H Credit Suisse, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, που πριν από μερικές ημέρες γλίτωσε τη χρεοκοπία την τελευταία στιγμή χάρη στη μεσολάβηση της Βέρνης και την αναγκαστική εξαγορά της από τη UBS, συνέδραμε επί χρόνια ζάπλουτους Αμερικανούς να αποκρύπτουν τα εισοδήματά τους και να φοροδιαφεύγουν, παραβιάζοντας, μάλιστα, προηγούμενο σχετικό δικαστικό διακανονισμό με τις αμερικανικές αρχές, όπως ανακοίνωσαν την Τετάρτη τα μέλη της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας.
Τα τελικά συμπεράσματα της διάρκειας δύο ετών έρευνας καταδεικνύουν ότι «αυτοί οι φοροφυγάδες συχνά κρύβουν τα περιουσιακά τους στοιχεία με την πρόθυμη συνδρομή τραπεζιτών σε ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση των αμερικανών γερουσιαστών.
Ο Τζούλιαν Μαρκ της Washington Post αναφέρει ενδεικτικά πως η Credit Suisse μετέφερε περισσότερα από 100 εκατ. δολάρια που συνδέονται με μια αμερικανική (αλλά με διπλή ιθαγένεια) οικογένεια σε υπεράκτιους λογαριασμούς, χωρίς να ειδοποιήσει το τπουργείο Δικαιοσύνης, όπως όφειλε.
Στην έκθεση αναφέρεται πως τραπεζικοί υπάλληλοι «εν γνώσει τους και εκούσια» βοήθησαν τον Νταν Χόρσκι, έναν αμερικανό καθηγητή Διοίκησης Επιχειρήσεων που το 2016 είχε δηλώσει ένοχος σε υπόθεση φορολογικής απάτης, να αποκρύψει 220 εκατ. δολάρια από τις φορολογικές αρχές των ΗΠΑ.
Επιπλέον, αποκαλύπτεται ότι χρόνια μετά τον δικαστικό διακανονισμό, η Credit Suisse αποκάλυψε ότι υπήρχαν 23 «δυνητικά αδήλωτοι λογαριασμοί» που ανήκαν σε πολίτες των ΗΠΑ, ο καθένας από τους οποίους περιείχε τουλάχιστον 20 εκατ. δολάρια, ενώ χάρη στη συνδρομή της ελβετικής τράπεζας, αμερικανοί φορολογούμενοι απέκρυψαν συνολικά τουλάχιστον 700 εκατ. δολάρια, σύμφωνα πάντα με την έκθεση.
Εκπρόσωπος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ δήλωσε πως το ποσό «θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερο. Απλώς δεν έχουμε μεγάλη ορατότητα σε αυτούς τους λογαριασμούς» προσέθεσε, παρότι αυτοί οι λογαριασμοί εμπεριείχαν τουλάχιστον 20 εκατ. δολάρια ο καθένας.
Σε ανακοίνωσή της, η Credit Suisse σημείωσε πως στην έκθεση παρουσιάζονταν λεπτομερώς «ανοιχτά ζητήματα του παρελθόντος», ορισμένα από τα οποία ανάγονται σχεδόν μία δεκαετία πίσω. Ανέφερε επίσης πως τα προηγούμενα χρόνια εφάρμοσε πρωτόκολλα ειδικά σχεδιασμένα για την εξάλειψη ατόμων που επιδιώκουν να αποκρύπτουν περιουσιακά τους στοιχεία.
Η τράπεζα υπογράμμισε επίσης ότι συνεργάστηκε και θα συνεχίσει να συνεργάζεται, τόσο με την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Γερουσίας όσο και με το υπουργείο Δικαιοσύνης, για τη διευθέτηση των όποιων εναπομεινάντων ανοιχτών ζητημάτων και τη διασκέδαση των όποιων ανησυχιών εξακολουθούν να υφίστανται. «H Credit Suisse δεν ανέχεται τη φοροδιαφυγή» επισημαινόταν στην ανακοίνωση της τράπεζας.
Το «μπαλάκι» στην UBS
Ο δημοσιογράφος της Washington Post γράφει πως οι νέες αυτές κατηγορίες διατυπώνονται κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα ταραχώδους περιόδου για την Credit Suisse, καθώς προετοιμάζεται να «καταβροχθιστεί», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, από την αντίπαλη UBS, στο πλαίσιο μιας βιαστικής συμφωνίας που την επιμελήθηκε η ελβετική κυβέρνηση.
Η UBS εξαγόρασε την Credit Suisse έναντι 3,3 δισ. δολαρίων, λόγω ανησυχιών για τη σταθερότητα της τράπεζας. Η κίνηση είχε σκοπό να επιφέρει ηρεμία στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο εξακολουθούσε να κλονίζεται από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank στις ΗΠΑ. Και παρ’ όλο που επικρατεί μια σχετική ηρεμία στον κλάδο, η UBS καλείται τώρα να φέρει εις πέρας την εξαιρετικά δύσκολη αποστολή της συγχώνευσης με έναν άλλον τραπεζικό κολοσσό. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, τα ευρήματα της έρευνας της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα.
«Οι συντάκτες της έκθεσης πιστεύουν ότι όποια οντότητα εξαγοράζει την Credit Suisse είναι υπεύθυνη για τυχόν κυρώσεις που προκύπτουν από παραβιάσεις του δικαστικού διακανονισμού του 2014, με τον οποίο η Credit Suisse συμφώνησε, μεταξύ άλλων, να αποκαλύπτει όλες τις διασυνοριακές της δραστηριότητες. Εάν διωχθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης, οι κυρώσεις θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το 1 δισ. δολάρια σε πρόστιμα» συνοψίζει ο Τζούλιαν Μαρκ.
Σε δήλωσή της στην Washington Post, η εκπρόσωπος της UBS, Ερικα Τσέις, σημείωσε πως «στο πλαίσιο της δέουσας συνέπειας από την πλευρά μας όσον αφορά την εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, προβήκαμε σε μια αξιολόγηση εκκρεμών δικαστικών και ερευνητικών ζητημάτων. Αναμένουμε ότι η συναλλαγή θα είναι επικερδής για τους μετόχους μας σε ένα ευρύ φάσμα επιχειρηματικών σεναρίων».
Ωστόσο, δεδομένων των σημαντικών απωλειών που είχε η Credit Suisse πέρυσι (περίπου 8 δισ. δολάρια), ένα πιθανό πρόστιμο ύψους ενός δισ. δολαρίων σίγουρα δεν θα ήταν αμελητέο για την UBS, επεσήμανε στην Washington Post o Τζον Σεντούνοφ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Villanova. «Αυτό μπορεί σίγουρα να θολώσει τα νερά για την UBS» προσέθεσε.
Στο δημοσίευμα της Washington Post επισημαίνεται ότι, παρά τα σημάδια σταθερότητας, στον τραπεζικό κλάδο εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα, καθώς η προσοχή όλων εστιάζεται πλέον στα αίτια της ευρύτερης τραπεζικής κατάρρευσης και στα πιθανά μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν, ούτως ώστε να αποφευχθεί μια άλλη.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, ανώτατα στελέχη της Fed, του υπουργείου Οικονομικών και της Ομοσπονδιακής Εταιρείας Ασφάλισης των Καταθέσεων των ΗΠΑ απάντησαν σε ερωτήσεις μελών του Κογκρέσου, ενώ ο πρόεδρος Μπάιντεν πρόκειται να αρχίσει να πιέζει τις ρυθμιστικές αρχές να επιβάλουν αυστηρότερους κανόνες στις μεσαίες τράπεζες.
Ομολογία ενοχής από το 2014
Πριν από περίπου εννέα χρόνια, τον Μάιο του 2014, η Credit Suisse είχε ομολογήσει την ενοχή της για τη συνδρομή που παρείχε σε ζάπλουτους Αμερικανούς να αποκρύπτουν δισεκατομμύρια, ούτως ώστε να φοροδιαφεύγουν. Λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την επιβολή ενός χαμηλότερου προστίμου (1,3 δισ. δολάρια), η τράπεζα είχε επίσης αποδεχτεί μια σειρά μέτρων συμμόρφωσης – να κλείσει, για παράδειγμα, όλους τους λογαριασμούς ατόμων που δεν συμμορφώνονταν με τη φορολογική νομοθεσία των ΗΠΑ, να αποκαλύπτει τις διασυνοριακές της δραστηριότητες και να ικανοποιεί αιτήματα του υπουργείου Δικαιοσύνης για πρόσβαση σε στοιχεία λογαριασμών.
Σύμφωνα, όμως, με το πόρισμα της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, η Credit Suisse παραβίασε ορισμένους από αυτούς τους όρους τα προηγούμενα χρόνια, με τα μέλη της επιτροπής να ζητούν τώρα από το υπουργείο Δικαιοσύνης και την Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων να διερευνήσουν εάν πρέπει να επιβληθούν επιπλέον πρόστιμα στην τράπεζα.
Πάντως, εκτιμάται πως αυτοί οι νέοι ισχυρισμοί κατά της Credit Suisse πιθανότατα δεν θα κλονίσουν την ευρύτερη εμπιστοσύνη του κοινού στο τραπεζικό σύστημα, ανέφερε ο Τζον Σεντούνοφ. «Το έχουμε δει να συμβαίνει πολλές φορές. Και νομίζω ότι ο κόσμος το έχει συνηθίσει» είπε, αναφερόμενος ενδεικτικά στο πρόστιμο ύψους 3,7 δισ. δολαρίων που διατάχθηκε να καταβάλει τον περασμένο Δεκέμβριο η Wells Fargo για κακοδιαχείριση δανείων και χρεώσεις υπερανάληψης.