Κατατέθηκε σήμερα προς συζήτηση στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του έτους 2025.
Στη σχετική επιστολή προς τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης και ο υφυπουργός Θάνος Πετραλιάς, αναφέρουν:
«Το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025 κατατίθεται συγχρόνως με την υποβολή στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του πρώτου Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025 – 2028 (ΜΔΣ) που βασίζεται στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Συνεπώς, τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη που αποτυπώνονται στο προσχέδιο βρίσκονται σε εναρμόνιση με τις εκτιμήσεις του ΜΔΣ.
Την τελευταία τριετία η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπισε αλλεπάλληλες κρίσεις λόγω αλληλοσυνδεόμενων αναταραχών σε οικονομικό, κλιματικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Παρά τα σημάδια ανάκαμψης, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα που συνδέεται με τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, τον παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία καθώς και με βραχυπρόθεσμους παράγοντες, όπως οι συσταλτικές νομισματικές πολιτικές και ο περιορισμός της δημοσιονομικής στήριξης διεθνώς μετά τη πανδημία και την ενεργειακή κρίση, αλλά και με τις σημαντικές και επιταχυνόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Σε αυτό το δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025 έναντι 0,8% και 1,4%, αντίστοιχα, που εκτιμάται για την Ευρωζώνη, με βάση τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 6,7% το 2024 και 8,4% το 2025 και το ποσοστό ανεργίας να μειωθεί από 10,3% το 2024 σε 9,7% το 2025. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε ονομαστικούς όρους το 2025 αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 10 δισ. ευρώ και ο λόγος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προς το ΑΕΠ να μειωθεί κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή εκτιμάται σε 2,7% το 2024 και αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,1% το 2025.
Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025 περιλαμβάνεται το σύνολο των παρεμβάσεων που έχουν ανακοινωθεί, συμπεριλαμβανομένων όσων παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Τα νέα μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα που επηρεάζουν τον τακτικό προϋπολογισμό επιφέρουν επιπλέον δημοσιονομικό κόστος το 2025 σε σχέση με το 2024, ύψους 1,1 δισ. ευρώ, ενώ πλήθος άλλων παρεμβάσεων χρηματοδοτείται από πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδυτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν από 13,1 δισ. ευρώ το 2024 σε 14,3 δισ. ευρώ το 2025, πλέον των πόρων του δανειακού σκέλους του ΤΑΑ.
Οι νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, που συμπληρώνονται από σειρά θεσμικών μέτρων, εστιάζουν στη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, στην ενίσχυση των επενδύσεων και της καινοτομίας, στην αντιμετώπιση του δημογραφικού και του στεγαστικού ζητήματος καθώς και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής.
Οι παρεμβάσεις είναι εντός των δημοσιονομικών στόχων που τίθενται στο ΜΔΣ, καθώς προβλέπεται αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,6% το 2025 σε σχέση με το 2024, ενώ ο σχετικός στόχος ανέρχεται σε αύξηση δαπανών έως 3,7%. Σε αυτό το πλαίσιο το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,4% το 2024 και 2,5% το 2025 και το συνολικό αποτέλεσμα σε -1,0% το 2024 και -0,6% το 2025.
Ο προϋπολογισμός του 2025 καλείται να συγκεράσει τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας με την ανάγκη για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών καθώς και την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, όπως είναι το δημογραφικό και το στεγαστικό πρόβλημα, η κλιματική κρίση, αλλά και να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες για την ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας.
Στόχος είναι η διασφάλιση της ισχυρής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και η ευημερία των πολιτών, για την επίτευξη του οποίου απαιτείται η διοχέτευση των πεπερασμένων δημοσιονομικών πόρων με τη μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα».