Μήνυμα προς τις τράπεζες απέστειλε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, σημειώνοντας μεταξύ των άλλων ότι «σήμερα, σε ένα περιβάλλον αυξημένων προκλήσεων, ανοδικών κινδύνων, έντονης μεταβλητότητας και υψηλής αβεβαιότητας -διεθνώς- το τραπεζικό σύστημα οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων».
Μήνυμα, που έρχεται λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη συνάντηση που είχε με τους επικεφαλής των τραπεζών, όπου τέθηκαν μία σειρά από ζητήματα τα οποία κυρίως είχαν να κάνουν με τις παρενέργειες που προκαλεί η αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια, εξαιτίας της πολιτικής που ακολουθεί η ΕΚΤ ως φάρμακο για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Η κυβέρνηση έχει ανησυχήσει, όπως άλλωστε και ο κεντρικός τραπεζίτης, που διαβλέπουν αύξηση των κόκκινων δανείων αλλά και εν γένει επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών των δανειοληπτών. Στο οικονομικό επιτελείο έχει σημάνει συναγερμός καθώς βλέπουν ένα πρόβλημα να έρχεται και επιχειρούν με κάθε τρόπο να το αναχαιτίσουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι διοικητής της Τράπεζα της Ελλάδος είχε σημειώσει πρόσφατα ότι «αύξηση των κόκκινων δανείων θα έχουμε. Όταν έχεις συνδυασμό αύξησης των δόσεων λόγω αύξησης των επιτοκίων, δηλαδή θα ανέβει και η δόση του στεγαστικού, θα ανέβουν και οι δόσεις στις επιχειρήσεις που χρωστάνε χρήματα στις τράπεζες».
Σε δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Σταϊκούρας τόνισε: «Από την αρχή της θητείας της, και ιδίως καθ’ όλη τη διάρκεια των πολυ-επίπεδων κρίσεων των τελευταίων 2,5 ετών, η κυβέρνηση έχει στηρίξει -και συνεχίζει να στηρίζει- την κοινωνία, στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Στήριξη που παρέχεται μέσω της σημαντικής μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, της εφαρμογής ενός ευρέος πλέγματος μέτρων για την αντιμετώπιση των εξωγενών δυσκολιών, της υλοποίησης μέτρων τόνωσης της απασχόλησης, των επενδύσεων και της κοινωνικής συνοχής, της εφαρμογής διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων και της ταχείας και αποτελεσματικής αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Στήριξη η οποία, εμμέσως, ωφελεί και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος -χάρη στην αποτελεσματική ασκούμενη οικονομική πολιτική και τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας- παρουσιάζει πολύ πιο εύρωστη εικόνα, σε σχέση με το παρελθόν, και ευοίωνες προοπτικές».
Σημειώνεται ότι ο υπουργός Οικονομικών στη συνάντηση της περασμένης Πέμπτης, ανέφερε μεταξύ των άλλων ότι δεν επίκειται νέο πρόγραμμα «Γέφυρα» και θα πρέπει να αναζητηθούν άλλες λύσεις. Μάλιστα πηγές από το υπουργείο αναφέρουν ότι η πολιτική ηγεσία στη συνάντηση δεν πρόκρινε κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο (π.χ. Ισπανικό) αλλά επέμενε στην ανάγκη να υπάρξει, τώρα, κάποιου είδους ουσιαστική παρέμβαση πριν το πρόβλημα γιγαντωθεί.
Από την πλευρά των τραπεζών, πάντως, δεν φάνηκε να υπάρχει μεγάλη διάθεση να πάρουν πάνω τους το κόστος των διευκολύνσεων που απαιτούνται. Οριστικές αποφάσεις δεν ελήφθησαν, ωστόσο αναγνωρίζουν και οι δύο πλευρές (υπουργείο και τράπεζες) ότι η λύση της άσκησης είναι πολύ δύσκολη και απαιτείται χρόνος ώστε να επέλθει προσέγγιση.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών το τραπεζικό σύστημα οφείλει:
* να συμβάλει στην πιστωτική επέκταση με όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, ώστε να ενισχύσει την περίμετρο των δυνητικών προς χρηματοδότηση πελατών, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες ανάγκες που δημιουργεί το μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον
* να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες για την ταχεία υλοποίηση ρυθμίσεων οφειλών μέσω του νέου και σύγχρονου εξωδικαστικού μηχανισμού, ώστε να θωρακιστεί επαρκώς ενάντια στους νέους κινδύνους που ελλοχεύουν
* να αναμορφώσει την τιμολογιακή πολιτική δανείων, καταθέσεων και προμηθειών, με τρόπο που δεν επιβαρύνει δυσανάλογα επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς βγαίνουμε από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων
* να δείξει ευαισθησία στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες
* να εκπαιδεύσει προσωπικό και πελάτες στην ψηφιακή μετάβαση των εργασιών του
* να συμβάλει στον πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας
Παράλληλα, ο υπουργός ανέφερε στη δήλωσή του πως «όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητα, προκειμένου οι τράπεζες να συνεισφέρουν το, σημαντικό, μερίδιο που τούς αναλογεί στην προσπάθεια μετάβασης προς μια οικονομία πιο δυναμική, πιο παραγωγική, πιο εξωστρεφή, ψηφιακή, πράσινη, χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες».
Υπενθυμίζεται ότι πριν από την εν λόγω συνάντηση υπήρξε παρέμβαση του πρωθυπουργού, ο οποίος μιλώντας στην Πάτρα είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο για στήριξη των συνεπών δανειοληπτών, λέγοντας χαρακτηριστικά: «(…) Και επειδή πράγματι τώρα αντιμετωπίζουμε ένα ζήτημα με την αύξηση του κόστους δανεισμού, έχω ζητήσει από το υπουργείο Οικονομικών να εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες για τους συνεπείς δανειολήπτες, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για το ζήτημα αυτό, σε συνεννόηση με τις τράπεζες».
Ταυτόχρονα, ο κ. Σταϊκούρας κατέστησε σαφές σε πρόσφατη συνέντευξή του πως οι συνθήκες δεν είναι ανάλογες με αυτές της πανδημίας δημοσιονομικά και, κατά συνέπεια, η όποια απόφαση θα πρέπει να ληφθεί και ανάλογα με το αν υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο. «Αξιολογούνται όλες οι δυνητικές παρεμβάσεις που μπορούμε να κάνουμε λαμβάνοντας υπόψη και τον υφιστάμενο δημοσιονομικό χώρο, γιατί δεν υπάρχει η δημοσιονομική ευελιξία του παρελθόντος» είπε και συμπλήρωσε: «Οι τράπεζες να διευρύνουν την περίμετρο των δυνητικών των χρηματοδοτήσεων πελατών έτσι ώστε να στηρίξουν ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις». Δήλωσε επίσης πως «οι τράπεζες έπρεπε να τρέξουν πιο γρήγορα τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών» και πρόσθεσε πως η κυβέρνηση συνεχίζει να πιέζει τα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να τρέξει καλύτερα.
Περιγράφοντας την ατζέντα των συζητήσεων με τους τραπεζίτες, αναφέρθηκε στα ζητήματα της πιστωτικής επέκτασης, του εξωδικαστικού μηχανισμού της τιμολογιακής πολιτικής των καταθέσεων και των προμηθειών, αλλά και του ζητήματος της αύξησης του κόστους δανεισμού των πολιτών.
Συζήτηση έγινε και για το ισπανικό σχέδιο που, όπως είπε, τελεί υπό εξέταση με την πρώτη εικόνα να δείχνει ότι δεν έχει δημοσιονομικό κόστος (γιατί συνιστά αναβολές πληρωμών), αλλά επισημαίνοντας πως χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας. Το ίδιο ισχύει και για άλλες προτάσεις που συζητούν κράτη-μέλη, συμπλήρωσε.