από το Δημόσιο συνετέλεσε το ότι η Θεσσαλονίκη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, γεγονός που έφερε νέα πνοή τόσο σε χώρους όσο και σε δράσεις και προοπτικές. Επίσης, το 1996 είχε προβληθεί, στο Φεστιβάλ, ένα ντοκιμαντέρ για τον συλλέκτη Κωστάκη και είχε γνωρίσει μεγάλη δημοσιότητα. Ετσι, ο Ευάγγελος Βενιζέλος διαπραγματεύτηκε με την οικογένεια Κωστάκη την αγορά και σχεδίαζε την εγκατάστασή της στο νέο μουσείο, στο παλιό εργοστάσιο της ΥΦΑΝΕΤ. Το κτίριο αγοράστηκε, τελικά, το 2006 από τον Γιώργο Βουλγαράκη, οι καταληψίες δεν εκδιώχτηκαν ποτέ από μέσα, το υπουργείο δεν μπόρεσε να το αξιοποιήσει, με αποτέλεσμα η «Φάμπρικα ΥΦΑΝΕΤ», όπως ονομάζεται η κατάληψη, να συντηρεί τον χώρο, να πραγματοποιεί δράσεις και να θεωρεί ότι θα βρίσκεται εκεί αιωνίως.