Το Αμστερνταμ είναι πασίγνωστο στα πέρατα της Γης για διάφορα πράγματα: Τα κανάλια του. Τα ποδήλατα και τη χαλαρή του ατμόσφαιρα. Και βέβαια για την ελεύθερη χρήση μαριχουάνας και τους οίκους ανοχής με τις διάσημες «βιτρίνες». Μόνο που πλέον η κατάσταση για τους ίδιους τους κατοίκους του έχει γίνει αφόρητη. Και οι αρχές της πόλης αναζητούν λύση.
Στην περιοχή του De Wallen, στην καρδιά του Αμστερνταμ, οι πρώτοι οίκοι ανοχής δημιουργήθηκαν τον 15ο αιώνα, όταν η πόλη ήταν ήδη ένα από τα πιο πολυσύχναστα λιμάνια του κόσμου. Το 1478, μετά από παράπονα των κατοίκων, οι αρχές αποφάσισαν να περιορίσουν τις «ελαφριές γυναίκες» σε δύο δρόμους του κέντρου.
Πεντακόσια χρόνια αργότερα το Αμστερνταμ παραμένει πολυσύχναστο, αλλά για τους τουρίστες, καθώς υπολογίζεται ότι περίπου 23 εκατομμύρια επισκέπτες θα διανυκτερεύσουν έστω ένα βράδυ φέτος στην ολλανδική πόλη. Και πλέον η συζήτηση για το μέλλον της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια έχει γίνει πιεστική.
Ο αριθμός των ανθρώπων που προσελκύονται στα στενά δρομάκια της, ιδιαίτερα τις νύχτες του Σαββατοκύριακου, υποστηρίζει μια ακμάζουσα δευτερεύουσα οικονομία: σεξ, κάναβη, ποτά και φαγητό είναι οι βασικές κινητήριες δυνάμεις της. Ο μαζικός τουρισμός, όμως, έχει καταστήσει την περιοχή αβίωτη για τους κατοίκους της, σε μια εποχή που η Ολλανδία, μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες χώρες της Ευρώπης, αντιμετωπίζει οξεία στεγαστική κρίση. Οι αρχές της πόλης πήραν κάποια μέτρα φέτος: επέβαλαν απαγόρευση στο κάπνισμα μαριχουάνας στους δρόμους, θέσπισαν το κλείσιμο νωρίτερα για μπαρ και οίκους ανοχής και ξεκίνησαν μια ολόκληρη εκστρατεία για να κρατήσουν μακριά από το κέντρο τους νεαρούς επισκέπτες -Βρετανούς κυρίως- που συμπεριφέρονται ανάρμοστα.
Το μέλλον της πόλης παραμένει αβέβαιο, όμως και αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρία πιθανά σενάρια, καθένα με τους δικούς του υποστηρικτές.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι το Αμστερνταμ πρέπει να περιορίσει την παροχή κάνναβης και πορνείας ως διακριτικές υπηρεσίες για τους κατοίκους του μόνο και όχι ως κεντρικά στοιχεία προσέλκυσης τουριστών. «Οταν ήρθαμε να ζήσουμε εδώ, υπήρχε πορνεία, αλλά δεν ήταν τουριστικό αξιοθέατο, ήταν για τους κατοίκους του Αμστερνταμ», λέει στους Times ο Ελς Ιπινγκ, πρώην πολιτικός που ζει στο ιστορικό κέντρο της πόλης εδώ και 40 χρόνια και είναι μέλος της ομάδας Stop the Madness. «Οι άνθρωποι που ζουν στην περιοχή με τα κόκκινα φανάρια πιστεύουν ότι οι οίκοι ανοχής και η κάνναβη πρέπει να πάψουν να αποτελούν μαγνήτη για τους επισκέπτες», πρόσθεσε.
Η δήμαρχος του Αμστερνταμ, Φέμκε Χαλσέμα, έχει ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο. Θέλει να μειώσει την τοπική όχληση, να προσφέρει ασφαλείς χώρους εργασίας για τους εργαζόμενους του σεξ και να μεταφέρει την πορνεία σε ένα πολυώροφο «ερωτικό κέντρο» χτισμένο σε δημοτική γη, έξω από την περιοχή των κόκκινων φαναριών. Θα ήταν ένας τεράστιος, ιδιωτικά χρηματοδοτούμενος, οίκος ανοχής, ένα ψυχαγωγικό και πολιτιστικό συγκρότημα, εν μέρει εμπνευσμένο από την ταινία του Μόαζ Λούρμαν «Moulin Rouge».
«Το σχέδιο για ένα ερωτικό κέντρο έξω από το κέντρο της παλιάς πόλης είναι το αποτέλεσμα πολυετούς συζήτησης για τα πλήθη και την όχληση που προκαλούν οι τουρίστες», είπε η Χαλσέμα. «Η μετεγκατάσταση των οίκων ανοχής είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής στο κέντρο της παλιάς πόλης».
Το τρικομματικό δημοτικό συμβούλιο έκλεισε πρόσφατα 100 από τους 249 οίκους ανοχής. Μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους, θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα τοποθετήσει το «ερωτικό κέντρο» στον αναπτυσσόμενο βορρά ή τον αριστοκρατικό νότο, όπου τα περιφερειακά συμβούλια έχουν απορρίψει κάθετα το σχέδιο και οι κάτοικοι ανησυχούν ότι η δήμαρχος έχει «μια κινηματογραφική εικόνα» για έναν τεράστιο οίκο ανοχής που απλώς θα προσελκύσει περισσότερο τουρισμό.
Αλλοι στο Αμστερνταμ βλέπουν το ζήτημα ως μια μάχη για την ψυχή της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια· έναν τόπο ελευθερίας, σεξουαλικής εργασίας και ολλανδικής ανοχής. Ο Δήμος ξόδεψε εκατομμύρια, λένε, για να αγοράσει και να κλείσει 112 οίκους ανοχής με «βιτρίνες». Αυτό, οδήγησε σε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα: ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός τουριστών στριμώχνεται σε μια ολοένα και μικρότερη περιοχή. Οι κάτοικοι αυτοί υποστηρίζουν ότι η περιοχή με τα κόκκινα φανάρια όχι μόνο δεν πρέπει να συρρικνωθεί, αλλά αντιθέτως, να διευρυνθεί. Ετσι κι αλλιώς, λένε, οι τουρίστες ενοχλούν. Δεν είναι οι οίκοι ανοχής που κάνουν τη διαφορά, ο υπερτουρισμός είναι ενοχλητικός σε όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου.
Οι ιδιοκτήτες οίκων ανοχής και οι εργαζόμενοι του σεξ από την πλευρά τους αντιτίθενται σε οποιαδήποτε σχέδια που θα μείωναν τον αριθμό των «ασφαλών χώρων εργασίας». Οι εργαζόμενοι του σεξ επισημαίνουν ότι οι βιτρίνες λειτουργούν αμφίδρομα: τους επιτρέπουν να τσεκάρουν κι εκείνοι τους πιθανούς πελάτες και να μειώσουν τους κινδύνους. «Αν έχεις ένα φούρνο, βγάζεις τα προϊόντα σου στη βιτρίνα και δεν θυμώνει κανείς», λένε. «Εμείς γιατί να μην μπορούμε να κάνουμε το ίδιο;»